Μαρία Γαβαλά, Κόκκινος σταυρός, Εκδόσεις Πόλις

“Δεν είμαι συνηθισμένη γυναίκα. Δουλεύω, επινοώ, δημιουργώ, χύνω αίμα και ιδρώτα, τους χυμούς του σώματός μου, το περιεχόμενο του εγκεφάλου μου, και οι άλλοι περιφρονούν την προσφορά μου. Χωρίς δεύτερη σκέψη. Κάθε φορά που έχω να προσφέρω κάτι, με αναγκάζουν να περνώ από αυστηρό έλεγχο, από κρησάρα. Δύο κριτές ικανοτήτων εξέτασαν μετά προσοχής το αίτημά μου, την προσφορά μου, και την απέρριψαν. Απέρριψαν τη ζωγραφιά μου. Απέρριψαν τα λουλούδια μου. Τα βρήκαν κακόγουστα, άτεχνα, ασήμαντα. Εμένα απέρριψαν δηλαδή. Εμένα βρήκαν κακόγουστη, άτεχνη, ασήμαντη. Ο άνεμος θα σκορπίσει τις στάχτες μου και ουδείς θα γνωρίζει ποια υπήρξα στ’ αλήθεια. Ποιες ήταν οι ζωγραφιές μου. Τα άνθη του ταλέντου μου”. Αυτά είναι τα λόγια της ζωγράφου Γκέρτρουντ Φλεκ, της γυναίκας που ήταν έγκλειστη για πολλά χρόνια σε ψυχιατρική κλινική και τελικά θανατώθηκε όπως πολλοί άλλοι ασθενείς καθώς το ναζιστικό καθεστώς αντιμετώπιζε τις ψυχικές ασθένειες ως στίγμα, ως κάτι μιαρό και ανάξιο ζωής. Είναι τόσα πολλά και δυστυχώς ανεξάντλητα τα επεισόδια, τα γεγονότα και οι ιστορίες που ξεπηδούν από τον ολέθριο σε απώλειες Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και η Μαρία Γαβαλά σε αυτό το μυθιστόρημα καταφέρνει να δοκιμάσει τις αντοχές του αναγνώστη με ένα βιβλίο κόλαφο για τα τεκταινόμενα εκείνης της περιόδου, οι αποκαλύψεις της δε, οι οποίες είναι βασισμένες σε πραγματικά στοιχεία, ξεδιπλώνουν το κουβάρι της βαναυσότητας και του ανθρώπινου πόνου.

