Marieke Lucas Rijneveld, Υπέροχη αγαπημένη μου, Εκδόσεις Ίκαρος

Ο έρωτας είναι ένα ανεξέλεγκτο και παθιασμένο συναίσθημα, είναι μια αίσθηση που δεν καθορίζεται από πουθενά και δεν συγκρατείται με τίποτα όταν σαν χείμαρρος κατακλύσει το μυαλό και το χειραγωγήσει. Ο έρωτας δεν υπόκειται σε κανόνες και οδηγεί τον άνθρωπο στις πιο αλλόκοτες και παράλογες πράξεις, πράξεις που αργότερα ίσως μετανιώσει. Έρως ανίκατε μάχαν έλεγαν οι Αρχαίοι Έλληνες και μάλλον είχαν δίκιο. Ο έρωτας, αυτός ο φτερωτός Θεός με τα βέλη του, δεν έχει πάψει να απασχολεί τους ανθρώπους, να τους αιχμαλωτίζει, να τους σαγηνεύει, να τους αναστατώνει, να τους προβληματίζει, να τους διχάζει, να τους εξουσιάζει καίρια με όλη του τη δύναμη και εκείνοι ανυπεράσπιστοι να λαβώνονται στο βωμό του.

Οι λογοτέχνες βρίσκονται επίσης στο μεταίχμιο των ερωτικών εξάρσεων και εκφράζουν πάθη και φλογερά συναισθήματα έτσι όπως  τα ζουν και οι ίδιοι, ως γνήσιοι θνητοί και θύματά του. Οι ήρωες των βιβλίων όπως ο αφηγητής του Ράινεβελντ μας θυμίζουν με τον πιο τρανό τρόπο πως ουδείς μπορεί να αντισταθεί στη μαγεία και τα δίχτυα του έρωτα, κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει εύκολα. Οι άνθρωποι, ήδη από τους πρωτόπλαστους, καθίστανται ευάλωτοι και εύθραυστοι, τρωτοί και όμηροι, στέκονται ανήμποροι στις ερωτικές περιπτύξεις και οδηγούνται πολλές φορές σε ανήθικες συμπεριφορές ενώ βιώνουν την ερωτική περιπέτεια στα όριά τους.

Επί παραδείγματι, ο ερωτικός Μαρκήσιος ντε Σαντ που στην εποχή του τόσο λοιδορήθηκε στα βιβλία του πρεσβεύει τη φιλοσοφία του καθώς δεν περιορίζεται, δεν ελέγχει τις ορμές του και εξωτερικεύει αυτό που του υπαγορεύει η συνείδησή του μακριά από κανόνες και πρέπει. Εξωθεί τον άνθρωπο και δη τη γυναίκα στην οριστική απελευθέρωση από τα ήθη της εποχής, δηλαδή έναν σεξουαλισμό χωρίς ενοχές και εμποτισμένο με μια αχαλίνωτη επιθυμία για συνεύρεση.

Ένας έρωτας φλογερός ξετυλίγεται μέσω μιας ατέρμονης και παθιασμένης εξιστόρησης

Ο αφηγητής είναι ένας άνθρωπος που ζει τον έρωτα στον υπέρτατο βαθμό και ξετυλίγει το κουβάρι των σκέψεών του δίχως σταματημό, ο λόγος του δεν έχει ουδεμία παύση, είναι ανεξάντλητος καθώς απευθύνεται στην υπέροχη αγαπημένη του και της προσφέρει κάθε συλλογισμό του. Δεν ακούει τον εαυτό του και δεν μπορεί να μην αφεθεί να μην εκμυστηρευτεί όλα αυτά που επιθυμεί να απευθύνει, είναι ουσιαστικά κυριευμένος και πολιορκημένος και κάθε λέξη για αυτόν προέρχεται από έναν εσωτερικό ερωτικό πυρετό που αδυνατεί να ελέγξει. Είναι ένα παιχνίδι που παίζεται μέσα του και οφείλει να εξωτερικεύσει για να μπορέσει να εκφράσει όσα περισσότερα λόγια. Τα λόγια του είναι άλλοτε συγκεκριμένα και άλλοτε αόριστα σε σημείο που ο αναγνώστης να χάνεται στον περίεργο ειρμό του και να αναζητεί την λογική, μια λογική όμως που ίσως να μην υπάρχει.

