Ζαχαρίας Παπαντωνίου, Τα ψηλά βουνά, Εκδόσεις Ψυχογιός

Είναι βιβλία που έχουν αφήσει το αποτύπωμά τους βαθιά μέσα στις καρδιές και στις ψυχές ολόκληρων γενιών, μικρών και μεγάλων, είναι βιβλία που έχουν εντυπωθεί και χαραχτεί στο μυαλό με ανεξίτηλο τρόπο διότι κομίζουν μηνύματα και διδαχές σαν να ήταν φιλοσοφικά δοκίμια. Βιβλία, σαν τα Ψηλά βουνά του Ζαχαρία Παπαντωνίου, με όλη την αμεσότητα και την αλήθεια που τα διακρίνει, έχουν κατοικήσει μέσα μας και μας συντροφεύουν με την απλότητα αλλά και με την διαχρονικότητά τους. Είναι δε βιβλία που τα αγαπάμε και τα λατρεύουμε, τα διαβάζουμε συνεχώς διότι μας ακουμπά ο συναισθηματικός τους κόσμος. Σε αυτό το βιβλίο, γραμμένο πίσω στο 1918, ο συγγραφέας ξεδιπλώνει όλη την αγάπη του για την φύση, σε μια εποχή όπου το ζήτημα οικολογία και προστασία του περιβάλλοντος δεν υπήρχε ως πρόβλημα όπως υπάρχει σήμερα. Σήμερα, ζούμε υπό το φόβο της κλιματικής αλλαγής και κρίσης καθώς τα προβλήματα από την υπερθέρμανση του πλανήτη είναι εδώ και μας ταλανίζουν με κάθε τρόπο. Καταστροφές, πλημμύρες, πυρκαγιές και άλλα φαινόμενα πλήττουν απροειδοποίητα και δίχως άλλο κάθε σημείο του πλανήτη και ο άνθρωπος μπροστά σε όλο αυτό το σκηνικό εμφανίζεται ολοένα και πιο απροετοίμαστος.

Απολαμβάνοντας τη μητέρα φύση μια παρέα παιδιών διδάσκει την αγάπη για το περιβάλλον

Αναμφίβολα λοιπόν, βιβλία όπως αυτό, συγκινούν μικρούς και μεγάλους και μας θέτουν προ των ευθυνών μας για όσα οφείλουμε να πράττουμε καθημερινά προς όφελος της φύσης και άρα και ημών, καθώς ως άνθρωποι είμαστε αναπόσπαστο κομμάτι της φύσης όσο και αν δεν το καταλαβαίνουμε και δεν το νιώθουμε. Κάθε καταστροφή και απώλεια δέντρου είναι ένα χτύπημα στον ίδιο τον άνθρωπο, ο άνθρωπος αποτελούσε κομμάτι της φύσης και ζούσε στα σπλάχνα της όμως με το χτίσιμο των σύγχρονων πόλεων αυτό δεν υφίσταται πια και έχουμε απομακρυνθεί από αυτό που λέγεται μητέρα φύση. Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου με ευαισθησία, τρυφερότητα αλλά και στοργή γράφει ένα μυθιστόρημα για την περιοχή της Γρανίτσας στην Ευρυτανία όπου και ο ίδιος έζησε καθώς ο πατέρας του εγκαταστάθηκε εκεί όταν ήρθε από τη Νότια Ρωσία το 1872. Τα ψηλά βουνά είναι αδιαμφισβήτητα ένα κόσμημα για τα ελληνικά γράμματα από έναν άνθρωπο, ο οποίος υπήρξε υπέρμαχος της δημοτικής γλώσσας αλλά και ένας λόγιος, πνευματικός άνθρωπος που διέπρεψε με τον λόγο και τα έργα του.

Στην εισαγωγή του βιβλίου, η Ελένη Σβορώνου, Υπεύθυνη περιβαλλοντικής εκπαίδευσης της WWF Ελλάδας, καθώς και συγγραφέας παιδικής λογοτεχνίας, γράφει σχετικά με τον Ζαχαρία Παπαντωνίου τα εξής ενδιαφέροντα: «Η άγρια φύση του Ζαχαρία Παπαντωνίου είναι μία πάλλουσα φύση με όλη της τη γοητεία, αλλά και την αγριότητα. Η εξιδανικευμένη ματιά του ανθρώπου της πόλης, που βλέπει μόνο γαλήνη, ειρήνη και γλυκά ζωάκια, δεν έχει θέση εδώ. Η αλεπού θα ορμήσει στις κότες, ο λύκος θα στήσει καρτέρι στο κοπάδι, και τα σκυλιά θα παλέψουν με νύχια και με δόντια για να αποτρέψουν τους άρπαγες. Οι σκηνές είναι εφάμιλλες των καλύτερων λογοτεχνικών σελίδων ενός Τζακ Λόντον και ενός Ράντγιαρντ Κίπλινγκ». Πράγματι, το βιβλίο αυτό δεν έχει να ζηλέψει σε τίποτα το βιβλίο του Τζακ Λόντον, Το κάλεσμα της άγριας φύσης, καθώς τα Άγραφα δεν έχουν να ζηλέψουν σε τίποτα από τα τοπία τα οποία περιγράφει ο Αμερικανός συγγραφέας στο δικό του μυθιστόρημα. Επιπλέον, ο Παπαντωνίου μας προσφέρει και ένα ταξίδι στην ελληνική ύπαιθρο και στο ελληνικό βουνό που μεγάλωσε γενιές και γενιές και η παρουσία του μικρού Λάμπρου, του βοσκόπουλου που η παρέα των παιδιών τον αγκαλιάζει τόσο θερμά και του μαθαίνει γράμματα, είναι το επισφράγισμα μιας σύνδεσης του παιδιού της πόλης με αυτό του χωριού. 

