Manuel Vilas, Τα φιλιά, Εκδόσεις Ίκαρος

Μίλα μου ψιθυριστά όταν μου μιλάς για αγάπη είχε γράψει κάποτε ο Σαίξπηρ, ο εκ των επιφανών εκφραστών των διαφόρων πτυχών του έρωτα και της αγάπης. Τα φιλιά είναι το μέσο εκείνο μέσω του οποίου μπορεί και διοχετεύεται όλη η αγάπη στο άλλο πρόσωπο γιατί τα φιλιά ενέχουν εκείνο το μείγμα μέσα από την ένωση των χειλιών που μπορεί και απογειώνει τους δύο συμμετέχοντες. Τα φιλιά τα φλογερά, τα ερωτικά, τα παθιασμένα, δεν είναι μια απλή κίνηση δίχως συμβολισμό, είναι στην πραγματικότητα η έναρξη της απόδειξης μιας σχέσης που χτίζεται και εδραιώνεται, είναι το εισιτήριο για τα όσα θα επακολουθήσουν στα εντός και ιδιωτικά δωμάτια. Σε αυτά προφανώς έχουν πρόσβαση μόνον οι συμμετέχοντες στα φιλιά, τα φιλιά είναι ο ασπασμός τους προς τα άστρα για να παραλλάξω λίγο τον Βίκτορ Ουγκό. Τα φιλιά, δημόσια ή ιδιωτικά, ερεθίζουν, εκστασιάζουν και τελικά αιχμαλωτίζουν σε μια κοινή πορεία που ήδη έχει σφραγιστεί από αυτά.

Με αρωγό τον Δον Κιχώτη, οι ήρωες του Βίλας εισβάλλουν στον χρόνο και αφηγούνται

Αναπτύχθηκαν παραπάνω μόνο μερικές σκέψεις για το νέο βιβλίο του Βίλας που έτσι όπως είναι χορταστικό και χυμώδες στις εκφράσεις του παρασέρνει τον αναγνώστη σε μια όαση ερωτισμού και σκέψης, ο αναγνώστης εμπνέεται και ζει με όλο του το είναι αυτό που εισπράττει από τον Σαλβαδόρ και την Αλτισιδόρα, δηλαδή την Μονσεράτ. Με συντροφιά τον Μιγκέλ Θερβάντες και τον Δον Κιχώτη, τον οποίο ο συγγραφέας λατρεύει και θαυμάζει, εξ’ ου και η χρήση του ονόματος Αλτισιδόρα στην ιστορία, η αφήγηση λαμβάνει χαρακτήρα εξωτικό, αναγεννησιακό και ιδιαίτερα γονιμοποιητικό. Με το βλέμμα στην σχέση των δύο εραστών μέσα σε μια περίοδο υγειονομικής κρίσης, όπως αυτή της πανδημίας, ο Βίλας ξεδιπλώνει το κουβάρι των εξελίξεων ανάμεσα στο ζευγάρι και οι σελίδες παίρνουν φωτιά από τους διαλόγους τους.

Ο Βίλας αφιερώνει το μυθιστόρημα στον Θερβάντες και όχι άδικα. Έρχεται η ώρα εκείνη που οι σύγχρονοι συγγραφείς οφείλουν να αποτίνουν φόρο τιμής σε αυτόν που δημιούργησε το πρώτο σύγχρονο μυθιστόρημα, ένα μυθιστόρημα βαθιά ανθρώπινο, στοχαστικό και ανήσυχο ως προς τα μηνύματά του. Γιατί ο Δον Κιχώτης είναι ο πρόγονος πολλών κορυφαίων συγγραφέων που ακολούθησαν, μίλησε για όλα έχοντας χρησιμοποιήσει μια απλή ιστορία για να μεταδώσει τις παραινέσεις του, τις ανησυχίες του, τις αγωνίες του, τις ασίγαστες φωνές του. Απογυμνωμένος από δεσμά γράφει ένα βιβλίο για τον άνθρωπο, τα πάθη του, τις αδυναμίες του, τις ερωτικές του περιπτύξεις, μας εισάγει στον κόσμο της απλότητας με επίκεντρο τον Δον Κιχώτη και τον έρωτά του για τη Δουλτσινέα του. Διαχρονικό, επίκαιρο, ζωντανό, για πάντα αναγκαίο να έχουμε μαζί μας νοερά ή μη τον Δον Κιχώτη.