Η καταδίκη αθώων ανθρώπων

Είναι συγκλονιστικά τα όσα καταγράφονται από τη Μαρία Γαβαλά για τα πεπραγμένα των εγκληματιών του Τρίτου Ράιχ, είναι όμως άλλο τόσο συναρπαστική η θέληση για ζωή της ηρωίδας της. Μέσα από την αφήγηση των ηρωίδων της, τόσο της ζωγράφου/θύματος Γκέρτρουντ Φλεκ όσο και της Αριάδνης Χόπε, της φοιτήτριας που έχει αναλάβει μέσω της μεταπτυχιακής της διατριβής να ρίξει φως στην προσωπικότητα της ζωγράφου και να αναδείξει την ιδιαιτερότητα της καλλιτεχνικής της φύσης, ξετυλίγεται το κουβάρι ενός κόσμου σε ηθική αποσύνθεση. Μέσα στον πυρετό της ακατάπαυστης δίψας για θάνατο από τις ορδές των αρρωστημένων μυαλών που έχουν καταλάβει την Ευρώπη και επιβάλλουν αδυσώπητες και απάνθρωπες πολιτικές, φυσιογνωμίες όπως αυτή της Γκέρτρουντ Φλεκ χαρίζουν ελπίδα στον κόσμο πως η τέχνη μπορεί να επουλώσει πληγές. Είναι η εποχή που η εκφυλισμένη τέχνη βρίσκεται στο προσκήνιο και καλλιτέχνες όπως αυτοί του Μπαουχάους αρχίζουν να εγκαταλείπουν την Ευρώπη για πιο ασφαλή “λιμάνια”. Σε αυτό το πλαίσιο αναστάτωσης και κινδύνου για τον καλλιτεχνικό κόσμο, το κυνηγητό για κάθε έναν ή κάθε μία που δεν εκφράζει το καλλιτεχνικά “ορθόν” ή δεν εγκρίνεται από τους κυβερνώντες και αξιολογητές οδηγείται στο περιθώριο και στην πυρά. Όπως ο Βαν Γκογκ, έτσι και εκείνη δεν γνωρίζει κάτι άλλο από το να ζωγραφίζει κλεισμένη σαν σπουργίτι σε κελί δίχως δυνατότητα ελευθερίας. Καταδικασμένη σε μια ζωή χωρίς ανεξαρτησία και ελπίδα για κάτι καλύτερο, η ζωγράφος δεν θα σταματήσει να δημιουργεί ζωγραφικές εικόνες, έργα λυτρωτικά.  Είναι ένα ισχυρό χτύπημα στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια οι μέθοδοι εξολόθρευσης αθώων ανθρώπων που πασχίζουν να κατανοήσουν τι συμβαίνει και τι μέλλει γενέσθαι. “Κανέναν δεν επιτρέπεται να απαλλάξουν από τα βάσανα της ζωής, με τη μέθοδο της ευθανασίας. Τα βάσανα είναι συνυφασμένα με την ανθρώπινη μοίρα, και το να οδηγείς έναν άνθρωπο στον θάνατο, ξεγελώντας τους άλλους με τη δήθεν γενναιοδωρία σου, στην πραγματικότητα επειδή τον θεωρείς άχρηστο για την κοινωνία και μπελά, είναι στυγερό έγκλημα”.

