Πληγωμένο πουλί της μουσικής με τραυματισμένη παιδική ηλικία κελάηδησες έχοντας τις νότες για απάγκιο σε μια εποχή πολιτικά και κοινωνικά ταραγμένη (Γράμμα στην Νίνα Σιμόν)

Περιπλανήθηκες στις στοές του μυαλού σου σαν πληγωμένος αετός που θέλει να πετάξει μα δεν μπορεί και κρατιέται ένα με το έδαφος μέχρι να ξαναβρεί τις δυνάμεις του. Πόνεσες πολύ στη ζωή σου, δέχτηκες ήδη τα βέλη από την παιδική σου ηλικία γιατί είδες τους γονείς σου να δέχονται τον ρατσισμό των λευκών, ξύπνησε από τότε το μικρόβιο της δικής σου επανάστασης απέναντι στην αδικία. Σε μια εκδήλωση σε κάλεσαν να παίξεις πιάνο μόλις σε ηλικία 14 ετών και είδες τους γονείς σου να παραχωρούν τις θέσεις τους στην πρώτη σειρά για να καθίσουν λευκοί, ένα όνειδος και μια εικόνα τόσο δυνατή για ένα κορίτσι που μόλις έκανε τα πρώτα του βήματα στη ζωή και έβλεπε τους γονείς της να θεωρούνται πολίτες δεύτερης κατηγορίας και υποδεέστερους. Τέτοια χαστούκια θα δεχτείς πολλά σε όλη σου τη ζωή, θα γίνεις δυστυχώς ένα με το ποτό και με το αλκοόλ για να λυτρώσεις το μέσα σου στις δύσκολες στιγμές, εκεί θα αυτοφυγαδευτείς, εκεί θα βρεις καταφύγιο για να πάρεις δυνάμεις και να ξεχάσεις το κακό που συμβαίνει γύρω σου.

Η φωνή σου, το ταλέντο σου, η απαράμιλλη φυσιογνωμία σου και η προσωπικότητά σου ήταν τόσο ισχυρή που κανείς δεν μπορούσε να αντισταθεί στην σαγήνη σου και στην γοητευτική σου αύρα. Γνωστή και ξακουστή μακριά από τα αμερικανικά σύνορα σε εκτιμούσαν πολύ περισσότερο έξω, και δη στη Γαλλία, παρά στη χώρα σου όπου αδυνατούσες να σταθείς λόγω του χρώματος του δέρματός σου, σε απωθούσαν σαν μίασμα. Και όλα αυτά, εσύ Νίνα που με τη σπαρακτική φωνή σου και τα τραγούδια σου δεν άφησες κανέναν ασυγκίνητο γιατί η φωνή σου ήταν ύμνος και ψαλμωδία, τέτοιο ρίγος και τέτοια ανατριχίλα προκαλούσες. Τι τίμημα πλήρωνες αλήθεια για το γεγονός πως γεννήθηκες έγχρωμη σε μια χώρα βάρβαρων λευκών; Αιώνες τώρα σκλάβοι και υπηρέτες των λευκών, οι έγχρωμοι, οι νέγροι όπως σας αποκαλούσαν εξευτελιστικά, δεχτήκατε τα βάρη και ζούσατε υπό τον ζυγό τους, σας εξύβριζαν και εσείς αμνοί του θεού υπομένατε το μίσος. Νίνα, εσύ έδειξες από νωρίς πως θα αντισταθείς σε αυτό το μαστίγωμα και δεν δίστασες ήδη από νωρίς να συμμετάσχεις σε διαδηλώσεις για τα δικαιώματα και την ελευθερία των έγχρωμων σε πείσμα των καιρών. Αυτό το αίσθημα άλλωστε της ελευθερίας αλλά και της διαμαρτυρίας εξέφρασες και μέσα από τα τόσα πολλά τραγούδια σου που μιλάνε ανοιχτά για τον πόνο και την οδύνη που ένιωσες καλά στο πετσί σου, τραγούδια της