Στο βιβλίο αυτό που εμφανίζεται αποσπασματικό αλλά έντονα φορτισμένο, ο αναγνώστης γίνεται κοινωνός της κρίσης του αφηγητή, μιας κρίσης ψυχολογικής που τον κεραυνοβολεί. Ο Ροτ κάνει αναφορά σε μία πατρίδα που είναι χαμένη, σε έναν τόπο που δεν γεννά πια χαρά και δεν εκπέμπει ανεμελιά και γαλήνη. Μιλάει για τα παλιά χρόνια και μας αφήνει με μια πικρή γεύση για το αβέβαιο παρόν, το οποίο πλέον ζει. Ο τόπος στον οποίο αναφέρεται το μυθιστόρημα είναι η περίφημη Γαλικία, τόπος καταγωγής του, αυτήν την οποία και μνημονεύει με έναν μελαγχολικό τόνο και μία συναισθηματική φόρτιση που είναι έκδηλη: “Εδώ έβγαιναν οι ωραιότερες φράουλες. Δεν κοίταζαν να κρυφτούν διακριτικά, όπως το συνηθίζουν αλλού. Έκοβαν το δρόμο αυτών που τις έψαχναν. Έτρεμαν βαριές απ’ τα λεπτά αλλά ανθεκτικά κοτσανάκια τους. Ήταν μεγάλες και φύτρωναν τόσο χαμηλά, τόσο κοντά στο χώμα, όχι από ταπεινοσύνη αλλά από περηφάνια. Έπρεπε να σκύψεις για να τις μαζέψεις”.
