Φραντσέσκο Ντ’ Αντάμο, Ικμπάλ, ένα παιδί ενάντια στην παιδική εργασία, Εκδόσεις Πατάκη

Ο Ικμπάλ Μασί γεννήθηκε το 1982 στο Πακιστάν. Στην ηλικία των τεσσάρων ετών πουλήθηκε από τους γονείς του σαν σκλάβος σε έναν έμπορο χαλιών σε αντάλλαγμα ενός δανείου 600 ρουπιών, δηλαδή περίπου 16 δολαρίων. Η ιστορία του μέχρι εδώ είναι ίδια με τόσων άλλων παιδιών στο Πακιστάν αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο. Ωστόσο, ο Ικμπάλ διέφερε στο μέγεθος ψυχής και στη λαχτάρα για ζωή και ελευθερία που διέθετε. Στην ηλικία των δέκα ετών απέδρασε και απευθύνθηκε στην αστυνομία, η οποία δωροδοκήθηκε και το παιδί επέστρεψε στο ταπητουργείο που εργαζόταν. Αυτή η αποτυχία, όμως, δεν ήταν αρκετή για να κάμψει το ηθικό του και να εξαλείψει το θάρρος του. Έτσι, λίγους μήνες μετά το αγόρι διέφυγε για δεύτερη φορά και κατέφυγε στο Απελευθερωτικό Μέτωπο του Πακιστάν για την Εκμετάλλευση της Παιδικής Εργασίας. Από εκεί με πάθος και γενναιότητα πάλεψε για τα δικαιώματα των παιδιών σε όλο τον κόσμο. Χάρη σε αυτόν χιλιάδες παιδιά απελευθερώθηκαν από τη δουλεία και το όνομά του έγινε σύμβολο του αγώνα κατά της παιδικής εργασίας. Αυτή η συγκινητική και συνάμα ελπιδοφόρα ιστορία αποτέλεσε την έμπνευση για αυτό το βιβλίο που αφηγείται τη ζωή ενός μικρού παιδιού που έκανε μεγάλη διαφορά σε αυτόν τον κόσμο.

Παιδιά χωρίς παιχνίδια και αύριο

Η ιστορία εκτυλίσσεται με ιδιαίτερα ζεστό τρόπο μέσα από τα μάτια της Φατίμα, ενός κοριτσιού που βρίσκεται μαζί με πολλά άλλα παιδιά στην ιδιοκτησία ενός εμπόρου χαλιών, του Χουσεΐν Χαν. Η Φατίμα και όλα τα υπόλοιπα παιδιά έμοιαζαν σε πολλά πράγματα. Ήταν παιδιά με την ίδια ιστορία και το ίδιο παρελθόν, που περιλάμβανε μια οικογένεια με οικονομικά προβλήματα και χρέη που αναγκάστηκε να τους πουλήσει, ήταν παιδιά που δεν έπαιζαν ποτέ, παρά μόνο δούλευαν όλη μέρα σε απάνθρωπες συνθήκες πάνω από ένα τελάρο με μια αλυσίδα στο πόδι, ήταν παιδιά που δέχονταν μοιρολατρικά την κατάστασή τους χωρίς να έχουν ελπίδα ή όρεξη για ζωή και το μόνο που περίμεναν ήταν να σβηστούν τα σημάδια από τον ατομικό τους πίνακα που συμβόλιζαν το χρέος της οικογένειάς τους για να μπορέσουν να επιστρέψουν στο σπίτι τους. Ακόμα και οι πιο αισιόδοξοι έχαναν σταδιακά κάθε όμορφο συναίσθημα από μέσα τους: «Έτσι περνούσε η ζωή μου τα τελευταία τρία χρόνια. Δεν είχα πια καμιά ελπίδα. Και οι άλλοι, νομίζω, δεν έλπιζαν σε τίποτε. Τους πρώτους μήνες σκεφτόμουν συχνά την οικογένειά μου, τη μάνα μου, τους αδελφούς και τις αδελφές μου, το σπίτι μου, τα χωράφια, το βόδι που τραβούσε το αλέτρι, τα γλυκά λαντού από ρεβιθάλευρο, ζάχαρη και αμύγδαλα που τρώγαμε στις γιορτές. Μα με το πέρασμα του χρόνου και αυτές οι μνήμες ξεθώριασαν, σαν το υφάδι από τα χαλιά που πατήθηκαν για πολλά χρόνια». Ωστόσο μέσα σε αυτό το ζοφερό κλίμα και την απαισιοδοξία τα παιδιά προσπαθούσαν να δώσουν κουράγιο το ένα στο άλλο. Είχαν διαμορφώσει μία μικρή οικογένεια λόγω αυτής της ιδιότυπης συγκατοίκησης και τους συνέδεαν δυνατά αισθήματα φιλίας, στοργής, ακόμα και αγάπης. Κάθε πρωί διηγούταν το ένα στο άλλο τα όνειρα που είχε δει το προηγούμενο βράδυ και έτσι αντλούσαν δύναμη: «Εγώ δεν ονειρευόμουν εδώ και μήνες, και πολλοί από μας δεν ονειρεύονταν, αλλά φοβούνταν να το εξομολογηθούν. Το πρωί νιώθαμε όλοι τόσο μόνοι. Και τότε πλάθαμε με τη φαντασία μας τα όνειρα, και ήταν πάντα όμορφα, γεμάτα φως και χρώματα και αναμνήσεις από τα σπίτια μας – για όποιον είχε σπίτι ακόμη».

