Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι: Ένας «ταπεινός και καταφρονεμένος» Δον Κιχώτης

Ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι με το έργο του, το τόσο δραματικό και θεατρικά δοσμένο, αναλώθηκε εμμέσως πλην σαφώς στην αποτύπωση της σκληρότητας και  της τραχύτητας της ζωής του ίδιου και των συμπολιτών του, των μουζίκων, αλλά και στην καταγραφή του εξευτελισμού της ανθρώπινης ύπαρξης μέσω των διώξεων και των παράνομων δράσεων ενός διεφθαρμένου πολιτικού κατεστημένου. Άσκησε μέσα από τα έργα του έντονη κριτική και ψυχογράφησε με γλαφυρό και ωμό τρόπο σκηνές από την καθημερινότητα των Ρώσων, πολλές φορές δεχόμενος τα πυρά των κριτικών. Χωρίς οικονομικά μέσα, με ασταθή οικογενειακή και συζυγική ζωή, με άθλιες συνθήκες ζωής και με τις αρρώστιες να τον ταλαιπωρούν συνεχώς, πάλεψε με την συνείδησή του για να καταφέρει να εξωτερικεύσει σε έργα μεγαλειώδη όπως οι Δαιμονισμένοι, οι Αδελφοί Καραμαζόφ, το Έγκλημα και τιμωρία όλη την αγωνία μίας ζωής στενάχωρης.

δαιμονισμενοι

Στα έργα του όμως αυτά διαβλέπουμε τη συναισθηματική φόρτιση, την ψυχανάλυση των χαρακτήρων ανθρώπων που ρέπουν προς την παρανομία και την ανηθικότητα και έναν Ντοστογιέφσκι που εκφράζει την απαραίτητη προσέγγιση στα θεία – ο πατέρας του ήταν κληρικός – ως το μόνο μέσο απελευθέρωσης και απενεχοποίησης της ένοχης ψυχής. Πέρα από τα παιδικά και εφηβικά χρόνια όπου υπήρχε μία κάποια οικονομική άνεση στην οικογένεια, στα χρόνια που ακολούθησαν κυριάρχησαν τα χρέη και οι φυλακίσεις λόγω πολιτικών φρονημάτων και αντικαθεστωτικής δράσης.

Fiodor_DostoyevskiΑφού νωρίτερα ζυμώθηκε όντας στρατιωτικός γιατρός και ζώντας κοντά σε ασθενείς και αναξιοπαθούντες γεμίζοντας έτσι την ευαίσθητη ψυχή του με εικόνες σκληρές και επώδυνες για τον ίδιο, τα χρόνια μετά το 1859 εξέδωσε τα περισσότερα μυθιστορήματα που τον έκαναν γνωστό. Δυστυχώς όμως η έκδοση των έργων του απέφερε χρήματα που αποσκοπούσαν μόνο και μόνο στην εξόφληση των χρεών του, δυσχεραίνοντας έτσι την ήδη επιβαρυμένη οικονομική του κατάσταση. Σε εκείνη την περίοδο γράφει τον Παίκτη, αφού ο ίδιος ήταν παίκτης τυχερών παιχνιδιών και τους Φτωχούς, αφού ο ίδιος υπήρξε φτωχός. Έγραψε διηγήματα, νουβέλες, δοκίμια, τα προσωπικά του ημερολόγια και δεν έπαψε να βρίσκει θεραπεία μέσω της γραφής μέχρι και το τέλος της ζωής του.

Κροκόδειλος και Μπόμποκ: Ένα αινιγματικό δίπτυχο

ΚροκοδειλοςΟ Κροκόδειλος, γραμμένος το 1865 και ο Μπόμποκ -το 1873- είναι δύο αντιπροσωπευτικά δείγματα ενός καυστικού χρονογράφου Ντοστογιέφσκι, μέσα από τα οποία ξεπηδάνε παραπομπές και συνδετικοί κρίκοι με τα μεγάλα του μυθιστορήματα που τον εδραίωσαν ως τον αφηγητή της ανθρώπινης ψυχής. Από τους πιο πολυδιαβασμένους αλλά παράλληλα και από τους πιο αμφιλεγόμενους ακόμα και σήμερα, σε αυτά τα διηγήματα προκαλεί τους σύγχρονούς του να αναλογισθούν τα σφάλματά τους, να συλλογισθούν τον ρόλο τους στην κοινωνία, να αποδράσουν από το ψέμα που κρύβεται μέσα τους και να δουν την διάφανη αλήθεια. Οι ιστορίες αυτές ήταν διδακτικές για την αλλοφροσύνη των ανθρώπων και τη στενότητα του πνεύματός τους αλλά και λάβρες κατά των ανθρώπων που τον υπονόμευσαν σε μία περίοδο πλούσιας παραγωγικής σκέψης από μέρους του.

