Rainer Maria Rilke, Ρέκβιεμ για μια φίλη, Εκδόσεις Sestina

Δεν θα ήταν υπερβολή να επαναλάβουμε πως η ποίηση μπορεί και είναι ικανή να σώσει αυτόν τον μάταιο κόσμο από την πεζότητα και την ανοησία του. Ο Ρίλκε, αυτός ο επιβλητικός ποιητής και συγγραφέας, είναι αναμφίβολα ένας από τους σωτήρες και ένας από τους εκφραστές της ποιητικής τέχνης, αυτής της τόσο αρχέγονης τέχνης που ξεκινά από τον Όμηρο τουλάχιστον για τον δυτικό κόσμο. Ο Ρίλκε ξεχύνεται σε έναν ποιητικό οργασμό όπου πρωταγωνιστούν η ανάμνηση και η νοσταλγία, ο θάνατος και η ανάμνηση αυτού, η χαμένη νοσταλγία ενός έρωτα ή ενός έρωτα που δεν τελεσφόρησε ποτέ και χάθηκε μια για πάντα. Εξάλλου, εκείνος είναι ο συγγραφέας του Ανεκπλήρωτου έρωτα και τόσων άλλων ιστοριών με βάση τον έρωτα που πληγώνει αλλά και γοητεύει αιώνες τώρα, είναι ο ποιητής που με συμβολισμούς και αλληγορίες καλεί τον αναγνώστη να προσπαθήσει να τον ερμηνεύσει.

Ο αφηγητής και συγγραφέας εξαπολύει μια ποιητική λαίλαπα ως ανάμνηση μιας χαμένης ύπαρξης

To Ρέκβιεμ αποτελεί ένας είδος ανακοίνωσης ενός θανατικού, είναι αυτή η συμφωνία που γράφεται και ως επικήδειος. Ρέκβιεμ έχουν γραφτεί από σπουδαίες μουσικές προσωπικότητες όπως ο Μότσαρτ, ο Βέρντι, ο Μπραμς, ειδικά ο πρώτος το έγραψε αναφέροντας πως αυτό το ρέκβιεμ μάλλον αφορά το δικό μου θάνατο δίχως βέβαια να το γνωρίζει αλλά έχοντας προαισθανθεί με κάποιον τρόπο το τραγικό του τέλος. Οι στίχοι του Ρίλκε γεμάτοι δράμα και μελαγχολία, γεμάτοι νοσταλγία και θλίψη μας οδηγούν σε έναν αφηγηματικό επίλογο γραμμένο για την φίλη στην οποία απευθύνεται, μα ποιο είναι τελικά αυτό το αμφιλεγόμενο πρόσωπο; Είναι στίχοι ντυμένοι με το πέπλο της ανάμνησης των τελευταίων στιγμών ενός αγαπημένου προσώπου που δεν είναι πια ανάμεσά μας. Ο Ρίλκε μέσα σε έναν πυρετό ποιητικής έμπνευσης ξεδιπλώνει όλο την τραγωδία που βιώνει για την απώλεια και μέσα από τον ταραγμένο ψυχισμό του αποτίνει φόρο τιμής στην χαμένη του φίλη, μια κάποια ίσως ερωμένη.

Οι λέξεις του Ρίλκε μετατρέπονται σε χείμαρρο μελαγχολίας, σε ένα ποτάμι που κυλάει δίχως σταματημό, είναι ο ίδιος συνυφασμένος με τους στίχους του μέσα από έναν άρρηκτο συνδετικό κρίκο καθώς καθρεφτίζεται στη λίμνη της ποίησής του. Ζει την κάθε λέξη, θρέφεται από αυτήν. Η ποίηση του Ρίλκε, καθώς ξεδιπλώνεται ενώπιόν μας και μας πλουταίνει, είναι ένα πρόσταγμα για να ζήσουμε και ας είναι στη φωτιά της να καούμε. Είναι η απουσία που μένει πίσω που ο ποιητής δεν αντέχει, είναι αυτό το κενό που δημιουργείται και δεν καλύπτεται παρά μόνο με την επιστροφή της Ευρυδίκης για χάρη του Ορφέα, όπως θα έλεγε και ο μύθος. Οι μυθολογικές αναφορές εξάλλου από μεριάς Ρίλκε είναι εμφανείς προσπαθώντας να προσδώσει στο έμμετρο ποίημα και έναν ακόμα πιο οδυνηρό τόνο, σαν ένα κατευόδιο για την φίλη που έφυγε πια για άλλες πολιτείες.

Ο συγγραφέας του βιβλίου Γράμματα σε έναν νεαρό ποιητή ξεκίνησε από νωρίς την περιπλάνησή του στα μονοπάτια του μονολόγου με τον εαυτό του. Αυτός που έγραψε για τον Σεζάν, τον ποιητή του χρώματος και ύμνησε την αγιοσύνη της ζωγραφικής του, αυτός που αφιέρωσε κομμάτι της ζωής του για να καταγράψει τις σκέψεις του για την φιλοσοφία της ζωής και την ουσία της, έρχεται λίγο πριν και λίγο μετά την αυγή του εικοστού αιώνα να περιγράψει, να λατρέψει και να ψυχολογήσει την έννοια του έρωτα και του θανάτου, την αμφιβολία και το πάθος για ζωή μέσα από αυτά τα σπουδαία σε νόημα ποιήματα που είναι γεμάτα πόθο, πόνο και συναίσθημα έτσι όπως μόνο ένας ανήσυχος περιπατητής της ίδιας του της εσωτερικής πάλης θα μπορούσε να καταθέσει.

