Teju Cole, Ανοχύρωτη πόλη, Εκδόσεις Πλήθος

Ο τρόπος γραφής του και το ύφος του είναι πράγματι μια νέα συγγραφική ανάσα που χαροποιεί αλλά παράλληλα προβληματίζει τον ενεργό και πάντα ανήσυχο αναγνώστη που έχει ανάγκη από μια διαφορετική ανάγνωση των όσων συμβαίνουν γύρω μας. Ο Κόουλ είναι εκεί να αφουγκραστεί τον παλμό της ίδιας του της καρδιάς όσα ζει ως μέλος και πολίτης μιας πόλης που διαρκώς μεταλλάσσεται μέσα από ραγδαίες εξελίξεις, τόσο σε ιστορικό και πολιτικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο, εξελίξεις για τις οποίες κανείς δεν γνωρίζει προς τα πού θα οδηγήσουν. Περιπλανιέται λοιπόν, ως άλλος περιπατητής όχθεων για να θυμηθούμε τον Απολιναίρ, σε μια πόλη που πριν λίγο καιρό δέχτηκε το πιο ισχυρό και ολέθριο χτύπημα στην ιστορία της και αναφερόμαστε στην αήθη και βίαια επίθεση στους Δίδυμους πύργους που άλλαξε άρδην τον τρόπο μετακίνησης και τους όρους της.

Ο ίδιος με χαρακτηριστικό μα και γλαφυρό τρόπο δηλώνει: “…έβλεπα τους δρόμους σαν μια ακατάπαυστη φασαρία, σαν ένα σοκ μετά τη συγκέντρωση και τη σχετική ηρεμία της ημέρας, σαν κάποιος να είχε θρυμματίσει τη γαλήνη ενός ήσυχου ιδιωτικού παρεκκλησιού με τις στριγκλιές μιας τηλεόρασης. Ύφαινα τη διαδρομή μου μέσα από πλήθη καταναλωτών και εργατών, μέσα από εν εξελίξει έργα στους δρόμους και από τα κορναρίσματα των ταξί”. Είναι αυτή η πόλη, η πολλές φορές απρόσωπη που δεν προσφέρει παρά ταχύτητα, αυτή η πόλη που άρεσε στους φουτουριστές καλλιτέχνες, η πόλη που δεν κοιμάται ποτέ μα και η πόλη όπου οι άνθρωποί της αρνούνται να παρατηρήσουν, το αντίθετο δηλαδή από αυτό που έκαναν οι ιμπρεσιονιστές που είχαν επενδύσει στην παρατήρηση. Σε αυτό το σκληρό και πολλές φορές εχθρικό περιβάλλον ο Κόουλ, με την ιδιότητα του ανθρώπου που κινείται, άγνωστος μεταξύ αγνώστων, βρίσκεται αντιμέτωπος με τη δυσκολία αποδοχής μιας τέτοιας πραγματικότητας.

Ο Κόουλ, νιγηριανής καταγωγής και με εγγεγραμμένο στο αίμα του και την όψη του τη διαφορετικότητα του χρώματός του, περιδιαβαίνει τους δρόμους της πόλης για να καταλάβει αν έχει θέση σε έναν λαβύρινθο, σε έναν τόπο που φέρνει πάνω του το σημάδι του ρατσισμού σχεδόν από τις απαρχές του. Εκείνος έχει να αντιμετωπίσει αυτήν την αμερικανική κακή παράδοση που θέλει τους έγχρωμους υποδεέστερους μέχρι και σήμερα. Όλη αυτή η αναδρομή του στο παρελθόν είναι ενδεχομένως ένας τρόπος να πιάσει το νήμα της παγκόσμιας αναταραχής και να προσπαθήσει από τη δική του οπτική γωνία να ερμηνεύσει τα πολλές φορές δυσερμήνευτα γεγονότα. Και τα όσα βιώνει τώρα η πόλη της οποίας είναι μέλος εγγράφονται στο γενικότερο σκηνικό μιας θύελλας που τώρα θερίζει όσα έσπειρε.

“Έχουμε διδαχθεί εδώ και πολύ καιρό ότι η θέα ενός ανθρώπου που μιλά στον εαυτό του είναι σημάδι εκκεντρικότητας ή τρέλας ͘  δεν είμαστε πλέον καθόλου εξοικειωμένοι με τις ίδιες μας τις φωνές, εκτός απ’ όταν τις ακούμε σε μια συζήτηση ή μέσα στην ασφάλεια ενός πλήθους που φωνάζει” θα γράψει κάπου αλλού για να μας δώσει και πάλι τις δικές του προσλαμβάνουσες σχετικά με τα όσα ο ίδιος διαπιστώνει κυκλοφορώντας σε μια πόλη που αναζητά να βρει τα πατήματά της και τη ζωή ύστερα από ένα τέτοιο απρόσμενο και απροσδόκητο μακελειό, μιας πόλης που νόμιζε πως ήταν καλά προφυλαγμένη από τέτοιου είδους απειλές και τώρα ζει μέσα στην τρομοκρατία του αύριο.

Το βιβλίο του Κόουλ έρχεται να μας υπενθυμίσει πως καμία κοινωνία και καμία πόλη στον κόσμο δεν είναι άτρωτη και μονίμως ευημερούσα. Οι πόλεις ως ενεργοί μηχανισμοί που κατοικούνται από διαφορετικούς ανθρώπους θα δέχονται μικρά η μεγαλύτερα πλήγματα και έγκειται στις υπηρεσίες ασφαλείας να θέσουν δικλείδες ασφαλείας ώστε τέτοια στιγμιότυπα φρίκης να μην ξαναλάβουν χώρα. Έγκειται όμως και στις πόλεις της ίδιας να καταστούν από τους ανθρώπους πιο φιλικές και πιο ανθρώπινες, πιο βιώσιμες. Αυτό το επιβεβαιώνει ο ίδιος ο Κόουλ γράφοντας: “Κάθε γειτονιά της πόλης έμοιαζε να είναι φτιαγμένη από διαφορετική ουσία, καθεμία έμοιαζε να έχει διαφορετική ατμοσφαιρική πίεση, διαφορετικό ψυχικό βάρος…”

“Διέσχιζα τα οικοδομικά τετράγωνα της πόλης σαν να τα μετρούσα με τον βηματισμό μου, κι οι σταθμοί του μετρό λειτουργούσαν σαν επανερχόμενα μοτίβα στην άσκοπη πρόοδό μου”

“…ένιωθα ότι το σύνολο της ανθρώπινης φυλής βρισκόταν υπό το κράτος της βιασύνης, ωθούμενο από μια ανορθόδοξη ενόρμηση θανάτου μέσα σε κινητές κατακόμβες”