“Αν ένα βιβλίο δεν μας συγκλονίζει όπως ένα χτύπημα στο κρανίο, για ποιον λόγο να το διαβάσουμε;” είχε δηλώσει πολύ εύστοχα ο Κάφκα. Ο εμβληματικός Τσέχωφ, που με τα γραπτά του, τα λογοτεχνικά καθώς και τα θεατρικά, σημάδεψε την λογοτεχνική ιστορία σε παγκόσμιο επίπεδο, για μια ακόμα φορά μας συγκλονίζει συθέμελα και μας συγκινεί από την κορφή ως τα νύχια. Ανήκει σε εκείνους που έχουν το μοναδικό τρόπο να μας ταρακουνάει με τα κοινωνικά του μηνύματα, τα οποία μας διαπερνάνε σαν ηλεκτρικό ρεύμα. Ο Κάφκα μάλλον σε τέτοιους συγγραφείς αναφερόταν με τα περίφημα ρητά του, σε συγγραφείς όπως ο Τσέχωφ, ο Τολστόι, ο Ντοστογιέφσκι, ο Γκόγκολ και σε άλλους που με την γραφή τους έσπαγαν το παγόβουνο της μετριότητας.
Ο λογοτεχνικός κόσμος του Τσέχωφ δεν έπαψε ποτέ να είναι διαχρονικός, επίκαιρος και ζωντανός
Ο Τσέχωφ γράφει, από την εμπειρία του και ως γιατρός, ένα σκοτεινό, φιλοσοφημένο και γεμάτο προβληματισμούς κείμενο. Υπάρχει μία δόση ανασφάλειας, αγωνίας και περίλυπης ατμόσφαιρας σε αυτήν την νουβέλα την οποία κτίζει με τόση προσοχή πάνω σε ανθρώπινα και αληθινά θεμέλια, τα οποία είναι ετοιμόρροπα και εύθραυστα. Ο Τσέχωφ περιγράφει στα έργα του έναν κόσμο στάσιμο αλλά και δραστήριο, ικανό να αλλάξει αλλά λόγω των συνθηκών δεν μπορεί να απαγκιστρωθεί από τα σίδερα στα οποία των έχουν δέσει σαν έναν άλλο Προμηθέα. Είναι συμπονετικός, αλληλέγγυος και παρηγορητικός στον ανθρώπινο πόνο και την δυστυχία. Βρίσκεται λόγω της ιδιότητάς του κοντά σε αυτήν την καταβεβλημένη από τις κακουχίες και τις αγκυλώσεις της εξουσίας κοινωνία και υφαίνει σε κάθε του γραμμή τη σχέση του αυτή με τους ανθρώπους της. Εμείς κατανοούμε πόσο η κοινωνία δεν έχει διόλου μεταβληθεί αλλά καθίσταται όλο και πιο τερατώδης, δογματική και κυρίως ματαιόδοξη.
Η ιστορία έχει ως πρωταγωνιστή της την ίδια την ζωή, είναι πολύ ενδιαφέρον πως όλοι αυτοί οι μεγάλοι της λογοτεχνίας επικεντρώνονται σε αυτό που οι άνθρωποι αδυνατούμε να αντιληφθούμε. Πως είμαστε δηλαδή κλειδωμένοι στις σκέψεις μας, βαθιά εσωστρεφείς με τάσεις αλληλοσπαραγμού και υποχθόνιου μίσους ο ένας για τον άλλο. Αυτό χαρακτήριζε τις κοινωνίες του χθες, αυτό κηλιδώνει τις κοινωνίες του σήμερα, αυτό θα στιγματίζει τις κοινωνίες του αύριο. Ο Τσέχωφ μας μιλάει για έναν γιατρό, τον Αντρέι Εφίμιτς, σε μία κλινική μίας επαρχιακής πόλης, έναν φιλήσυχο και πολύ ευαίσθητο άνθρωπο, μία μορφή που αν βάδιζε δίπλα μας θα την εξυφαίναμε ως αόρατη, ως μη ούσα. Και όμως αυτός ο γιατρός που κινείται, κατά πως δείχνει ο ρους της αφήγησης, μακριά από τα πλοκάμια της διεφθαρμένου και σάπιου κυκλώματος των γιατρών, οι οποίοι μεταχειρίζονται τους αρρώστους ως ζώα και χειρότερα ακόμα, έρχεται σε επικοινωνία και επαφή με έναν έγκλειστο της κλινικής, έναν πρώην δικαστικό κλητήρα. Αυτός ο Ιβάν Ντμήτριτς, δεν έχει απολύτως κανέναν λόγο να βρίσκεται εκεί στην κλινική της αθλιότητας και της απαξίωσης του ανθρώπινου είδους. Έχει μανία καταδιώξεως και η ιατρική γνωμάτευση όρισε πως η θέση που του αρμόζει είναι μέσα σε ένα κελί μακριά από τα φώτα των δήθεν υγιών ανθρώπων του έξω κόσμου γιατί υπάρχει κίνδυνος να τους μολύνει.
