Η Σβετλάνα Αλεξίεβιτς, βραβευμένη με Νόμπελ Λογοτεχνίας το 2015 για το σύνολο του έργου της και την αποτύπωση της ανθρώπινης σκληρότητας αλλά και γενναιότητας, έγραψε ένα συγκλονιστικό βιβλίο, μια μαρτυρία, ένα χρονικό στα χρόνια και τις μέρες του Τσερνόμπιλ, εκεί που κατοικούσε και ακόμα κατοικεί η ωμότητα, η θλίψη, η απόγνωση. Τελικά ποιοι ήταν οι πραγματικοί ένοχοι και υπεύθυνοι για τον ξεριζωμό των ανθρώπων εκείνων από τον τόπο τους και την αδικαιολόγητη καταστροφή του, για την ζημιά που προξένησαν στις οικογένειες με τον διαμελισμό τους? Πως και γιατί πόνταραν με πλήρη συναίσθηση των πράξεών τους στην απαξίωση της ανθρώπινης ζωής στον βωμό μίας πυρηνικής ενέργειας που κανείς δεν κατάλαβε ποτέ τι προσέφερε με τον τρόπο που επινοήθηκε; Τα ερωτήματα που γεννιούνται είναι πάρα πολλά, αμέτρητα και παραμένουν αναπάντητα γιατί το όνειρο μιας Σοβιετικής ένωσης στην οποία ήταν όλοι ταγμένοι και αφοσιωμένοι για χρόνια ήταν μία αποστολή ιερή και ευλαβική και κανείς δεν τόλμησε να ορθώσει ανάστημα απέναντί της αλλά μόνο να την υπηρετεί τυφλά και χωρίς καμία διάθεση αντίδρασης.
Επιστροφή στον τόπο του εγκλήματος και στις αναμνήσεις μιας διαλυμένης ζωής
Το αρρωστημένο σύστημα του καθεστώτος παρέσυρε αθρόα θύματα σε στοίχιση και μαζική θυσία ενώπιον ενός ιερού στόχου ή μήπως στην δίνη ενός εξευτελισμού πρωτόγνωρου για τα παγκόσμια δεδομένα και όλα αυτά με την ανταμοιβή της αναγνώρισης ενώπιον της ιστορίας, αλλά άραγε ποιας ιστορίας? Η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία εκμεταλλεύτηκε άκομψα και δήθεν πατριωτικά την αφιέρωση του πολίτη της εποχής στην υπηρεσία του κράτους και αδιαφόρησε πλήρως για το μέλλον υποθηκεύοντάς το. Όλο αυτό το σκηνικό ασωτίας και αμαρτίας δεν ήταν παρά ένα κατεστημένο κατάλοιπο της σταλινικής περιόδου όπου όλα συνέβαιναν υπό την εθνικιστική στοργή και θαλπωρή με σημαία τα ανούσια σύμβολα. Ο Μαρκιγιάν Κάμις συνεχίζοντας το έργο της Αλεξίεβιτς και στην ίδια λογική της κατάθεσης και της καταγραφής γράφει ένα βιβλίο όπου ουσιαστικά επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος για να μας μεταφέρει το κλίμα σε μια πραγματικά νεκρή πόλη.
Το τοπίο είναι σκοτεινό και ζοφερό, σχεδόν δυστοπικό, πρόκειται για μια πραγματικότητα που αν δεν είσαι εκεί δύσκολα μπορείς να αντιληφθείς και να φανταστείς καθώς το σκηνικό είναι βγαλμένο σαν από ταινία επιστημονικής φαντασίας με την διαφορά όμως πως όλα όσα ο ίδιος καταμαρτυρά μέσα στο βιβλίο αυτό είναι απόλυτα αληθινά και δίχως καμία ανάγκη ή πρόθεση καταστροφολογίας. Μοιάζει το ατύχημα και τα όσα επακολούθησαν, τα τόσο δραματικά και τραγικά να έχουν στοιχειώσει μια ολόκληρη περιοχή, σαν αυτή η περιοχή να μην έχει μπορέσει σχεδόν σαράντα χρόνια μετά να ορθοποδήσει, είναι κρανίου τόπος και αυτό διαφαίνεται καθαρά μέσα από το χρονικό του Κάμις. Ο συγγραφέας είναι αποκαλυπτικός αλλά και ανθρώπινος και με την ματιά του επισκέπτη που επιθυμεί να μεταδώσει την σημερινή κατάσταση περιγράφει γλαφυρά τα όσα παρατηρεί γύρω του δίχως φόβο αλλά με πάθος, με μια ανάγκη να μην αποσιωπήσει τίποτα, να ρίξει άπλετο φως σε αυτή την άγρια γωνιά της υφηλίου όπου απουσιάζει η ζωή.
