Η ιστορία διαδραματίζεται σε ένα σαλέ της Βόρειας Ιταλίας όπου η Έλζε σε αντιδιαστολή με την κακή οικονομική κατάσταση του πατέρα της περνάει ευχάριστα και πλουσιοπάροχα τον καιρό της ανάμεσα σε χορούς και δείπνα παρέα με την υψηλή κοινωνία. Εκεί στην εξοχή επιθυμεί να ξεχάσει την καθημερινότητα, να απολαύσει τους καρπούς της ανεμελιάς και να ξεκουράσει το μυαλό της από κάθε έννοια που η ζωή στην πολύβουη πόλη δημιουργεί. Πίσω όμως στην Αυστρία, ο πατέρας της ζει τα δικά του βάσανα, παλεύει για την επιβίωσή του και η φωνή του φτάνει μέχρι τα αυτιά της γεμίζοντάς την με ενοχές. Η σχέση τους από τον τρόπο με τον οποίο αφηγείται τα γεγονότα δεν μοιάζει και η καλύτερη δυνατή, ισορροπώντας ανάμεσα στην αδιαφορία και το ενδιαφέρον, την αγάπη και το μίσος. Η Έλζε είναι μία διχασμένη ηρωίδα που ακροβατεί ανάμεσα στην απώλεια της προσωπικότητάς της και ανάμεσα στις τύψεις που θα δημιουργούσε μία ενδεχόμενη άρνησή της να συμβάλει στην οικονομική λύτρωση του πατέρα της. Διακατέχεται από εμμονικά σύνδρομα που αγγίζουν τα όρια της παράνοιας και βιώνει κυριολεκτικά και μεταφορικά ένα άνευ προηγουμένου παραλήρημα που την οδηγεί μαθηματικά στην απόλυτη τρέλα και τον αφανισμό της.
Ο Σνίτσλερ, όπως πάλι σημειώνεται στο επίμετρο, με το βιβλίο αυτό από την μία επιχειρεί να επιβεβαιώσει την συγγραφική του δεινότητα που βρισκόταν υπό αμφισβήτηση και υπό σκληρή κριτική από τους σύγχρονούς του και από την άλλη να εγκαινιάσει ή μάλλον να επαναφέρει – μιας και η νουβέλα Ανθυπολογαχός Γκουστλ τον καθαίρεσε το 1900 από το αξιώμά του – ένα νέο είδος γραφής, του μονολόγου. Αυτός επικεντρώνεται στην ανάλυση ενός προσώπου σε έκσταση εσωτερική και ακολουθεί έναν ειρμό σε συνθήκες πίεσης, δοκιμάζοντας τις αντοχές του ήρωα και σαν καρδιογράφημα με ακαθόριστη πορεία εντρυφά σε όλα αυτά που τον απασχολούν.
