Δοσμένος στο χρώμα και ταγμένος στο σχήμα υπηρέτησε μέχρι τέλους την ζωγραφική με αίσθημα στοργής σαν να ήταν παιδί του (Γράμμα στον Νικολά ντε Σταλ)

“Αυτό που επιχειρώ είναι μία συνεχή ανανέωση, πραγματικά συνεχή και αυτό δεν είναι κάτι εύκολο. Γνωρίζω πως η ζωγραφική μου έχει διάφορες μορφές, βιαιότητα, ένα συνεχές παιχνίδι δύναμης, είναι ένα πράγμα εύθραυστο με την έννοια του ωραίου, του μεγαλειώδους. Είναι εύθραυστη όπως η αγάπη” έγραφες το 1954, έναν χρόνο πριν αφήσεις την τέχνη της ζωγραφικής πιο φτωχή και από το κοριτσάκι με τα σπίρτα. Και ήσουν μόλις 41 χρονών Νικολά, τόσο νωρίς, τόσο απροσδόκητα, τόσο απρόσμενα, τόσο μοιραία. Και όμως είχες καταφέρει πολλά, να γοητεύσεις δίχως άλλο το κοινό και τους κριτικούς, να εδραιώσεις την θέση σου στους καλλιτεχνικούς κύκλους και να ξεχωρίσεις, να καταστείς ένα νέο παιδί θαύμα της ζωγραφικής, ένας αυθεντικός εκπρόσωπος του χρώματος και του σχήματος που με τόσο πάθος και λαχτάρα πάντα χρησιμοποίησες για να φιλοτεχνήσεις και να χαρίσεις αυτά τα μοναδικά και επιβλητικά τοπία. Τότε είχες πρόσφατα μετακομίσει στην Antibes (παραθαλάσσια πόλη που βρίσκεται ανάμεσα στις Κάννες και στην Νίκαια) σε ένα σπίτι τριώροφο που έμοιαζε με την πλώρη ενός ναυαγίου και από το οποίο απολάμβανες την θέα της θάλασσας. Η θάλασσα σε λύτρωνε, σε απελευθέρωνε από τη στιγμή που ανακάλυψες την ύπαρξή της, όλοι οι μεγάλοι ζωγράφοι σε αυτήν βρήκαν καταφύγιο τελικά. Είναι το φως αυτό της Μεσογείου που γοήτευσε τον ζωγραφικό “πατέρα” σου Σεζάν γιατί πάνω στην τέχνη του πάτησες, από αυτόν εμπνεύστηκες όλον αυτόν τον χρωματικό πυρετό και σε κατακυρίευσε και ολοκληρωτικά σε πολιόρκησε. Φαντάζομαι το πάθος και την επιθυμία να ανακατεύεις τα χρώματα σαν άλλος Βαν Γκογκ και να γεμίζεις την παλέτα με αυτό το φως που εσύ έβλεπες όπως κανένας άλλος. Το φως άλλωστε στο νέο σου σπίτι καταφθάνει φιλτραρισμένο μέσα από τις περσίδες στο τεράστιο δωμάτιο που έχει μετατρέψεις σε εργαστήριο. Είχες βρεθεί εκείνη την στιγμή στην αιχμή της καλλιτεχνικής σου ανόδου και βρέθηκες στο περιβάλλον της πρωτοπορίας που διαμόρφωσε το τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου. Αποτελούσες μέλος των ανεξάρτητων και έζησες την περίοδο που η μεταφορά του ενδιαφέροντος των ζωγράφων κατευθυνόταν προς μία πιο αφαιρετική διάθεση παραμερίζοντας την παραστατική ζωγραφική που γνωρίζαμε μέχρι τότε. Νικολά, είχες την ιδιαιτερότητα να μην ανήκεις σε κάποιο κίνημα και να κινηθείς παράλληλα με τα σύγχρονα ρεύματα της εποχής σου, αυτόνομος ακριβώς δηλαδή σαν τον Σεζάν. Παρακολούθησες δασκάλους όπως τον Ζορζ Μπρακ, ο οποίος και ήταν μαζί με τον Πικάσο ο ιδρυτής του κυβισμού αλλά ανέπτυξε την δική του καλλιτεχνική ταυτότητα. Ο δικός σου δρόμος ήταν μοναχικός αλλά δεν ήσουν ποτέ μόνος, άλλα πράγματα σε απασχολούσαν ενδόμυχα και τελικά δεν άντεξες. Η ζωγραφική σου παλέτα είχε κάτι το