ζωής και τραγούδια γεμάτα συναίσθημα. Δεν ξέχασες ποτέ τον πόνο που αισθάνθηκες με τον θάνατο του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, του οδηγού και καθοδηγητή των εγχρώμων, ύστερα από την άγρια και σκληρή δολοφονία του κατά τη διάρκεια ομιλίας του, μια απώλεια που σε σημάδεψε. Επ’ αφορμή αυτής της δολοφονίας έγραψες ένα τραγούδι για εκείνον γιατί εσύ έτσι εμπνεόσουν, το δράμα και η τραγωδία υπήρξαν πάντα για σένα οι πιο τρανταχτοί και δυναμικοί τροφοδότες σου, οι φάροι σου. Πλάγιαζες το βράδυ να κοιμηθείς και ο νους σου δεν ήταν στον ύπνο μα στη δημιουργία, στην καταγραφή, στην κατάθεση ψυχής, στο τραγούδι που ήταν η δεύτερη φύση σου. Είχες την τύχη να αγαπηθείς στη Γαλλία και να δώσεις εκεί πολλές συναυλίες, το όνομά σου να γίνει σύνθημα στα στόματα των ανθρώπων που διψούσαν να σε ακούσουν ακόμα και όταν δεν ήσουν στα καλύτερά σου. Υπήρξες δυστυχώς όμως έρμαιο του κακού εαυτού σου και σκιά του, βρισκόσουν συχνά υπό την επήρεια αλκοόλ, οργισμένη και εθισμένη, δυσλειτουργική να ξυπνάς με μόνη έγνοια τι θα πιεις, πότε θα καπνίσεις και όχι τι θα φας. Δεν πρόσεχες ποτέ τον εαυτό σου, δεν έδινες δεκάρα για την υγεία σου, ζούσες στο έπακρο και είχες ροπή στην υπερβολή. Φάντασμα του εαυτού σου έκανες κακό στην καριέρα σου, κατέστρεφες το εαυτό σου και σε κάποια στιγμή έξαρσης αναγκάστηκες να μπεις σε κλινική για να ηρεμήσεις από το δίκιο που σε έπνιγε επειδή έβλεπες τους ανθρώπους να σε πληγώνουν. Είχες αυτοκαταστροφική διάθεση και έδιωχνες μακριά όσους σε αγαπούσαν. Δεν ήταν και λίγο πάντως, εδώ έχεις δίκιο, να σου απαγορεύουν να εισπράττεις τα δεδουλευμένα, δεν μπορούσες να αντέξεις να σε υπονομεύουν και να σε υποτιμούν με αυτόν τον τρόπο στην χώρα σου, σε μια χώρα που προσέφερες τόσα πολλά και εκείνη σου επέστρεφε τόσα λίγα. Το χειρότερο ήταν να παρατηρείς πως εσύ πια εγνωσμένης αξίας τραγουδίστρια και καλλιτέχνης ήσουν ένα ξένο σώμα και πως με το ζόρι σε δέχονταν για αυτό που ήσουν. Λόγω της ιδιοσυγκρασίας σου και του ιδιότροπου χαρακτήρα σου δεν είχες πολλούς φίλους παρά μάλλον πολλούς εχθρούς, ανθρώπους σαν τον μάνατζέρ σου που σε έβλεπαν πιο πολύ ως πορτοφόλι παρά ως γυναίκα και τραγουδίστρια. Πόσο υπέφερες στη ζωή σου, πόσες πίκρες ήπιες μαζί με το πικρό αλκοόλ που κατέβαζες καθημερινά; Τα χάπια σου για την κατάθλιψη δεν τα έπαιρνες τακτικά Νίνα και αυτό σου κόστιζε στον τρόπο με τον οποίο επικοινωνούσες με τον έξω κόσμο, αδυνατούσες να διατηρήσεις την ψυχραιμία σου και βρισκόσουν συνεχώς σε ένταση με τους κοντινούς σου