Ο Αντρέι Εφίμιτς, ο ίδιος ο Τσέχωφ ίσως, κινούμενος και από ευαισθησία και από φιλοσοφικό συλλογισμό ορμώμενος, αναπτύσσει μία ιδιότυπη σχέση με τον ασθενή του, γιατί κατά βάθος γνωρίζει όσο μιλάει μαζί του πως έχει απέναντί του έναν άνθρωπο καθόλου διαταραγμένο αλλά μάλλον πνευματικά ισορροπημένο με τον οποίο μπορεί και συνδιαλέγεται σε μία γλώσσα που υπάρχει μόνο στα βιβλία. Συζητούν επί ώρες για θέματα πνευματικής φύσεως και εσωτερισμού που απασχολούν ανθρώπους με νοημοσύνη, εξελιγμένους πνευματικά, την πνευματικότητα των οποίων όμως αδυνατούν να καταλάβουν οι υπόλοιποι για αυτό και τους οδηγούν σε ένα μέρος όπου να είναι υπό έλεγχο, υπό επιτήρηση μήπως και ξυπνήσουν τις συνειδήσεις και προκαλέσουν προβλήματα στην καθεστηκυία τάξη.
Η ρώσικη αρκούδα, όχι το συμπαθέστατο ζωάκι αλλά το αδυσώπητο καθεστώς που όλα τα κατατροπώνει και όλα τα κατεδαφίζει, αυτό περιγράφεται εμμέσως πλην σαφώς. Αποτελεί το πολιτικό σύστημα της εποχής, το οποίο εκπροσωπεί τα φέουδα που με νύχια και με δόντια πρέπει να κρατηθούν εν ζωή. Αυτήν την εικόνα εμμέσως πλην σαφώς επιχειρεί να μας διαφωτίσει ο Τσέχωφ με μία έντονη δραματικότητα στην πορεία της αφήγησής του. Ο γιατρός Εφίμιτς καταλήγει ούτε λίγο ούτε πολύ να αποτελέσει το επόμενο θύμα του δήμιων που τον περιτριγυρίζουν και τον αναγκάζουν με δόλια μέσα να υποκύψει. Εκείνος δίχως αντίσταση και με δόση χριστιανικής υπομονής και ευσπλαχνίας για τον άνθρωπο που τον καταδίκασε σε μία ζωή φυλακισμένη πεθαίνει από αποπληξία.
Είναι γεγονός πως στην νουβέλα αυτή ανακαλύπτουμε όλη την βαναυσότητα και τον εξευτελισμό της φύσης του ανθρώπου σε ένα ψυχιατρικό άσυλο που κάθε άλλο παρά προστατεύει και προσπαθεί να κλείσει τις πληγές των τροφίμων, είναι ένα άσυλο φάντασμα, ένας χώρος καταραμένος όπου τα κελιά μετατρέπουν τους αρρώστους σε άγρια θηρία που δεν έχουν βούληση αλλά εμποτίζονται με θλίψη και βασανιστικές μεθόδους από φύλακες-κτήνη. Ο Τσέχωφ με αυτήν την νουβέλα επιτελεί κοινωνικό έργο μιας και καταπιάνεται με την συγγραφή ενός έργου που είναι διαποτισμένο από την προσωπική του εμπειρία. Έπειτα, με την οξυδέρκεια ενός ρεαλιστή και παρατηρητή της ζωής κατακεραυνώνει το κοινωνικό σύστημα πρόνοιας ανοίγοντας τον δρόμο για μια αλλαγή που οφείλει να συμβεί χθες. Ένα κείμενο με πλήθος διδαχών από έναν δεξιοτέχνη του λόγου που αξίζει να διαβαστεί.
“Η ζωή είναι μία δυσάρεστη παγίδα”
“Η αγάπη, η φιλία και ο θαυμασμός δεν ενώνουν τους ανθρώπους τόσο, όσο το κοινό μίσος για κάτι”