μοναδικό μέσα στο πορφυρό που σου άρεσε να χρησιμοποιείς, είχες μια ποίηση χρωματική και τα χρώματά σου έμοιαζαν με ολόκληρες αφηγήσεις χωρίς εσύ να λες απολύτως τίποτα. Εξέφραζες και εσύ όπως ο Καντίνσκι, έστω και αν το εξέφραζες αλλιώς, μια καθαρή ζωγραφική μία ανάμειξη χρώματος και φόρμας όπου το καθένα θα υπάρχει ξεχωριστά αλλά και μαζί σε μία κοινή ζωή που ονομάζεται εικόνα και προκύπτει ως εσωτερική αναγκαιότητα. Αυτό τον συναισθηματικό σου κόσμο, τον άστατο και ταραγμένο, δεν τον βλέπουμε ακριβώς αλλά εσύ Νικολά τον υπονοείς, τον υπαινίσσεσαι, μας τον προσφέρεις χωρίς όμως να θες να τον καταλάβουμε ακριβώς. Μένεις μυστηριώδης με τα μυστικά σου και ατενίζουμε τα μαγευτικά τοπία σου προσπαθώντας ώρες ολόκληρες να αντιληφθούμε αυτό που εσύ αισθάνεσαι, κάτι που προφανώς δεν θα καταλάβουμε ποτέ γιατί δεν μπορούμε να σε αποκωδικοποιήσουμε, αυτή είναι η μαγεία σου. Η πινελιά της ζωγραφικής σου που ήταν κάποτε πολύ παχιά και πηχτή χάρη στη βοήθεια ενός είδους ξύστη και ενός μαχαιριού με το οποίο άπλωνες το χρώμα και δημιουργούσες στρώματα και επιφάνειες, έγινε στην πορεία πιο ρευστή, πιο υγρή και πιο συναισθηματική επίσης. Μόλις χώρισες από την γυναίκα σου Φρανσουάζ και την μόνη που σκέφτεσαι είναι την Ζαν, μία γυναίκα παντρεμένη που μόλις γνώρισες και με την οποία είσαι σφόδρα ερωτευμένος. Αγαπάς από τη μία και ζωγραφίζεις από την άλλη μέσα στην μοναξιά μίας πόλης παράκτιας, η οποία τον χειμώνα ζει στον ρυθμό όχι των τουριστών και των κολυμβητών αλλά των γλάρων που στροβιλίζονται στον ουρανό. Και αυτοί οι γλάροι είναι σαν τα κοράκια του Βαν Γκογκ ένα προμήνυμα, ένα συμβολικό αποχαιρετιστήριο, μια βουβή παρέμβαση σε έναν χρωματικό χάρτη δίχως τίποτε άλλο, τι θέλεις να μας πεις με τα πτηνά, μήπως πως και εσύ θέλεις να πετάξεις μακριά; Όλος ο κόσμος σου κατοικεί μέσα στα τοπία σου, μέσα από αυτά εκφράζεσαι, εκεί βρίσκεσαι, μέσα σε αυτά καθρεφτίζεις το εγώ σου και μέσα από αυτά αυτοχαρακτηρίζεσαι. Προβάλεις την γιγάντια σκιά σου στην ταράτσα – έχεις ύψος 1 και 96 – και ατενίζεις από μακριά τις κορυφές των νότιων Άλπεων να καλύπτονται με χιόνι. Και αυτό που βλέπεις αυτό ακριβώς καταθέτεις πάνω στον μουσαμά. Δηλαδή τα βουνά που ακτινοβολούν φως μέσα από έναν ουρανό συννεφιασμένο, τα πουλιά που δημιουργούν σχηματισμούς στον ορίζοντα, τις βάρκες που με την κίνησή τους διαμορφώνουν κόκκινα και μπλε παραλληλόγραμμα μέσα στο λιμάνι, την τρικυμιώδη θάλασσα που δέρνει το κάστρο της Antibes. Αυτά τα έργα, όπου η ερωτική ευφορία πυροδοτεί και εντείνει τα χρώματα και η απογοήτευση τα μετριάζει και τα αμβλύνει, είναι αποτέλεσμα των βιωμάτων σου Νικολά γιατί κουβαλάς ένα βάρος και έναν σταυρό που μόνο εσύ γνώριζες πως είχε φωλιάσει τόσο βαθιά μέσα σου, εγκιβώτιζες τόσα χρόνια μια μελαγχολία που μετατράπηκε τελικά σε ζωγραφική γιατί αν δεν την εξωτερίκευες θα σε είχε διαλύσει και καταστρέψει