Αναρωτιέται ο αναγνώστης, ποιά είναι η ουσία του μηνύματος που θέλει να περάσει και ποιος ο στόχος του συγγραφέα, όταν με φαντασία αναφέρεται στην ιστορία ενός Κροκόδειλου που κατάπιε έναν άνθρωπο όταν εκείνος αποφάσισε να πλησιάσει για να δει από κοντά το παράξενο αυτό ζώο σε μία αίθουσα στο Πασσάζ. Γιατί δεν υπάρχει καμία αναφορά πουθενά περί του συγκεκριμένου γεγονότος ούτε και θα μπορούσε να συμβεί κάτι ανάλογο σε πραγματικό χρόνο. Η αλληγορική του γραφή και ματιά μπορεί να μεταφραστεί και να ερμηνευτεί με πολλούς τρόπους. Εκείνη την εποχή επηρεάζεται έντονα από το συγγραφέα Νικολάι Τσερνισέφσκι, το συγγραφέα του βιβλίου «Τι κάνουμε», ο οποίος και έγινε αντικείμενο κριτικής για τις ιδέες του και εξορίστηκε στην Σιβηρία. Ο κροκόδειλος είναι ένα ερπετό επικίνδυνο, βίαιο στην ανάγκη του να τραφεί και τρομακτικό στο βλέμμα. Ακριβώς όπως και το τέρας της Σιβηρίας στο οποίο οδηγήθηκαν πλήθος ανθρώπων που εκφράστηκαν ανοιχτά ενάντια στο καθεστώς και στον ισχύοντα κώδικα της εποχής που ήθελε συστράτευση γύρω από κοινά αποδεκτά σύμφωνα χωρίς παρεκκλίσεις. Τι είναι λοιπόν ο κροκόδειλος, μία στοά και ένας τόπος άγονος όπου παρασύρονται εκούσια όλοι αυτοί που δεν πορεύονται με την επιθυμητή ιδεολογία αλλά αντιτίθενται με λόγο σθεναρό ισχυρή φωνή πηγαίνοντας μοιραία προς άγνωστα νερά;

Είναι η εύκολη λύση να απεμπλακεί η κοινωνία από ανθρώπους που δεν μπορούν να χειραγωγηθούν και να μπούνε σε ταξικά καλούπια όπως αρμόζει και όπως επιβάλλεται; Ή μήπως είναι ένας παράδεισος και ένας τόπος όπου κανείς ανασυγκροτείται και επανέρχεται δριμύτερος μπροστά αφού έχει εξασφαλίσει την ψυχική και διανοητική του ηρεμία; Και ο ήρωας που βρίσκεται άθελά του στο στόμα του κροκόδειλου εύλογα συλλογίζεται: «Από καιρό περίμενα τη στιγμή που οι πάντες θα μιλούσαν για το άτομό μου, αλλά ποτέ δεν μου δόθηκε η κατάλληλη ευκαιρία – και πώς να μου δοθεί άλλωστε, θαμμένος καθώς ήμουν σε μία ασήμαντη θέση, έχοντας ελάχιστη επιρροή. Σήμερα όμως όλα αυτά έγιναν πραγματικότητα χάρη στην απλή χαψιά ενός κροκοδείλου». Άρα μπορούμε να υποθέσουμε πως ξεφεύγοντας από τον αυστηρό δημοσιοϋπαλληλικό κόσμο, ο πρωταγωνιστής ξεπερνά τον εαυτό του και λυτρώνεται αφού καθίσταται κύριος του εαυτού του και βρίσκει το χρόνο και τον χώρο να εκφραστεί ηχηρά απέναντι σε κατεστημένα χωρίς κανείς να μπορεί να τον αγγίξει.