Από το σκοτάδι στο φως

Το κλίμα άλλαξε όταν στην ομάδα των παιδιών προστέθηκε ο Ικμπάλ και έφερε μαζί του την ελπίδα, το θάρρος, τη δύναμη και την επιθυμία για ελευθερία. Ήταν ένα παιδί εργατικό και με μεγάλο ταλέντο στην ύφανση χαλιών. Ήταν ένα παιδί όπως όλα τα άλλα, μα ταυτόχρονα και τόσο διαφορετικό. Προερχόταν κι εκείνος από φτωχή οικογένεια που αναγκάστηκε να τον πουλήσει, μα σε αντίθεση με τους υπόλοιπους ήξερε πολύ καλά πως το χρέος του δεν θα σβηνόταν ποτέ και θα παρέμενε για πάντα σκλάβος αν δεν έκανε κάτι δραστικό. Φρόντισε να σπείρει στα μυαλά των παιδιών τον σπόρο της επιθυμίας για επανάσταση και ελευθερία και φρόντιζε να τον ποτίζει καθημερινά με όνειρα και σχέδια μέχρι που να ανθίσει. Έτσι σιγά σιγά οι μέρες τους απέκτησαν νόημα και όλοι δούλευαν με μία πρωτόγνωρη όρεξη και μία προσμονή, ενώ ταυτόχρονα μία τρυφερή φιλία αναπτύχθηκε ανάμεσα στον Ικμπάλ και στη Φατίμα. Το θάρρος του Ικμπάλ φάνηκε τη μέρα που μπροστά στα μάτια όλων των παιδιών αλλά και του αφεντικού έσκισε το ακριβό και περίτεχνο χαλί που είχε υφάνει γνωρίζοντας πολύ καλά τις συνέπειες των πράξεων του. «Εγώ δεν ήμουν σίγουρη αν καταλάβαινα. Αλλά ένα πράγμα είχα δει καθαρά: Ο Ικμπάλ φοβόταν, όπως όλοι μας, εκείνη τη στιγμή. Κι όμως το έκανε». Για αυτή του την παράτολμη πράξη τιμωρήθηκε με εγκλεισμό για μέρες και χωρίς φαγητό και νερό στον Τάφο, μια υπόγεια δεξαμενή χωρίς φως. Μία από τις πιο έντονες στιγμές του βιβλίου ήταν οι καθημερινές επισκέψεις των παιδιών στον Τάφο, ώστε να εμψυχώσουν τον Ικμπάλ και να του δώσουν το φαγητό και το νερό που με αυταπάρνηση είχαν συλλέξει κατά τη διάρκεια της ημέρας. Συνεργάζονταν όλα μαζί, αψηφώντας το φόβο τους και θέτοντας σε κίνδυνο τους εαυτούς τους, χάριζαν απλόχερα στον Ικμπάλ στοργή και αγάπη δίνοντας σε όλους τους αναγνώστες ένα μάθημα ανθρωπιάς.  Δεύτερη αναταραχή προκλήθηκε με την απόδραση του αγοριού η οποία για δύο μέρες φάνηκε να είναι επιτυχημένη, μέχρι που εκείνο επέστρεψε με συνοδεία αστυνομικών, οι οποίοι δυστυχώς δωροδοκήθηκαν και έτσι για λίγο η ελπίδα φάνηκε να σβήνει.