ανθρώπους, σε σημείο που και εκείνοι κάποια στιγμή δεν άντεξαν και σε εγκατέλειψαν. Έχοντας ζήσει στο πετσί σου το μίσος και την απανθρωπιά στάθηκες γενναία και αγέρωχη στα χτυπήματα της μοίρας, τότε που ένας εκ των πολύ στενών συνεργατών σου χτυπήθηκε από την επάρατη νόσο και εσύ τον έβλεπες να λιώνει όλο και πιο πολύ. Μα και εσύ η ίδια καθυστερούσες να μπεις για εγχείρηση όταν αντιμετώπισες σοβαρό πρόβλημα υγείας γιατί δεν τα πήγαινες και πολύ καλά με τους γιατρούς, τα νοσοκομεία, τις επεμβάσεις και κάθε τι που ήταν αναγκαίο για την υγεία σου. Γιατί άραγε παραμελούσες τόσο πολύ την υγεία σου βρε Νίνα, μήπως νόμιζες άραγε πως θα ζήσεις για πάντα ή μήπως ποτέ δεν σε ένοιαξε; Δεν αναφερόσουν και πολύ συχνά στην κόρη σου και τον πρώην άνδρα σου, σαν να σε είχαν ξεχάσει μια για πάντα εκείνοι και εσύ ως εκδίκηση τους διέγραψες από τη ζωή σου. Μόνη και κατάμονη σε μια έπαυλη στην Νίκαια χαροπαλεύεις με τις σκέψεις σου, τις ερινύες σου και τις αγωνίες σου παρέα με ένα μπουκάλι σαμπάνια, το μόνο που σίγουρα έπρεπε να γεμίζει το ψυγείο σου. Νερό μπορεί να μην είχες, σαμπάνια όμως ή γενικότερα οινόπνευμα όφειλε να υπάρχει ως η πιο απαραίτητη προμήθεια. Ήσουν γυναίκα με τα όλα σου, κομψή με τα υπέροχα φορέματά σου, το παρουσιαστικό σου που καθήλωνε κάθε αρσενικό, τα υπέροχα γαλλικά σου με την αμερικανική προφορά, τα όμορφα μελανά μαλλιά σου, υπήρξες ιέρεια της μουσικής και του χορού. Η στάση σου στην σκηνή ήταν αξεπέραστη, κοσμούσες με την παρουσία σου σαν έπαιζες και τραγουδούσες ακόμα και στα πιο άγνωστα μπαρ μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, εσύ που δεν θέλησες να γεμίζεις μόνο στάδια αλλά και μικρά μπιστρό των εκατό ανθρώπων. Είχες κυκλοθυμικό χαρακτήρα, ήσουν διαβολάκι στις συμπεριφορές σου μα όσοι σε γνώριζαν καλά ήξεραν και έβλεπαν την καθαρότητα της ψυχής σου Νίνα. Βαθιά πληγωμένη από τα όσα πέρασες, δεν το έβαλες κάτω και η φωνή σου έμεινε να είναι ο δούρειος Ίππος σου, η αναγέννησή σου, έμπαινες μέσα και κανένας δεν μπορούσε να σε ανταγωνιστεί. Στη συναυλία που έδωσες δωρεάν στην Νέα Υόρκη κόσμος και λαός συνέρευσε για να σε ακούσει, να σε θαυμάσει, εσένα που η λάμψη σου ποτέ δεν σταμάτησε να φωτίζει τους ανθρώπους. Ακόμα και μετά την επέμβαση που έδειχνε πως όλα πήγαν καλά, συνέχισες να έχεις ενοχλήσεις και να έχεις μέσα σου να κατοικεί ο καρκίνος. Και όμως δεν λύγισες, συνέχισες να τραγουδάς με πάθος και χωρίς φόβο, με ορμή και δυναμικότητα, με αγάπη για το τραγούδι, με αυτή την έμφυτη ανάγκη για απελευθέρωση μακριά τα επίγεια