Είναι συγκλονιστική η μαρτυρία στην οποία αναφέρεται χαρακτηριστικά από έναν επιζώντα: «Στην αρχή κανείς δεν πήρε το γεγονός στα σοβαρά. Στην ουσία όμως, επρόκειτο για έναν πραγματικό πόλεμο. Έναν πυρηνικό πόλεμο… Δε γνωρίζαμε τι θα έπρεπε να φοβόμαστε και τι όχι. Δε γνωρίζαμε ποιος ήταν ο εχθρός μας, ούτε από τι έπρεπε να φυλαγόμαστε». Αυτή είναι και η πεμπτουσία της απουσίας του κράτους που επένδυσε στην άγνοια και την μη πληροφόρηση των κατοίκων για να μην σπείρει πανικό σπέρνοντας μόνιμη δυστυχία. Οι άνθρωποι θεώρησαν πως όλο αυτό είναι κάτι πρόσκαιρο και πως όλα θα λυθούν, αρνούνταν να αποδεχτούν την επέλαση του θανάτου που ερχόταν κατά πάνω τους με κεκτημένη ταχύτητα. Και όταν ήρθε ήταν πάρα πολύ αργά για να ορθώσουν τοίχος απέναντί του. Αυτή η πραγματικότητα δεν μπορούσε να αποφευχθεί γιατί κανείς δεν πήρε τις απαραίτητες προφυλάξεις απέναντι σε μία μονάδα πυρηνική που αποτελούσε ουσιαστικά το καμάρι της άλλοτε κραταιάς Σοβιετικής Ένωσης και ήταν ο κυρίαρχος μοχλός της σοβιετικής προπαγάνδας για την ισχύ του καθεστώτος ενάντια στον εχθρό, τον πολλές φορές αόρατο. Μία άλλη μάρτυρας δηλώνει ωμά και με διάθεση σκωπτική: «Η αμαρτία δεν είναι κάτι που μπορούμε να καταλάβουμε με τη λογική. Πρέπει να κατανοήσουμε το αδιανόητο».
Η περιοχή θεωρείται ακόμα και σήμερα απαγορευμένη ζώνη καθώς τα πάντα ακόμα αποπνέουν εκείνο τον αέρα της μόλυνσης και του δηλητηρίου που μοιάζει να έχει ποτίσει τα πάντα. Και όμως υπάρχει κόσμος που επισκέπτεται την ζώνη του Τσέρνομπιλ για να δει από κοντά τα απομεινάρια μιας ζωής που πάγωσε στον χρόνο. Είναι ανώνυμοι επισκέπτες που έρχονται να διαπιστώσουν από κοντά το τι συμβαίνει σε έναν τόπο όπου τίποτα δεν θυμίζει ζωή. Το παρακάτω απόσπασμα είναι χαρακτηριστικό του τι επικρατεί σήμερα που μιλάμε σε εκείνη την απροσπέλαστη και νεκρή περιοχή του κόσμου όπου όλα μυρίζουν θάνατο και εγκατάλειψη. «Στη ζωή των παράνομων τουριστών, το Πρίπιατ δεν είναι ο μοναδικός προορισμός. Υπάρχει επίσης το Τσέρνομπιλ-2: γιγαντιαία κομμάτια σιδήρου, τεράστια ραντάρ των οποίων οι μεταλλικοί ιστοί, ύψους εκατόν πενήντα μέτρων, φτάνουν κοντά στον ουρανό. Συντρίμμια ενός αλλοτινού κόσμου. Είναι γεμάτο μαγικές στιγμές που τις αιχμαλωτίζει ένας ήλιος συνεπαρμένος, αδρανής. Τα ατσάλινα πόδια – στο χρώμα της σκουριάς και των αστέρων – αυτών των άγνωστων, πανύψηλων γιγάντων σε κάνουν να σφίγγεσαι, να πέφτεις στο έδαφος, να γδέρνεις με τα νύχια σου τον αέρα και να ονειρεύεσαι να ζήσεις πλάι σε κάτι τόσο τεράστιο · για πάντα». Η ελπίδα παραμένει, να μην ζήσει ποτέ ξανά η ανθρωπότητα κάτι παρόμοιο και τόσο τραγικό.
«Η άγρια φύση του Τσερνόμπιλ τον χειμώνα θυμίζει Χριστούγεννα εν μέσω χιονοθύελλας. Πριν από πολύ καιρό, την παραμονή των ορθόδοξων Χριστουγέννων, χαθήκαμε βαθιά στην άγρια φύση · εγώ κι ένας άλλος τουρίστας με πάθος για την περιπέτεια, πολλά ψυχολογικά κι ευέξαπτο χαρακτήρα»
