Ο Στόουνερ ζει δύο Παγκόσμιους πολέμους, βλέπει την απώλεια των συμφοιτητών του και αργότερα ως καθηγητής τον θάνατο των μαθητών του λόγω του πολέμου. Η αφήγηση έχει έναν τέτοιο παλμό και μια ροή που ο αναγνώστης βιώνει την κάθε στιγμή του Στόουνερ ξεχωριστά και άλλοτε συμπάσχει ενώ άλλοτε βάλλει εναντίον του για τις επιλογές του. Ο Στόουνερ είναι σε κάθε περίπτωση ένας αναγκαίος κρίκος στην αλυσίδα που λέγεται κοινωνία και αν σπάσει τότε η απώλεια είναι μεγάλη γιατί η πειθαρχία, η αγάπη και η αφοσίωση είναι λέξεις ξένες στο λεξιλόγιο του τότε και του τώρα.
Ο φόβος του ψυχολογικού του θανάτου είναι το μεγάλο πρόβλημα του πρωταγωνιστή Στόουνερ και οι άνθρωποι που είναι γύρω του παρασέρνονται και αυτοί στον γκρεμό αναγκαζόμενοι να αντέξουν και να υποφέρουν την ιδιαιτερότητα και την ιδιορρυθμία του καθηγητή Στόουνερ. Ο Στόουνερ είναι μόνος σε αυτόν τον Γολγοθά της ύπαρξής του, βαδίζει την πορεία της ζωής του αγκαλιά με την αδυναμία να ζήσει και να χαρεί την διδασκαλία έστω και αν αυτή του εξασφαλίζει μια κάποια νηνεμία στον κυκεώνα των σκέψεών του που πλημμυρίζουν το άστατο από τις περιστάσεις μυαλό του. Τυχαίνει να παίρνει δύναμη άλλοτε από την κόρη του Γκρέις και άλλοτε πρόσκαιρα από τον έρωτά του για την γυναίκα του, την Ίντιθ. Όλα αυτά όμως μοιάζουν ουτοπικά, η κρίση του είναι δεδομένη γιατί η ιδιοσυγκρασία του και ο χαρακτήρας του τον βυθίζουν όλο και περισσότερο στο τέρας της μοναξιάς του, σε έναν κόσμο αποξενωμένο μοναδικά δικό του. Ειδικά ο χωρισμός του από τον μόνο έρωτα που γνώρισε, την μαθήτρια του Κάθριν Μπρίσκολ, είναι τελικά το αποτελειωτικό χτύπημα στην εύθραυστη του προσωπικότητα, έτσι που ποτέ δεν θα τον ξεπεράσει και θα κυλήσει σε μια κατηφόρα δίχως τέλος.