πολύ νωρίτερα. Αυτό που έβγαλες στα έργα σου είναι το απύθμενο πάθος της ψυχής σου που δεν είναι τίποτε άλλο από πίδακες χρώματος και συναισθημάτων, ένα αρμονικό ταξίδι στην Μεσόγειο όπου βρήκες το καταφύγιο σου έναν χρόνο πριν αυτοκτονήσεις και αφήσει πίσω του τα ίχνη των πινέλων του. Στα έργα σου τα χρώματα μοιάζουν να δημιουργούν επίπεδα σαν να προσπαθείς ο ίδιος να χτίσεις λόφους χρωματικούς και να θυμηθείς τον Σεζάν. Γιατί εκείνος έπαιρνε τα βουνά και τον αναζητούσαν, ζούσε σαν αγρίμι, σαν ένας άνθρωπος των σπηλαίων της Αλταμίρα με μόνη συντροφιά το καβαλέτο του. Μα και εσύ το ίδιο, μόνο που εσένα σου αρκούσε να βλέπεις μέσα από εκείνο το παράθυρο τον κόσμο έξω και ας ήταν αυτό το παράθυρο καταδικαστικό, και ας αποτέλεσε αυτό το παράθυρο το πεδίο εξόδου σου προς το επέκεινα σαν την Ζαν του Μοντιλιάνι. Οι χρωματικές επελάσεις σου πάντως χορταίνουν το μάτι και μοιάζει ο θεατής να θέλει να κατοικήσει σε αυτές τις μπλε, κίτρινες και κόκκινες κατοικίες. Αυτό που αισθάνεται ο θεατής είναι μία ασφυξία μπροστά στο χάος σου και την ασάφεια των στρωμάτων χρώματος με τα οποία τον κατακλύζεις. Νιώθεις έναν κατακλυσμό αβέβαιο και μία σκοτεινή καταστροφή την οποία έρχεται να απαλύνει η ισχυρή παρουσία του χρώματος, όλα αυτά είναι αποκυήματα των εσωτερικών σκοταδιών σου που όμως στην παλέτα παίρνουν χρώμα. Το χρώμα σου Νικολά είναι όπως οι λέξεις στον Καμύ, είναι η δική σου φιλοσοφία του παραλόγου, του μεταφυσικού, αυτό ακριβώς που συνέβαινε με κλίμακα σαφώς πιο σκούρα και πιο ομιχλώδη στην ζωγραφική του Μαρκ Ρότκο, γιατί εκεί κρυβόταν και μία υποδόρια θρησκευτικότητα. Εσύ μιλάς άλλη ζωγραφική γλώσσα, όχι αποκρυπτογραφημένη μα έντονα κλειδωμένη και ας προσπαθούμε να σε αναλύσουμε. Ό,τι και αν πούμε εμείς πέφτει στο κενό μπροστά στον απέραντο χρωματικό ορίζοντα και τις ατελείωτες θάλασσες με τις οποίες μας πλημμυρίζεις. Στα έργα σου μιλάει η ίδια η γη και η φύση, είσαι ένας ιμπρεσιονιστής του καιρού σου, ένας υπαιθριστής που συλλαμβάνει το τοπίο στην έξαρσή του έτσι όπως εσύ ο ίδιος βρισκόσουν σε εσωτερική σύγχυση και σε οδήγησε όλο αυτό το αδιέξοδο στην απονενοημένη πράξη της στέρησης της ζωής σου από τα ίδια σου τα χέρια. Δεν είναι τυχαίο που στα τελευταία χρόνια της ζωής σου αποφάσισες να μετακινηθείς στα νότια της Γαλλίας, έτσι όπως έκανε και ο Βαν Γκογκ για να κατευνάσει την εσωτερική του τρικυμία. Μα αλήθεια πόσο αληθινός, πόσο αυθεντικός και πόσο καλλιτέχνης υπήρξες, πόσο το πνεύμα σου και οι αγωνίες σου σε είχαν στοιχειώσει δίχως να μπορεί κανείς να σου τείνει χείρα βοηθείας. Είσαι δίχως αμφιβολία ένας όμορφος καταραμένος σαν εκείνον του Φιτζέραλντ, ανήκεις στην ομάδα αυτών που εξάντλησαν τα περιθώρια της ψυχής τους αφού ξεκαθάρισαν μέσα τους το τοπίο. Διαφαίνεται στα τοπία σου εξάλλου μία βαθιά μελαγχολία παρόλο το χρώμα που τα έχει πλημμυρίσει, υμνείς την Μεσόγειο και