Mahir Guven, Μεγάλος αδερφός, Εκδόσεις Ίκαρος

Βρισκόμαστε ως κοινωνία σε μία πολύ δύσκολη συγκυρία, σε ένα διαρκή και ενδελεχή πόλεμο με τον κακό μας εαυτό, όλοι μας οφείλουμε να είμαστε προσεκτικοί και ήπιοι στις συμπεριφορές μας, να μην κρίνουμε τον διπλανό μας μόνο και μόνο από την καταγωγή του και βέβαια έχουμε χρέος να σεβόμαστε τη διαφορετικότητα ενώ ταυτόχρονα οφείλουμε να καταδικάζουμε τη βία από όπου και αν προέρχεται. Αυτή την κοινωνία, τη γεμάτη μίσος και θλίψη για το τώρα και το αύριο, περιγράφει ο πρωτοεμφανιζόμενος Γάλλος συγγραφέας Mahir Guven μέσα από τα μάτια δύο ανθρώπων, του μεγάλου και του μικρού αδερφού. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα γεμάτο αλήθειες, πικρές αλήθειες, ένα βιβλίο που εμπεριέχει πολύ πόνο, ένα βιβλίο που απαιτεί αναμφίβολα την προσοχή μας στα μηνύματα που επιθυμεί ο συγγραφέας να εκπέμψει προς κάθε κατεύθυνση.

Ο ίδιος ο συγγραφέας γεννήθηκε στη Γαλλία από Τουρκάλα μητέρα και Κούρδο πατέρα από το Ιράκ και τον μεγάλωσε η γιαγιά του. Αυτά τα βιογραφικά στοιχεία είναι πολύ σημαντικά για να κατανοήσουμε πως το μυθιστόρημα μπορεί να μην είναι ενδεχομένως καθαρά αυτοβιογραφικό και αυτός να μην είναι καν ο σκοπός του συγγραφέα. Ωστόσο, είναι σαφές πως μέσα από την ιστορία ενός ανθρώπου, του συγγραφέα που γεννιέται, ενηλικιώνεται και ανδρώνεται μέσα σε ένα περιβάλλον και σε μία χώρα όπου οι δικοί του νιώθουν ουσιαστικά ξένοι και ξένα σώματα, τα ερεθίσματα και τα βιώματα είναι πάμπολλα και σίγουρα ποικίλα. Αυτό που ξεχωρίζει στο μυθιστόρημα αυτό δεν είναι μόνο η περιγραφή μιας οικογένειας, όπου η μητέρα απουσιάζει και ο πατέρας είναι σχεδόν αυταρχικός και δύστροπος, είναι μία ολόκληρη κατάσταση για την οποία γίνεται λόγος.

Θλιμμένα πρόσωπα του καιρού μας

Το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου ανήκει στον μεγάλο αδερφό, ο οποίος έχει μείνει πίσω να φροντίζει τον πατέρα και την γιαγιά ενώ ακολουθεί η συγκλονιστική και αφοπλιστική αφήγηση της ζωής του μικρού αδερφού στη Συρία και ύστερα στη Γαλλία όπου επιστρέφει εντελώς όμως αλλαγμένος. Τι σου κάνει ο πόλεμος και οι συνέπειες του! Και τα δύο πρόσωπα μπορεί κανείς να τα ψυχαναλύσει, να τα προσεγγίσει, να τα αναλύσει ή τουλάχιστον να προσπαθήσει αλλά δύσκολο εγχείρημα να τα κατανοήσει. Από την πρώτη στιγμή το βιβλίο εγείρει ερωτήματα, που παρασέρνουν τον αναγνώστη στη δίνη του αφηγητή, τον εγκλωβίζουν και τον εντοιχίζουν στο πλαίσιο  εκείνο και στο μονοπάτι που ο συγγραφέας επιθυμεί για να τον φέρει πιο κοντά σε όσα θέλει να μεταδώσει. Το βιβλίο, παρόλο το γεγονός πως είναι η πρώτη λογοτεχνική απόπειρα του συγγραφέα, είναι μια γροθιά στο στομάχι της πραγματικότητας, της πραγματικής πραγματικότητας και όχι αυτής που κάποιοι επιθυμούν να κατασκευάσουν για να κρύψουν καταστάσεις.

Η λαχτάρα για τον αδερφό, ο τρόμος για το τι μπορεί να του έχει συμβεί, η αγωνία για έναν πατέρα που έχει αρχίσει να χάνει την επαφή με το περιβάλλον και καθίσταται όλο και πιο εχθρικός είναι μερικά από τα ζητήματα, τα καυτά ζητήματα που απασχολούν τον μεγάλο αδερφό, όχι αυτόν του Όργουελ – τον οποίο ειρήσθω εν παρόδω διαβάζει ως ανάγνωσμα ο μικρός μελετηρός αδερφός. Το μυθιστόρημα με την πλοκή και την έκβαση της αφήγησης που κινείται γραμμικά δημιουργεί ακόμα περισσότερη ένταση και αγωνία καθώς υπάρχει η εναλλαγή των δύο προσώπων που μας απευθύνονται. Έχει χαρακτηριστικά δραματικού αφηγήματος η όλη ιστορία, ενός ενδεχομένως ιψενικού τύπου δράματος με βαθμιαία κορύφωση και δυσκολία στην ερμηνεία των όσων εκτυλίσσονται. Σε αυτό αναμφίβολα συμβάλλει και η γλώσσα του “δρόμου” που εναλλάσσεται με ένα λογοτεχνικό ύφος που έχει στοχαστική χροιά και έτσι καταφέρνει και αποσυντονίζει ευφυώς τον αναγνώστη.