«Το να μην εκπλήσσεται κανείς με τίποτα είναι κατά πολύ βλακωδέστερο του να εκπλήσσεται με τα πάντα. Και εκτός τούτου: το να μην εκπλήσσεται κανείς με τίποτα είναι σχεδόν το ίδιο με το να μη σέβεται τίποτα. Άλλωστε ο ηλίθιος δε νιώθει σεβασμό για τίποτα και για κανέναν». Στα συναισθήματα αυτά, ο Ντοστογιέφσκι συμπυκνώνει τη φιλοσοφία του Μπόμποκ, ενός ανθρώπου που όπως και στο «Ημερολόγιο ενός τρελού» του Γκόγκολ, βρίσκεται απομονωμένος και αντιμετωπίζεται ως μίασμα από έναν περίγυρο που δεν θέλει να τον ενσωματώσει γιατί είναι ξένο σώμα, αλλόκοτος, παράφρων και παρεισφρέον στοιχείο. Περιφέρεται ανάμεσα στον κόσμο ως φάντασμα, ως σκιάχτρο που επιθυμεί να δηλώσει την παρουσία του αλλά κανείς δεν τον υπολογίζει, κανείς δεν τον παίρνει στα σοβαρά και κανείς δεν τον ακούει. Ο Μπόμποκ είναι ο άνθρωπος που απορροφά όλη την κακή ενέργεια των ανθρώπων και περιπλανώμενος ανάμεσά τους περιμένει πότε θα γίνει μέρος τους. Μέχρι τότε, μεθυσμένος στις σκέψεις του, ακολουθεί μοναστικό δρόμο και ζει στα όνειρά του με τα όνειρά του να τον συντροφεύουν για να μην αποτρελαθεί τελείως.

«Την ανεξαρτησία την αγαπούν οι αγριάνθρωποι, οι σοφοί άνθρωποι αγαπούν  την τάξη, και τάξη δεν υπάρχει…»

«Κουβαλάω έναν σταυρό και αυτός μου άξιζε»

Καλοκαίρι στο Μπάντεν-Μπάντεν: Ένας ύμνος στον Ντοστογιέφσκι

Τσιπκιν

Ο Λέονιντ Τσίπκιν γράφει αυτό το βιβλίο από το 1977 έως το 1981, ίσως μετά από ενδότερη ανάγκη να εξωτερικεύσει χρόνια αγωνίας μέσω της γραφής. Στο Καλοκαίρι στο Μπάντεν-Μπάντεν θα ασχοληθεί με έναν άνθρωπο, τον Ντοστογιέφσκι, τον οποίο σέβεται, εκτιμά και υμνεί για τον τρόπο που αντιμετώπισε τις δικές του παλινωδίες και την εξάρτησή του από τον τζόγο αλλά, κατά την γνώμη μου, θα ταυτιστεί με εκείνον – κάτι που διαφαίνεται από τον τρόπο που αφηγείται την ζωή του – γιατί κάθε ταλαιπωρημένη ψυχή έχει την δικιά της δυστυχία, ίσως μία παραλλαγή αυτού που κάποτε δήλωσε ο Τολστόι για τον οικογένεια. Ο Τσίπκιν θα ανατρέξει στο ημερολόγιο της Άννας Γκιγκόριεβνα, ένα ημερολόγιο που θυμίζει εκείνο που λίγα χρόνια αργότερα θα έγραφε η Ζαν Εμιτέρν για τον Αμεντέο Μοντιλιάνι, το ίδιο δραματικό, το ίδιο συναισθηματικό και το ίδιο συγκινησιακά φορτισμένο.

Σε αυτό το ημερολόγιο η αφοσιωμένη σύζυγος θα μοιραστεί την ανησυχία για την συνεχόμενη και καταστροφική ροπή του αγαπημένου της Φέντια προς τα τυχερά παιχνίδια και συγκεκριμένα την ρουλέτα, έναν πόλεμο ανάμεσα στη λογική και την επιθυμία που δημιουργεί δυσάρεστες καταστάσεις, που οδηγεί μαθηματικά στην ανέχεια και τη δυστυχία και πλήττει χωρίς επιστροφή τα οικονομικά του σπιτιού σε τέτοιο σημείο που ο δανεισμός και ο πλειστηριασμός προσωπικών αντικειμένων μάλλον επιδεινώνει παρά βελτιώνει τη ζωή τους καθώς είναι μία ακόμα αναπνοή πειρασμού για τζόγο. Όλο αυτό το σκηνικό στο οποίο είναι καταδικασμένοι ο Φιοντόρ και η Άννα, αν και βασανιστικό και επώδυνο για το ζευγάρι που είναι πνιγμένο στα χρέη, είναι εφαλτήριο και έμπνευση – αν μπορεί κανείς να το ονομάσει έμπνευση – για τον Παίκτη, ένα βιβλίο βαθιά αυτοαναφορικό και αυτοβιογραφικό. Ο Τσίπκιν βρίσκεται σε συνεχή διάλογο με το ημερολόγιο και δεν παύει να εισαγάγει στον λόγο του και την αφήγησή του στοιχεία από το προσωπικό του ημερολόγιο, τις εντυπώσεις του από την επίσκεψή του στο σπίτι του μεγάλου Ρώσου δραματουργού και να αναπτύσσει καίρια ερωτήματα που άλλοτε βρίσκουν απάντηση και άλλοτε παραμένουν μετέωρα εις το διηνεκές. Η Σόνταγκ θα σημειώσει σχετικά: «Η πρόζα του αποτελεί για το υποκείμενό του το ιδανικό όχημα για τη συγκινησιακή ένταση και το ξεχείλισμά της».