Η δεύτερη απόδραση και η ελευθερία

Μετά την ανεπιτυχή του απόδραση ο Ικμπάλ γύρισε με ένα φυλλάδιο από το Απελευθερωτικό Μέτωπο του Πακιστάν για την Εκμετάλλευση της Παιδικής Εργασίας το οποίο φούντωσε ξανά την επιθυμία των παιδιών για ελευθερία. Έτσι, το αγόρι το έσκασε ξανά όμως αυτή τη φορά η απόδραση ήταν επιτυχής, καθώς επέστρεψε με τους ανθρώπους του Απελευθερωτικού Μετώπου και τον αρχηγό τους, τον Ισάν Χαν, οι οποίοι όχι μόνο δεν δωροδοκήθηκαν αλλά φρόντισαν για τη σύλληψη του αφεντικού και την απελευθέρωση όλων των παιδιών. Τότε, όμως, τα παιδιά βρέθηκαν απέναντι στον άγνωστο και τρομακτικό έξω κόσμο και τη συνειδητοποίηση πως αυτό το εργαστήριο ήταν εδώ και χρόνια το σπίτι τους και οι οικογένειες τους τούς είχαν ξεχάσει: «Βγήκαμε όλοι μαζί, φοβισμένοι. Σταθήκαμε στην πόρτα που οδηγούσε στο δρόμο. Κοιτούσαμε από τη μία πλευρά και από την άλλη. Είχαν μαζευτεί κάμποσοι περίεργοι, κάποιοι φώναζαν. Ξαναμπήκαμε σαν χαμένοι. Δεν ξέρουμε πού να πάμε, είπε στο τέλος κάποιος». Τα παιδιά σιγά σιγά επέστρεψαν στις οικογένειές τους, ενώ ο Ικμπάλ, η Φατίμα και ένα ακόμα κορίτσι, η Μαρία μεταφέρθηκαν στα γραφεία του Απελευθερωτικού Μετώπου όπου έγινε το σπίτι τους και οι άνθρωποι τους φρόντιζαν και τους πρόσφεραν τη χαμένη παιδική τους ηλικία. Ο Ικμπάλ δόθηκε με πάθος στον αγώνα για τα δικαιώματα των παιδιών. Έδινε ομιλίες, έκανε καταγγελίες σε παράνομους εργοδότες και τρύπωνε κρυφά σε παράνομα ταπητουργεία βοηθώντας έτσι στην απελευθέρωση χιλιάδων παιδιών. Το μέλλον του φαινόταν λαμπρό, και γέμισε με βραβεία, ταξίδια και ομιλίες στην Αμερική και στην Ευρώπη. Στη διάρκεια της σύντομης ζωής του βρήκε τη δύναμη να υψώσει το ανάστημά του ενάντια στη Μαφία των χαλιών και να μιλήσει για την αξία της ανθρώπινης ελευθερίας και της παιδικότητας, συμβάλλοντας έτσι στην απελευθέρωση χιλιάδων παιδιών- σκλάβων.

«Αδελφή μου, δεν ξέρω πού θα πας, πώς θα μπορώ να επικοινωνώ μαζί σου, αν θα σε ξαναδώ. Μόνο ένα πράγμα θα σε παρακαλέσω: μην ξεχάσεις τίποτε. Ούτε την πιο μικρή και ασήμαντη λεπτομέρεια. Διηγήσου σε κάποιον την ιστορία μας. Διηγήσου τη σε όλους. Για να μην ξεχαστεί. Μόνο έτσι ο Ικμπάλ θα είναι πάντα δίπλα μας».