Ο Βίλας εξάλλου τα γράφει με το δικό του τρόπο και εμείς τον παρακολουθούμε: “Το μυθιστόρημα του Θερβάντες είναι και καλό και ζωντανό. Ακόμα και τα λάθη που έχει είναι χαριτωμένα. Κι αντί ν’ αφιερώσει πάμπολλες ώρες για να τα διορθώσει, φαντάζομαι τον Θερβάντες να ξοδεύει αυτόν τον χρόνο κοιτάζοντας το φως του ήλιου ή τα κλαδιά ενός δέντρου απ’ το παράθυρο του δωματίου του, ή ξαπλωμένον στο κρεβάτι του χωρίς να κάνει τίποτα. Ή να σκέφτεται το Σκότος”. Δεν είναι διόλου τυχαία η παρουσία του Θερβάντες στο έργο του Βίλας καθώς αναφέρεται διεξοδικά και τόσο γλαφυρά σε όσα συνέβησαν κατά τη διάρκεια αυτής της δύσκολης και σκληρής περιόδου του εγκλεισμού, την αποκαλούμενη καραντίνα που δοκίμασε πολλές και διέλυσε ακόμα περισσότερες ανθρώπινες σχέσεις. Η πανδημία και τα όσα έλαβαν χώρα στο διάβα της είναι ένα μεγαλειώδες κεφάλαιο, είναι ένα σταυροδρόμι της ιστορίας που ακόμα δεν έχει αρχίσει να αναλύεται, μα θα συμβεί νομοτελειακά.

Στα φιλιά βρίσκουμε όλα αυτά που απασχόλησαν καθεμία και καθέναν από εμάς, στο πώς θα βγούμε από εκείνο το τέλμα της μη επικοινωνίας, πώς θα ανακτήσουμε τις ζωές μας, πώς θα ερωτευτούμε και θα αφεθούμε να ζήσουμε ξανά με ορθόδοξο τρόπο. Το κυριότερο όλων όταν παρέλθει όλο αυτό το σχεδόν επιστημονικής φαντασίας σκηνικό που δυστυχώς συνέβη και δεν ήταν σενάριο κάποιας ταινίας, το πώς θα μπορέσουμε να επουλώσουμε τα τραύματα που άφησε πίσω του τόσο στην ψυχή όσο και στην καρδιά. Τίποτα δεν είναι για τον Αλτισιδόρα και τον Σαλβαδόρ το ίδιο με πριν γνωριστούν, τίποτα δεν θα είναι το ίδιο και μετά, αφού αποφασίσουν να χωριστούν και να ακολουθήσουν την κανονικότητα των ζωών τους που σιγά σιγά επανέρχεται. Ο κόσμος τους είναι κοινός για όλο το διάστημα όπου έξω διαλύεται το σύμπαν και η ανασφάλεια παίρνει φωτιά. Οι ίδιοι απολαμβάνοντας τους χυμούς του έρωτά τους ξεχύνονται στην παραλία των φιλιών για να δροσιστούν, εκεί μένουν, εκεί διαμένουν μέχρι να περάσει η μπόρα.

“Τι θα γινόμουν εγώ χωρίς το βιβλίο του Θερβάντες, διότι αυτό το βιβλίο κι όλα τα βιβλία είναι κρησφύγετα που σε προστατεύουν από τους λύκους της παραίτησης και της κατάθλιψης. Ένα βιβλίο είναι μια πρόταση για το μάλλον, όπως κι ένας έρωτας, διότι το βιβλίο σου λέει: “Δεν με έχεις διαβάσει, δεν με ξέρεις, αν έχεις αποφασίσει ν’ αυτοκτονήσεις πρέπει να ξέρεις ότι θα πεθάνεις χωρίς να μάθεις ποιο είμαι”. Το βιβλίο του Βίλας είναι ένας λόγος να συνεχίσουμε να ζούμε και με ακόμα πιο έντονους ρυθμούς, η παρουσίαση των λόγων εντός σε όλο της το φάσμα, πολλές λέξεις και πολλές εικόνες.

“Δεν ήθελα με τίποτα στον κόσμο αυτό το επικείμενο φιλί να είναι επιπόλαιο, ασήμαντο, περαστικό, επιβεβλημένο, καρπός της προσβολής του παρόντος, της παράλογης αυτοκυριαρχίας τούτου του παρόντος καιρού”

“Έζησα ασκητικά. Έζησα ερωτευμένος. Έζησα, φτάνει αυτό”