την θάλασσά της αλλά το σφίξιμο των χώρων είναι εμφανές, σαν ο ένας χώρος να καταπίνει τον άλλον. Βουτάει το χρώμα αυτό μέσα στις σκιές και ξεπηδάει μέσα από τις φανταστικές αρχιτεκτονικές κατασκευές που σαν παιδί στην άμμο χαρίζεις πρώτα στον εαυτό σου σαν αυτή να είναι η φυγή σου. Δραματοποιείς τις συνθέσεις σου μέσα από την έντονη αντίθεση χρωμάτων που εκπέμπουν βιαιότητα και εκφράζεις ενδιαφέρον για την συνεχή μεταβολή της πινελιάς σου μέσα από διαγώνιες γραμμές, αιχμηρές γωνίες και μία διαστρωμάτωση σχημάτων που επιπλέουν πάνω σε ένα φόντο ουδέτερο. Είχες πει ο ίδιος κάποτε για την ζωγραφική σου σε σχέση με τον Μπρακ πως “αυτό θα πει ζωγραφική. Αυτό που βρίσκεται ανάμεσα στα δύο. Ο Μπρακ ζωγραφίζει αυτό που είναι γύρω από τα αντικείμενα και στην συνέχεια αναπαριστά τα ίδια τα αντικείμενα. Εμένα τα αντικείμενα δεν με αγγίζουν καθόλου. Δεν τα ζωγραφίζω πια”. Η ζωγραφική σου Νικολά κρύβει μία ενδόμυχη ποιητικότητα και μία αναζήτηση πλαστικότητας, μία αρμονία μέσα στην καταιγίδα που σε κατατρέχει. Το μάθημα του Κλεε και του Καντίνσκυ το πήγες πραγματικά πολύ πιο πέρα από όσο κανείς μπορεί να φανταστεί τονίζοντας ιδιαίτερα και επίμονα πως για σένα οποιαδήποτε φιλοσοφική ιδεολογία ή αισθητική χειραγώγηση οδηγεί το έργο προς τον θάνατο. “Το απόλυτο, το τέλειο, ο κύβος, ο κύκλος, το καθαρό πνεύμα και όλη αυτή η οικογένεια υφίσταται για μένα μέσα από ξεσπάσματα γέλιου και έμμεσων νοημάτων” και κάθε επιπλέον σχόλιο είναι περιττό όταν οι πίνακές σου ανήκουν πια στην κορυφή της αισθητικής, όταν έχουν κατακτήσει τις κορυφές του βουνού και έχουν μπροστά τους θέα το υπερπέραν μέρος του οποίου είσαι εσύ. Από εκεί ψηλά Νικολά συνέχισε να μας κοιτάς και καλή αντάμωση στην χώρα των δικών σου τόπων και τοπίων, στα δικά σου χρώματα!

———————————————————————–

Ο Nicolas de Staël (5 Ιανουαρίου 1914, Αγία Πετρούπολη, Ρωσία – 16 Μαρτίου 1955, Αντίμπ, Γαλλία) ήταν Γάλλος ζωγράφος ρωσικής καταγωγής γνωστός για τη χρήση του χοντρού impasto και την εξαιρετικά αφηρημένη τοπογραφία του. Στα χνάρια του Καντίνσκι βρέθηκε και του κινήματος του Γαλάζιου καβαλάρη αλλά ουσιαστικά και κατά κύριο λόγο οι επιρροές του προέρχονταν από τα πρώιμα κυβιστικά τοπία του Ζορζ Μπρακ και του Πάμπλο Πικάσο αλλά επηρεάστηκε πιο πολύ από τον Πολ Σεζάν, μιας και ο ίδιος ο Σεζάν ήταν και αυτός κάτοικος του Εστάκ, ένα χωριό στα παράλια της Μεσογείου. Τα τοπία του Σεζάν είναι η βάση για όσα ο Ντε Σταλ εξέλιξε στα δικά του έργα με το χρώμα να κυριεύει τον πίνακα. Όπως ο ίδιος έλεγε στα έργα του δεν υπήρχε η έννοια του αντικειμένου, παρόν ήταν αποκλειστικά το χρώμα και τα σχήματα που δημιουργούσαν τα ίδια τα χρώματα. Ασχολήθηκε επίσης με το κολάζ, την εικονογράφηση και τα υφάσματα ενώ με το έργο του επηρέασε κινηματογραφιστές όπως τον Ζαν Λυκ Γκοντάρ αλλά και το κίνημα της Λυρικής αφαίρεσης της δεκαετίας του ’60 και του ’70.