Να γράφεις χωρίς καμία προοπτική για δημοσίευση – άραγε τι αποθέματα πίστης στη λογοτεχνία προϋπέθετε η κατάσταση αυτή;» αναρωτιέται η Σούζαν Σόνταγκ στον πρόλογο της παρούσας έκδοσης εντρυφώντας στη σκληρότητα της ζωής του συγγραφέα και αποκαλύπτοντας τις συνθήκες και τους λόγους ή ακόμα την ανάγκη που τον οδήγησαν στην γραφή αυτού του βιβλίου.

Ο Λεονίντ Τσίπκιν επιχειρεί με τη συγγραφή αυτού του βιβλίου την κατάδυση στα άδυτα ενός σημαντικότατου επεισοδίου της ζωής του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι. Όλο αυτό το εγχείρημα περνάει μέσα από το δικό του προσωπικό ταξίδι προς την Πετρούπολη, εκεί που επιθυμεί να επισκεφτεί και επισκέπτεται το Μουσείο Ντοστογιέφσκι – σαν ένα είδος μοναχικής ιεραποστολής – που εδρεύει στο σπίτι που πέρασε κάποια χρόνια της ζωής του ο συγγραφέας. Αυτή η ταξιδιωτική εμπειρία του Τσίπκιν και η φυγή από τα προσωπικά βάρη λόγω των φρονημάτων του και των πεποιθήσεών του έτσι όπως εκφράζονται μέσω της ανάλυσης της Σόνταγκ, είναι για τον Τσίπκιν υπέρτατη λειτουργία κάθαρσης για όλες τις ψυχικές κακουχίες και το αδυσώπητο κυνηγητό που έχει υποστεί τόσο καιρό. Αποφασίζει να ταξιδέψει με το τρένο – ένα πρώτης τάξεως μέσο επούλωσης των πληγών –  και μέσα στο βαγόνι ξετυλίγεται όλο το φάσμα επαναφοράς της μνήμης του και της ανάδυσης στιγμών και εικόνων που προέρχονται από την ανακάλυψη του ημερολογίου της γυναίκας του Ντοστογιέφσκι, Άννα Γκριγκόριεβνα στο σπίτι μίας συγγενούς του στην Πετρούπολη.

Το όνειρο ενός γελοίου: Ένας άξιος κουβαλητής του σταυρού του

ΓελοιοςΠώς είναι να νιώθεις παραπεταμένος και ξένος μέσα στην ίδια σου την εποχή, αλλόκοτος και παράσιτο από έναν περίγυρο που δεν θέλει να σε ξέρει και σε αποδιώχνει; Σπεύδεις να ανακαλύψεις καταφύγια για να φωλιάσεις εκεί τα όνειρά σου που στους άλλους δεν τολμάς να τα αποκαλύψεις γιατί δεν πρόκειται να σε ακούσουν, η αδιαφορία τους είναι τόσο ηχηρή που σου σπάει το τύμπανο. Ο γελοίος άνθρωπος που περιγράφεται εδώ δεν είναι παρά ένας κοινός θνητός που μέσα στην κοινοτοπία του χαρακτήρα του συνομιλεί με τον ίδιο του τον εαυτό μιας και οι υπόλοιποι είναι κρυστάλλινες φιγούρες που απλά τον περιγελούν και τον χλευάζουν. Και ο τρελός του χωριού αυτό δεν αντιπροσωπεύει και συμβολίζει; Γιατί η διαφορετικότητα ξενίζει, απομακρύνεται όπως η μύγα που κάθεται στο φαγητό και μας ενοχλεί με την παρουσία της. Σκληρή εικόνα παρουσιάζει ο άνθρωπος αυτός, είναι έτοιμος να θέσει τέλος στην ζωή του γιατί δεν βρίσκει την παραμικρή ικανοποίηση, διαλύεται από τα εξ ων συνετέθη κάθε φορά που παρίσταται σε μία ομήγυρη που τον στήνει στην γωνία γιατί δεν έχει το σθένος να τον αγκαλιάσει, της είναι βάρος και ανυπόφορο βαρίδιο.