Αυτό το παιχνίδι του συγγραφέα ανάμεσα στους παράλληλους βίους των δύο αδερφών από την μία πλευρά απηχεί την ρημαγμένη και δίχως πυξίδα του ενός αδερφού, του μεγάλου που μοιάζει παγωμένος στον χρόνο ενώ από την άλλη αναδεικνύει την ιερή αποστολή και την ταγμένη στο σκοπό ζωή του μικρού αδερφού που στο τέλος εκτροχιάζεται επικίνδυνα. Ο συγγραφέας τους τοποθετεί σε ανοιχτό παράλληλο διάλογο και τους καθιστά υπεύθυνους των πράξεών τους ή της απραξίας τους δίχως να τους κανακεύει. Ποιος είναι το θύμα άραγε σε αυτόν τον πόλεμο που έχουν κηρύξει ανοιχτά σε ένα σύστημα που δεν τους ευνοεί και τους έχει οδηγήσει σε τέλμα; Φταίει η καταγωγή τους, φταίει ο πατέρας τους, φταίει η μη αναγνώρισή τους και η κακή τους τύχη; “Η ζωή είναι κάτι τρομερό όταν δεν έχουμε αρκετές λέξεις, πρέπει οι άλλοι να σε ακούν δύο φορές περισσότερο για να σε καταλάβουν. Αμέσως, λοιπόν, η ζωή κοστίζει ακριβότερα”.

Αυτό που συμπεραίνει κανείς είναι πως ο μεγάλος αδερφός καταριέται τη ζωή του γιατί έχει επωμιστεί πατέρα και γιαγιά και εξοργίζεται με τον μικρό του αδερφό που έφυγε και για τον οποίο φοβάται μην του συμβεί κανένα κακό και αναρωτιέται μήπως έχει μπλέξει. Τα βάζει με τη ζωή του την ίδια που δεν του φέρεται καλά και έχει καταντήσει ένας οδηγός ταξί δίχως ελπίδα σε μία χώρα και μία πόλη που τρέφει έχθρα για ανθρώπους σαν και αυτόν. Ο μικρός αδερφός επιθυμούσε διακαώς να γυρίσει σε μία πατρίδα, την Συρία που ποτέ δεν γνώρισε μέχρι τώρα, σκοπός ζωής ήταν να φύγει από την Γαλλία για να βοηθήσει με όποιον τρόπο μπορεί και να υπηρετήσει από άλλο μετερίζι αυτήν που λογίζει ως πατρίδα του. Νοσοκόμος στην αρχή και βοηθός γιατρού στην πορεία θα καταστεί αλυσίδα σε ένα σύστημα που ξεχνά για λίγο τον άρρωστο και προβάλλει την επίθεση με κάθε μέσο σε αυτούς που προκαλούν το κακό. Τελικά από σωτήρας των αδύναμων γίνεται ένας ακόμα βομβιστής στην υπηρεσία του κακού που ο ίδιος επιθυμεί να διώξει μακριά για να σώσει τον κόσμο; Η αφήγηση του Guven είναι πολύ σκληρή αλλά πραγματική, μία φωνή δυνατή σε έναν κόσμο που οδεύει στην απόλυτη τρέλα και το μίσος, τη μισαλλοδοξία που κάποιοι νόμισαν πως πέθανε με τις σταυροφορίες ή την Νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου. Οι άνθρωποι είναι όμως πάντα γεμάτοι εκπλήξεις!

“Ό,τι κι αν συμβεί, τη ζωή την αρχίζεις, τη ζεις και την τελειώνεις μέσα σ’ ένα κουτί. Αρχικά στην κοιλιά της μάνας σου, έπειτα σε μια κούνια, μετά στο δωμάτιό σου, κατόπιν στο σχολειό, την ντισκοτέκ, το αμάξι, την επιχείρηση, το σπίτι, και στο τέλος; Ένα φέρετρο. Πάντα ένα κουτί”.

“Οι νόμοι υπάρχουν, αλλά παρακάμπτουμε κάποιους κανόνες για να διευρύνουμε το πεδίο των δυνατοτήτων μας. Δε βάζουμε καμία απαγόρευση στον εαυτό μας κι εξερευνούμε τον κόσμο. Αναγκαστικά, αυτό δημιουργεί πράγματα, καλά και λιγότερο καλά, αλλά τα δημιουργεί