Ωστόσο, όπως έχει πει και ο Ρωμαίος Κικέρων, ο έρωτας και η λογική μοιάζουν με τον ήλιο και το φεγγάρι. Όταν ανατέλλει το ένα, δύει το άλλο και αυτή η φράση μοιάζει να διέπει απόλυτα τον ήρωα και αφηγητή που εξωτερικεύει τα συναισθήματα του ακατάπαυστα και κατά ριπάς. Ο έρωτας ενός πενηντάχρονου για μια νεαρή κοπέλα δεν μπορεί να μπει σε καλούπι λογοκρισίας γιατί ο έρωτας χρόνια δεν κοιτά και ηλικίες επίσης. Σπέρνει λοιπόν τα βέλη του προς κάθε πλευρά και οι άνθρωποι ως ευάλωτα όντα υποκύπτουν. Διαβάζουμε χαρακτηριστικά τα παρακάτω, δείγμα μιας ατελείωτης επιθυμίας: “…δεν ήθελα να μεταμορφωθείς ποτέ σε γυναίκα, ήθελα να κρατήσω το ωραίο παιδί, συγκεντρώθηκα λοιπόν, στ’ ονειρό μου, για να μη δω αυτή τη φιλήδονη αφράτη σάρκα να φυτρώνει μέσ’ από το όμορφο επίπεδο στήθος σου…”.

Μην λησμονούμε πως ο άνθρωπος, εκτός από πολιτικό ζώο όπως έλεγε ο Αριστοτέλης, είναι και ένα ερωτικό ον από την γέννησή του μέχρι και τον θάνατό του και αυτό η ερωτική λογοτεχνία, το αναδεικνύει περίτρανα. Ο έρωτας είναι η ίδια η ζωή. Οι πόθοι και τα πάθη αναλύονται από τους συγγραφείς και αναδεικνύουν την αδύναμη φύση των ανθρώπων που προσπαθούν να χαλιναγωγήσουν τις ορέξεις τους για έρωτα, να αντισταθούν στην απιστία και να εκφράσουν τα θέλω τους ή τα όχι τους. Το μυθιστόρημα αυτό ανήκει σε εκείνη την κατηγορία της ερωτικής λογοτεχνίας με ιστορία μακραίωνη. Η ερωτική λογοτεχνία είναι σάρκα εκ της σαρκός του ανθρώπου, είναι εκείνη που περιγράφει απροκάλυπτα τις ηθικές και ανήθικες συμπεριφορές των προσώπων, τους εγωισμούς τους, τους ανεκπλήρωτους έρωτες, τους αποτυχημένους έρωτες και τις συνέπειές αυτών. Η ερωτική λογοτεχνία είναι όμως αυτή που μας μιλάει ανοιχτά για τα κοινωνικά ήθη και τις παλινωδίες που ταράζουν την κοινωνία.

Οι άνθρωποι θέλουν διακαώς να νιώσουν την ελευθερία της ερωτικής περιπέτειας και να εκτονωθούν μέσω ενός θεού που δεν τους απαγορεύει αλλά τους επιτρέπει να εκτροχιαστούν, να παρεκκλίνουν από τους κανόνες μιας περίκλειστης και φυσιολογικής ζωής. Ο ήρωας λοιπόν αισθάνεται πια με την γνωριμία αυτή ένας άλλος άνθρωπος, ένας άνθρωπος που έχει απογειωθεί και όλα αυτά απλά και μόνο γράφοντάς τα σε ένα ημερολόγιο όπου έχει την ευχέρεια να απλώσει όλο του το είναι και όλο αυτό το παραμιλητό του. Ο Ροσεφουκώ έγραφε κάποτε πως όλα τα πάθη μας οδηγούν στην διάπραξη σφαλμάτων αλλά με τον έρωτα κάνουμε τα περισσότερα. Και ο ίδιος χωρίς αναστολές και χωρίς ενδοιασμούς ζει τον απόλυτο έρωτα για αυτό το νεαρό κορίτσι και μοιάζει μέσα από τα μάτια της, το σώμα της, τη λαγνεία της και την σαγήνη της να έχει ξαναγεννηθεί και να ζει μια δεύτερη εφηβεία. Αυτή την αναγέννηση παρακολουθούμε και στεκόμαστε ενεοί μπροστά στη λατρεία του για εκείνην.

”…πώς θα ‘θελα να δω την κάψα και τον ενθουσιασμό να λάμπουν στα μάτια σου, τη μικρή κόκκινη γλωσσίτσα σου να γλείφει τα χείλια σου, μερικές φορές σε φανταζόμουν να μεταμορφώνεσαι στο κρεβάτι σου, να γίνεσαι Βάτραχος ή ενυδρίδα, και τότε ένιωθα πάλι τη ζεστασιά απ’ τα τσίσα σου να ποτίζει τα ρούχα μου”