Ο γελοίος αυτός άνθρωπος είναι ο Χριστός που καταδίκασαν, είναι ο Σωκράτης που ήπιε το κώνειο, είναι ο Προμηθέας που άφησαν τον γύπα να του φάει το συκώτι, είναι η προσωποποίηση της μελαγχολίας που βλέπει τον εαυτό της στον καθρέφτη και δεν αντέχει να παραμερίζεται, να λησμονείται και να σπρώχνεται σαν το αδέσποτο σκυλί που δεν έχει θέση σε ένα «καθωσπρέπει» τραπέζι. Και όμως η γελοιότητα αυτή που ο Ντοστογιέφσκι βίωσε στο πετσί του σε όλη του την ζωή είναι αυτή που ανεβάζει τον άνθρωπο στα μάτια του Θεού και ας μην το καταλαβαίνει ο ίδιος σε αυτή την επίγεια πραγματικότητα. Για αυτό και ο άνθρωπος της ιστορίας αυτής που μυρίζει έντονα άρωμα αυτοβιογραφικό είναι αυτός που ονειρεύεται, ζει και ευχαριστιέται όσο τίποτε άλλο το θάνατό του, την λύτρωσή του και την αναγέννησή του. Μεταφέρεται σε μίαν άλλη σφαίρα παραδεισένια, τη σφαίρα της γνώσης, εκεί όπου σπέρνουν ευτυχία για να θερίσουν αγάπη και χαρά, εκεί που δεν διακρίνεσαι για το τι ρούχα φοράς αλλά για το ποιός είσαι, πόσο αγαθές προθέσεις έχεις γιατί τα αισθήματα σε αυτόν τον κόσμο του ονείρου είναι νότες μελωδίας που έχουν ντυθεί για να υπάρχουν σε πείσμα του χρόνου. Βλέποντας το δικό του κόσμο, ο άνθρωπος αυτός συγκρίνει, κατακρίνει αλλά δεν εχθρεύεται, έχει την αγνότητα και την πραότητα να σβήνει κάθε έννοια μίσους, «ου γαρ οίδασι τι ποιούσιν». Σαν ένας θεός ακαταλαβίστικος και μετέωρος επιβλέπει τα όσα γίνονται στο μίζερο μικρόκοσμο που μέχρι πριν λίγο εκείνος δεν ήταν παρά ένας θεατής της παραφροσύνης και της έπαρσης, της υλικής και πρόσκαιρης ανθρώπινης αδυναμίας.

Σε αυτό το βιβλίο που γράφτηκε το 1877, ο Ντοστογιέφσκι νιώθει την ανάγκη να προβεί σε μία απολογία και σε μία εις βάθος ανασκαφή των όσων τον απασχολούν όλα τα χρόνια της περιπλάνησής του στους δρόμους της ανακάλυψης του είναι του. Γιατί ο συγγραφέας ποτέ δεν απόλαυσε την ευτυχία και την επιτυχία, σαν επαίτης και σαν παίκτης προσπάθησε να σταθεί μέσα στα θηρία που ήταν έτοιμα να τον κατασπαράξουν. Αιχμάλωτος των αδυναμιών του, μετουσίωσε αυτές σε έμπνευση για να αποδράσει από τις ανείπωτές του μάχες με τον ίδιο του τον εαυτό, που τελικά τον έχανε και τον κέρδιζε. Το μόνο βέβαιο είναι πως για όλους εμάς η ανάμνηση του ήταν και είναι τα κείμενά του που «προδίδουν» τον πλούτο που ίσως ακόμα να μην έχει ολοκληρωτικά εκτιμηθεί. Αν το έγκλημα και η τιμωρία του ήταν τα χειρόγραφά του, αυτή ήταν παράλληλα και η συγχώρεσή του.

 «Ταπεινωτικό είναι μονάχα το μεσοβέζικο, το μέτριο, αυτό που γαντζώνεται από την εγκράτεια και τη λογική, τον άνθρωπο τον ενισχύει μονάχα μια ιδέα που καταβροχθίζει και συνεπαίρνει τα πάντα, αυτή τον απελευθερώνει και τον τοποθετεί υπεράνω όλων, έστω και αν το μέσο για την υλοποίησή της  αποδειχτεί το έγκλημα»

«Να αγαπάς τον Ντοστογιέφσκι σημαίνει να αγαπάς τη λογοτεχνία» – Σούζαν Σόνταγκ

«Η συνείδηση της ζωής αξίζει περισσότερο από τη ζωή, η συνείδηση των νόμων της ευτυχίας αξίζει περισσότερο από την ευτυχία»