Franz Kafka, Γράμμα στον πατέρα, Εκδόσεις Μίνωας

Αινιγματική περσόνα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, σε όλο το φάσμα της άστατης λόγω της ιδιοσυγκρασίας του λογοτεχνικής του διαδρομής, ο Κάφκα παλεύει με το εγώ του, αντιμετωπίζει τον εαυτό του και αγωνίζεται μέσα του να ορθοποδήσει. Σε όλη του τη ζωή, αναζητά την ευτυχία που μοιάζει με την άκρη ενός νήματος που πασχίζει να πιάσει αλλά όλο του ξεφεύγει γιατί παραπατάει μέσα στους συλλογισμούς του που βυθίζονται στην απώλεια της φύσης του. Στην επιστολή αυτή δεν θα απομακρυνθεί καθόλου από τις εσωτερικές του αναζητήσεις και θα επιχειρήσει, δια μέσου της γραφής, που ήταν και το φάρμακό του σε αυτά που τον κατέτρεχαν, να δώσει λύση στις προσωπικές και ενδόμυχες παλινωδίες του μήπως και ξεφύγει από τους φόβους του και την πατρική φιγούρα που τον έχει στοιχειώσει. Υπάρχει όμως και μια άλλη οπτική σε σχέση με το Γράμμα στον πατέρα, βιβλίο που δεν διάβασε ποτέ ο πατέρας του, Χέρμαν Κάφκα. Είναι ένα χρονικό και ένα ιστορικό θρήνου του ίδιου του Κάφκα, το οποίο και απευθύνει στον πατέρα του για να κατευνάσει την θλίψη που τον κατακυριεύει. 

Ένα γράμμα που κατακεραυνώνει την πατρική αυταρχικότητα και αδιαφορία

Το θέμα του πατέρα εξάλλου είναι εκείνο που τον απασχολεί έντονα σε όλο του το έργο και το πραγματεύεται εδώ με ένα σθένος και μια γενναιότητα σε μια προσπάθεια να το ξορκίσει. Δημιουργεί τις δικές του αντιστάσεις, τις πολλές φορές καταστροφικές για να αντιταχθεί στην καταπίεση και τον φόβο που καραδοκούν σε κάθε γωνιά του αφιλόξενου σπιτιού του. Αυτό που γίνεται σαφές μέσα από το Γράμμα στον πατέρα είναι πως όλη η οικογενειακή ατμόσφαιρα μέσα στην οποία ζει ο Κάφκα είναι μια ατμόσφαιρα εχθρική, απρόσωπη, σκληρή, αδυσώπητη, ανάλγητη, απάνθρωπη και αυτό γίνεται απόλυτα σαφές στον τρόπο που συμπεριφέρεται τόσο ο πατέρας του όσο και ο προϊστάμενος του στην περίφημη Μεταμόρφωση. Πρόκειται για δύο πρόσωπα που τον έχουν αιχμαλωτίσει και τον έχουν φυλακίσει σε μια ζωή δίχως αύριο, σε μία κατάσταση πλέον αβίωτη, τον έχουν καταδικάσει σε μια ζωή δίχως ζωή. Ακόμα και η αδερφή του και η μητέρα του, δύο πρόσωπα που τον συμπονούσαν μέχρι πρόσφατα εμφανίζονται και αυτά να ευθυγραμμίζονται με όσα ο πατέρας αποφασίζει.

Ο ίδιος αναφέρει χαρακτηριστικά αποτυπώνοντας έκδηλα το πόσο βασανίζεται μέσα του και πόσο πόνο έχει νιώσει ήδη από την πρώιμη παιδική του ηλικία: «…εγώ, όμως, αντί γι’ αυτό πάντα σε απέφευγα, κρυβόμουν στο δωμάτιό μου, στα βιβλία μου, στους ανισόρροπους φίλους μου, σε μεγαλεπήβολες ιδέες · ποτέ δεν σου μίλησα ποτέ ανοιχτά, δεν ερχόμουν να σε βρω στο ναό, ποτέ δεν σε επισκέφτηκα στο Φράντσενσμπαντ, μα ούτε κατά τ’ άλλα μ’ ένοιαζε η οικογένεια, δεν ασχολιόμουν ούτε με την επιχείρηση ούτε με τις άλλες υποθέσεις σου, σου φόρτωσα το εργοστάσιο και ύστερα σε παράτησα, υποστήριζα την Ότλα όταν έκανε του κεφαλιού της, ενώ για σένα δεν κουνάω ούτε δαχτυλάκι (ούτε ένα εισιτήριο για το θέατρο δεν σου φέρνω), για τους φίλους μου κάνω τα πάντα». Μέσα από αυτό το απόσπασμα κατανοούμε το βαθύ τραύμα, τις πληγές που έχει αφήσει η πατρική μορφή στην ψυχή του νεαρού Κάφκα, κάτι που δυστυχώς δεν πρόκειται να σταματήσει μέχρι και τον πρόωρο θάνατο του Φραντς. 