Στα άδυτα του παρελθόντος

Ο κόκκινος σταυρός δεν είναι τίποτε άλλο από το σημάδι του θανάτου ενώ η γαλάζια παύλα είναι το σήμα της επιβίωσης. Οι νοσοκόμες της Γερτρούντ Μπλεκ αφηγούνται με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες και με αίσθημα ενοχής πολλές φορές το γεγονός πως δεν μπόρεσαν να σώσουν ανθρώπους γιατί φοβούνταν για την ίδια τους τη ζωή. Καταθέτουν τον αποτροπιασμό τους για τις συνθήκες κράτησης, για την απάνθρωπη διαχείριση των αρρώστων από την Κεντρική υπηρεσία της καγκελαρίας του Φύρερ, αναφέρονται σε όλα αυτά τα ιδρύματα τα οποία οι ίδιες υπηρέτησαν με ζήλο και θάρρος προσπαθώντας όσο ήταν δυνατόν να προσφέρουν στο μέγιστο τις υπηρεσίες τους και να επουλώσουν με τη φροντίδα τους και την τρυφερότητά τους τις πληγές αυτών των ανθρώπων. Μάλιστα, κάποιες από αυτές πλήρωσαν με την ίδια τους τη ζωή το τίμημα της προσπάθειας σωτηρίας ασθενών. Η άλλη ηρωίδα της, η Αριάδνη Χόπε είναι ένα πρόσωπο σημερινό, είναι μια φιλόδοξη Ελληνογερμανίδα που διεισδύει εις βάθος στο θέμα της διατριβής της με το οποίο έχει καταπιαστεί, είναι ένα δικό της προσωπικό στοίχημα και δεν της επιτρέπεται να αποτύχει. Διακρίνει κανείς διαβάζοντας για εκείνη τη δύναμη του χαρακτήρα της αλλά και την αγάπη της για την πατρίδα της, την Ελλάδα ενώ δεν ξεχνά και τη χώρα όπου έχει αποφασίσει να χτίσει τη ζωή της και να διαπρέψει. Είναι μία κοπέλα με σθένος, κουράγιο και παρά τα οικογενειακά προβλήματά της (είναι παιδί χωρισμένων γονιών), καθώς ο πατέρας της ζει στη Γερμανία και η μητέρα της στην Ελλάδα, εκείνη ζει το δικό της όνειρο και αψηφά τα ενδοοικογενειακά της θέματα για να συγκεντρωθεί στο έργο της. Η Αριάδνη Χόπε είναι η προσωποποίηση της επιμονής και της σκληρής εργασίας σε έναν άλλο τόπο από τον δικό της, παρότι μιλά πολύ καλά τα Γερμανικά. Κατά κάποιο τρόπο, η συγγραφέας μας παρουσιάζει δύο παράλληλες ζωές, ένα γυναικείο δίπολο, ένα δυναμικό ζεύγος γυναικών που η καθεμία από το μετερίζι της, σε διαφορετικές σαφώς συγκυρίες και συνθήκες ζωής, μπορούν και αναδύονται, μοχθούν, αντιστέκονται και ορθώνουν την προσωπικότητά τους. Αναφέρει η ίδια χαρακτηριστικά: “Όσο έψαχνα, σε βιβλία, σε διατριβές άλλων, σε δημοσιεύσεις σε περιοδικά ή στο διαδίκτυο, όσο σκάλιζα με μανία και αγωνία να βρω ίχνη, ευχόμενη από μέσα μου να συναντήσω λαβυρίνθους, ολοένα και περισσότερους λαβυρίνθους, με αινιγματικά στοιχεία {…} ένιωθα καλά, ήμουν περήφανη, ήμουν εργασιομανής, ήμουν τελειομανής, είχα σχέδια και οράματα μπροστά μου, είχα φτάσει στο σημείο να πιστεύω πως ήμουν γεννημένη για σκαπανέας”. Η Μαρία Γαβαλά χτίζει πάνω σε πραγματικά και φανταστικά γεγονότα ένα εξαιρετικό μωσαϊκό εκείνης της εποχής και καθιστά και εμάς θεατές στο θέατρο του παραλόγου που εκτυλίσσεται με θύματα αθώους ανθρώπους, θύματα μιας μηχανής εξολόθρευσης ψυχών χωρίς κανένα δισταγμό και ενδοιασμό. Η γραφή θυμίζει πολύ τα μεγάλα μυθιστορήματα της εποχής του μεσοπολέμου, είναι καίριος και άρτιος ο λόγος της και η έρευνά της σε σχέση με τα γεγονότα καθιστά το βιβλίο αυτό ένα σημείο αναφοράς που αξίζει να μελετηθεί καθώς η ίδια αντλεί πολλά και ποικίλα στοιχεία με τρόπο ευφυή και αριστοτεχνικά δοσμένο στον αναγνώστη σεβόμενη τα πρόσωπα, υπηρετώντας την αλήθεια χωρίς να ωραιοποιεί καταστάσεις.
“Αυτό που τελικά κρατάμε από το πέρασμα των ανθρώπων είναι όσα ξεχωρίσαμε και διαλέξαμε, όχι μόνο για να τα απολαμβάνουμε όσο ζούμε μαζί τους, αλλά και για να μας συντροφεύουν, μετά τη φυγή τους, σε όλη την υπόλοιπη ζωή μας”.
“Η ζωή δεν είναι αιώνια, ο άνθρωπος δεν είναι θεός, άρα αν δεν απελευθερώσει, αν δεν φανερώσει αυτό που έχει μέσα του, ποιο το όφελος να συνεχίσει να ζει σαν ζώο που κρύβεται, όλο κρύβεται, πρώτα από τον ίδιο του τον εαυτό; Το λίγο που δύναται να πράξει, το ελάχιστο λιθαράκι, αυτόν τον κόκκο άμμου μες στο άπειρο, οφείλει να τον κρατήσει, να τον διαφυλάξει και να τον προσθέσει στον σωρό των μικρών προσφορών προς την ανθρωπότητα”.