και ας ήξερες πως η κλεψύδρα θα σταματήσει. Στο τραγούδι εγκιβώτιζες την εσωτερική σου ομορφιά, εκεί μιλούσες με το θείο, στο τραγούδι είχες φυλαγμένη την καλοσύνη σου, αυτό ήταν το “όπλο” αντίστασής σου, με αυτό πολέμησες μέχρι τελικής πτώσης. Είχες φωνή αγγέλου, είχες αυτό το χάρισμα που δίνεται σε έγχρωμους κυρίως, να τραγουδούν και η ψυχή τους να χορεύει σε μια γιορτή δίχως αύριο, η φωνή σου ήταν κόρη του Απόλλωνα και αδελφή των μουσών. Όσα καλά και αν σου έτυχαν καθ’ όλη τη ζωή σου σε ένα συρτάρι τα έκλεισες για να δεις τη δύναμή σου. Μέσα σε κρύες θάλασσες βούτηξες την άμοιρη καρδιά σου μα τα βρεγμένα πόδια σου πάγωσαν τα αδύναμα φτερά σου και μονάχη τώρα τριγυρνάς σαν γλάρος στα ανοιχτά. Ανέμοι και αέρηδες στο μέσα σου έβαλαν φωτιά και σε έριξαν για να σωθείς μια νύχτα στον Καιάδα. Ευτυχώς έκλεισε για λίγο τις πληγές σου η καυτή λιακάδα μα κάποια στιγμή Νίνα οι αντοχές τελείωσαν, σίγησε η ψυχή σου και μάτωσες για μια ζωή, πορεία προς το θάνατο. Δίσκοι αμέτρητοι, συναυλίες και τραγούδια ατελείωτα, η κληρονομιά της ζωής σου ποτέ δεν έπαψε να δίνει τα φώτα της. Και σήμερα είκοσι χρόνια αργότερα, η φυγή σου αν και πονάει μετριάζεται από τη φωνή σου που ποτέ δεν έπαψε να μας συντροφεύει στα ταξίδια του νου και της ψυχής μας. Καλή μου Νίνα καλή αντάμωση!

————————————————————————

Η Νίνα Σιμόν (πραγματικό όνομα Γιούνις Καθλήν Γουέιμον, Eunice Kathleen Waymon), 21 Φεβρουαρίου 1933 – 21 Απριλίου 2003 ήταν Αμερικανίδα τραγουδίστρια, στιχουργός και πιανίστρια. Αν και οι ειδικοί την κατατάσσουν στους καλλιτέχνες της τζαζ μουσικής, η ίδια δεν αποδέχτηκε ποτέ αυτή την τυποποίηση. Από γενική άποψη το έργο της καλύπτει ένα ευρύ φάσμα, από τη μπλουζ, την rhythm and blues έως τη σόουλ μουσική. Η φωνή της χαρακτηρίζεται από πάθος, μεγάλες αναπνοές και τρέμουλο. Το επίθετο Σιμόν το εμπνεύστηκε από την ηθοποιό Σιμόν Σινιορέ καθώς η Νίνα Σιμόν είχε βαθιά αγάπη για τη Γαλλία, την οποία επισκεπτόταν συχνά και στην Νίκαια συγκεκριμένα διατηρούσε σπίτι. Βαθιά προβληματική μα και σκοτεινή προσωπικότητα, η Σιμόν σε όλη της τη ζωή πάλεψε με τον κακό της εαυτό και στα τραγούδια της άφησε το στίγμα αυτής της αέναης μάχης με τον χρόνο. Στη μουσική βιομηχανία είχε αποκτήσει τη φήμη ανθρώπου δύσκολου στη συνεννόηση και με εκρηκτικό χαρακτήρα, χαρακτηρισμός για τον οποίο η ίδια διαφωνούσε σθεναρά. Είναι χαρακτηριστικό ένα περιστατικό που συνέβη το 1995, όταν έριξε εναντίον του γιου ενός γείτονά της με αεροβόλο όπλο, επειδή γελούσε και την εμπόδιζε να αυτοσυγκεντρωθεί.