Ο Κάφκα είναι μια ψυχή που ζει στο πουθενά, βασανίζεται και ταλαιπωρείται από τον κόσμο ο οποίος τον περιβάλλει και του οποίου είναι θύμα του. Μέρος αυτού του κόσμου και κυρίαρχος πρωταγωνιστής είναι ο ίδιος του ο πατέρας με τον οποίο δεν μπόρεσαν ποτέ να συμφιλιωθούν, να συζητήσουν. Ο Κάφκα υπήρξε μονίμως κάτι το κατώτερο για εκείνον, ένας υποδεέστερος γιος, ο οποίος δεν είναι άξιος για τίποτα και μάλιστα αυτό ενισχύεται από το γεγονός πως όταν έγραφε κάτι και το παρουσίαζε στον πατέρα του η απάντηση του ήταν «άστο πάνω στο τραπέζι». Αυτή η αίσθηση απαξίωσης συνεχίστηκε και εντάθηκε ακόμα και όταν ο Κάφκα ήθελε να παντρευτεί και να αποκτήσει παιδιά, ο πατέρας του ποτέ δεν ενέκρινε αυτόν τον γάμο και έτσι ο γάμος δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ προξενώντας στον Κάφκα μια βαθιά απογοήτευση και ένα αίσθημα στενοχώριας για το γεγονός πως δεν είχε για ακόμα μια φορά την επιβράβευση του πατέρα του. Είναι αποκομμένος από τον κόσμο που τον τραυματίζει και για αυτό κλείνεται στον εαυτό του για να ασχοληθεί με την εσωτερική φωνή στην οποία οφείλει να απαντήσει για να λυτρωθεί και να απελευθερωθεί.

Αυτή η επιστολή που είναι γραμμένη από τα βάθη της καρδιάς και της ψυχής του Κάφκα δεν είναι τυχαία και για αυτό αποτελεί ένα από τα πιο σπαραξικάρδια σημειώματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ένα έργο πραγματικά διαχρονικό που αξίζει να διαβαστεί από όλους. Τα λόγια του αυτά περιγράφουν την κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει και μέσα από όλα του τα έργα, ο αναγνώστης διακρίνει αυτό το άγχος και την θλίψη που τον διακατέχει, αυτή την αγωνία της ανυπαρξίας, ένα αίσθημα ανησυχίας που δεν τον αφήνει ήσυχο να ηρεμήσει. Πρόκειται αναμφίβολα για μια συγκινησιακά φορτισμένη επιστολή, για ένα γράμμα που πλέον έχει περάσει τον ένα αιώνα ζωής και όμως συνεχίζει να μας συγκλονίζει με τις αλήθειες που εκφράζει. Είναι αυτή η δυναμική του, η διαχρονικότητά που γίνεται έκδηλη σε κάθε μορφή στην οποία το έργο μπορεί να παρουσιαστεί καθώς εκφράζεται όλο του το είναι μέσα σε μερικές άκρως αποκαλυπτικές σελίδες. Η επάξια μετάφραση της Δέσποινας Κανελλοπούλου προσδίδει στην ελληνική γλώσσα όλη εκείνη την βαρύτητα αλλά και τη δραματικότητα ενός ανθρώπου που υπέφερε τόσα πολλά στη ζωή του.

«Ούτε και ο ιουδαϊσμός κατάφερε να με σώσει από σένα. Πέραν του ότι θεωρητικά θα μπορούσε να αποτελέσει από μόνος του μια σωτήρια διέξοδο, θα μπορούσε να είναι επίσης ο κοινός τόπος όπου θα συναντιόμασταν εμείς οι δύο, ή ακόμα και μια αφορμή για σύμπνοια»