Τα παιδιά καλούνται να ζήσουν σχεδόν μόνα τους σε ένα περιβάλλον καινούργιο, να αγαπήσουν την φύση, να μάθουν να την προστατεύουν από τους εγκληματίες που θέλουν να της κάνουν κακό και να την κατακρεουργήσουν. Το δάσος είναι το χθες, το σήμερα και το αύριο του ανθρώπου και χωρίς αυτό δεν έχει οξυγόνο, άρα δεν έχει ζωή και μέλλον, είναι ένας νεκρός άνθρωπος στην ουσία. «… αυτό είναι το δάσος. Κάνει καλό στον άνθρωπο με χίλιους τρόπους, σε αμέτρητο καιρό. Δεν κουράζεται ποτέ · ζει και μας χρησιμεύει · πεθαίνει και μας χρησιμεύει. Για να μας δώσει, όμως, το δέντρο όσα μας χαρίζει, πρέπει να ζει με χιλιάδες άλλα δέντρα. Γιατί, όπως οι άνθρωποι, έτσι και τα δέντρα ζούνε πολλά μαζί στους τόπους που θέλουν αυτά · και βοηθούν το ένα το άλλο». Τα παιδιά μαθαίνουν πως να λειτουργούν υποστηρικτικά το ένα στο άλλο, πώς να προστατεύουν το ένα το άλλο, πώς να εργάζονται ως ομάδα για το καλό όλων καθώς εκεί που μένουν στις καλύβες όλοι πρέπει να τα κάνουν όλα και να μοιράζονται τις εργασίες ώστε να μπορούν να επιβιώσουν. Η παρουσία ενός ενήλικα εκεί είναι εχέγγυο αλλά τα παιδιά καλούνται από μόνα τους να αντιμετωπίσουν καθημερινά προκλήσεις και δοκιμασίες και μαθαίνουν πώς να αναχαιτίζουν κακοτοπιές και ανθρώπους που επιβουλεύονται τον χώρο τους, δηλαδή το δάσος. 

«Εξαιρετικά σύγχρονος, ως και προφητικός, αποδεικνύεται ο συγγραφέας στην προσέγγιση της φύσης. {…} δεν υπάρχει καμία σημαντική λειτουργία του δασικού οικοσυστήματος που να μην αποδίδεται στο βιβλίο με όρους απόλυτα κατανοητούς και προσιτούς στα παιδιά, αλλά και με εικόνες υψηλής λογοτεχνικές αξίας. Πόσο δυνατή, για παράδειγμα, είναι η εικόνα με την οποία αποδίδεται η αντιπλημμυρική λειτουργία του δάσους!». Ο λόγος και η αφήγηση του Ζαχαρία Παπαντωνίου αιχμαλωτίζει κάθε αναγνώστη, όσο χρονών και αν είναι και μας θυμίζει από τότε μέχρι και σήμερα πως η φύση είναι το σπίτι μας και αν δεν το φροντίσουμε σωστά και με αγάπη τότε αυτό το σπίτι δεν θα υπάρχει πια και εμείς θα είμαστε έρμαια της μοίρας μας. Το μήνυμα αυτό είναι διαχρονικό, οφείλει να ακουστεί και η λογοτεχνία είναι το κατάλληλο μέσο.

«Πεύκο, ευλογημένο πεύκο! Από τις χαραμάδες των κλαδιών του βλέπουν τον ουρανό. Τα κλαδιά του σκίζονται σε πολλά κλαδιά μικρότερα · κι αυτά πάλι σε άλλα μικρά μικρά παρακλάδια, που μοιάζουν με αμέτρητα ψιλά σκοινιά, κομποδεμένα σαν τα δίχτυα. Τα φύλλα του, που είναι σαν βελόνες, γίνονται κρόσσια κι εκεί μέσα παίζει ο αέρας κι ο γαλάζιος ουρανός»