Ο Ρίλκε με μία πρώιμη ποιητικότητα που άρχισε ήδη να διαφαίνεται νωρίς στον ορίζοντα κατορθώνει να παραδώσει ποιήματα γεμάτα δίψα για ζωή και δημιουργία, ανάμνηση για το παρελθόν μα και όνειρα για το μέλλον. Ποτίζει τα ποιήματά του με το μικρόβιο της αειθαλούς ανανέωσης, της απογύμνωσης, της ασυμβατότητας και της ανθρώπινης απορίας για το τι ξημερώνει, ψιθυρίζει τον έρωτα και την αγάπη αναζητώντας απαντήσεις. Ποια αγάπη αναδύθηκε μέσα από μία θάλασσα μονίμως εξημερωμένη και απαλλαγμένη από τους κινδύνους της ανάβασης ή της κατάβασης σε κόσμους μυστικούς και άγνωστους. Η αγάπη είναι και εδώ εμφανής, είναι παρούσα και πρωταγωνίστρια αφού η διαχυτικότητα του αφηγητή είναι έκδηλη και ξεβράζεται σαν κύμα ώστε να εκφράσει τον πόνο από τη μία αλλά και από την άλλη την χαρά της ζωής που προηγήθηκε πριν συμβεί το μοιραίο. Αυτή η διττή λειτουργία της ποίησης του Ρίλκε είναι ένα θεραπευτικό μέσο για τον αναγνώστη που απορροφά όλο τον παλμό της έντασης των στίχων και μέσα του εμπεδώνεται το αίσθημα της τραγικότητας της στιγμής.

Όλα στον έρωτα και στην αγάπη τίθενται εν αμφιβόλω, υπό ένα συνεχές ερωτηματικό, καθιστώντας κάθε προσπάθεια για νηνεμία ρούχο άσαρκο. Ο Ρίλκε, πλάθει με τις λέξεις του ένα πένθιμο και παράλληλα ερωτικό σύμπαν και επιβεβαιώνει πως είναι ένας κορυφαίος ποιητής του καιρού του, με την πένα του να μαρτυρά τον δυναμισμό της ψυχής του, μιλώντας για τα διάφορα πάθη, λάθη, μίση και αισθήματα που χαρακτηρίζουν τις διακυμάνσεις της αγάπης που έχει χορδές λεπτές και ιστούς εύθραυστους. “Πρέπει να ταξιδέψω; Πές μου! Κάτι άφησες πίσω σου, κάποιον τόπο, που δεν την αντέχει την απουσία σου; Να φύγω για μια χώρα που εσύ ποτέ δεν είδες, αν κι ήταν κοντά σου σαν να ‘ταν των αισθήσεών σου το άλλο ήμισυ;”

Στις αφηγήσεις του ο Rilke είναι ανένδοτα απρόβλεπτος, σαν τον αιθέρα που ακολουθεί πορεία απροσδιόριστη, είναι καταιγιστικός, ασυμβίβαστος και χειμαρρώδης και πάνω από όλα δεν φοβάται να υποβάλει τους ανθρώπους σε ένα αβέβαιο παρόν και σε ένα ακόμα πιο ασαφές μέλλον, γιατί οι σχέσεις των ανθρώπων ποτέ δεν έπαψαν να είναι περίπλοκες, μοιάζουν με τον αγώνα της θάλασσας που θέλει να επιβληθεί του βράχου. Αλλά έχει μέσα του και την επιθυμία να αναδείξει την δύναμη του έρωτα και της αγάπης που κατανικά και θυσιάζει κάθε προσπάθεια υπονόμευσης του από οποιαδήποτε απειλή που θέλει να την κατατροπώσει και να την εξοντώσει. Και αν ο θάνατος, ο οποίος κυριαρχεί και πολιορκεί το παραγάδι της ζωής, γίνει λόγος να κοπεί ο ομφάλιος λώρος τότε αυτό γίνεται γιατί η μοίρα έπαιξε το παιχνίδι της αράχνης, έριξε σκοτάδι που έγινε φως γιατί μετά την καταιγίδα ο ήλιος λάμπει και πάλι.

“Θέλω να σε κρατήσω έτσι: όπως βαθιά μες στον καθρέφτη έστηνες τον εαυτό σου, ξένον, απόκοσμο… Γιατί έρχεσαι αλλιώς; Γιατί αναιρείσαι; Γιατί θέλεις να με πείσεις πως κάθε κεχριμπάρι γύρω απ’ το λαιμό σου έστω και ελάχιστα βαραίνει – ενώ το ξέρω, τίποτα δεν βαραίνει, δεν υπάρχει βάρος μες στη γαλήνη μιας εικόνας; Γιατί στέκεις έτσι που τώρα να ‘χω μαύρα προαισθήματα;”