Μια σκοτεινή ζωγραφισμένη ζωή με παλέτα φωτός και καμβά στενοχώριας που ποτέ δεν ξεθώριασε (Γράμμα στον Ρέμπραντ Φαν Ριν)

Έγραψε για σένα και για τον τρόπο που ζωγράφιζες ένας εκ των σπουδαιότερων επιγόνων σου, ο επίσης βασανισμένος Βαν Γκογκ πως πρέπει να έχει πεθάνει κανείς πολλές φορές για να ζωγραφίσει έτσι. Έγραψε και ο Γκαίτε παρακαλώ πως ζω ολοκληρωτικά με τον Ρέμπραντ. Ναι για σένα λένε που ήσουν ταμένος στη ζωγραφική και στην οικογένειά σου και έκανες ό,τι περνούσε από το χέρι σου, το ζωγραφικό σου χέρι για να προσφέρεις όσα μπορούσες περισσότερα για να σταθείς στα πόδια σου. Έμεινες κυρίως γνωστός και ξακουστός για τις αυτοπροσωπογραφίες σου, οι οποίες και καταλαμβάνουν ένα μεγάλο φάσμα του μοναδικού σου έργου, μα δεν ήταν μόνον αυτές, ήταν και τα αμέτρητα έργα, έργα συναρπαστικά όπως η μοναδική τοπιογραφία που φιλοτέχνησες “Τρικυμία στη θάλασσα της Γαλιλαίας”, μα τι λεπτομερής αποτύπωση, τι υπέροχη απεικόνιση της αγριότητας των κυμάτων και των φοβισμένων πλην θαρραλέων επιβατών στο πλοίο που το μαστιγώνει το κύμα και ο καιρός. Πως θα μπορούσε να γίνει αλλιώς αφού ήσουν γεννημένος πρωταγωνιστής; Και όμως αυτές οι εξαίσιες αυτοπροσωπογραφίες αποτελούν τουλάχιστον μέχρι τότε ένα μοναδικό φαινόμενο στην ιστορία της τέχνης. Κοιτάζω τις διαφορετικές εκδοχές σου μέσα από αυτά τα έργα και πραγματικά προσπαθώ να αναλύσω το τι σκεφτόσουν εκείνες τις στιγμές και σε εκείνες τις φάσεις της ζωής σου. Σε φαντάζομαι σκεπτικό και ιδιαίτερα προβληματισμένο, θλιμμένο γιατί κάθε απώλεια υπήρξε για σένα και ένα χτύπημα στην ήδη ραγισμένη σου καρδιά. Και όμως ξεπερνάς, με μεγάλη βέβαια δυσκολία τις απώλειες, ξανασηκώνεσαι στα πόδια σου και λυτρώνεσαι μόνο μέσα από την παραγωγή έργων. Το φάρμακό σου και η θεραπεία σου είναι τα σχέδια και οι καμβάδες παράλληλα με την φροντίδα του Τίτους σου. Το θεσπέσιο φως σου, εκείνο που κάνει τα πρόσωπά σου να λάμπουν και να ξεχωρίζουν, είναι εκείνο που θυμίζει το φως ενός ανοίγματος ανάμεσα στα σύννεφα όπου εμφανίζεται ο ήλιος και δίνει ζωή στον άνθρωπο, στη φύση. Είναι το φως της ίδιας της ψυχής που μας διαπερνά σαν πραγματικό φως και διαχέεται σε όλο τον χώρο, ποτέ δεν έπαψες να ρίχνεις φως στα εσωτερικά σου σκοτάδια και αντιλαμβάνομαι πως είχες πολλά. Κανείς δεν θα μπορέσει να σε αποκρυπτογραφήσει, κανείς δεν θα μπορέσει να ερμηνεύσει όσα έκρυβες μέσα σου, όσα η ψυχή σου χρειαζόταν, αυτό το φως εσύ και μόνο μπορούσες να το ακουμπήσεις και ύστερα να το ζωγραφίσεις. Εμείς ευτυχώς λάβαμε λίγο από αυτό σου το φως. Αυτό το φως δεν είναι όμως ένα απλό φως καθώς αισθανόμαστε πως βρισκόμαστε δίπλα σου την ώρα που ζωγραφίζεις, τα πρόσωπά σου είναι καθημερινές μορφές στις οποίες δίνεις νόημα, σαν να ήταν αυτοί οι δικοί σου άγιοι και το φως αυτό να ήταν το ίδιο το Άγιο πνεύμα που σε φωτίζει και σε καθοδηγεί καθώς ανεβαίνεις στα ύψη. Εγκιβωτίζεις στα έργα σου ένα απύθμενο συναισθηματικό και συγκινησιακό φορτίο που μόνο ο Καραβάτζιο μπόρεσε να καταφέρει με το κιάρο σκούρο του. Οι αυτοπροσωπογραφίες σου, αυτές οι μαγικές αναπαραστάσεις του εαυτού σου μαγεύουν ακόμα και τον πιο ασυγκίνητο, σε αυτές επένδυσες τον χρόνο σου για να καταδείξεις στο δικό σου εαυτό το πέρασμα του χρόνου πάνω σου, την χαρά, την θλίψη, την μελαγχολία σου, την αγάπη σου, τον πόνο σου, όλα σου τα συναισθήματα κατοικούν εκεί, σαν αυτά τα έργα να είναι ένας τρόπος να σε θυμούνται, σαν σημερινές φωτογραφίες. Πρόκειται για μια ολόκληρη ενότητα που λίγοι έπραξαν και είναι ένα αφιέρωμα στη δική σου ζωή από σένα τον ίδιο. Πέρασες μία αρκετά δύσκολη ζωή, ταλαιπωρήθηκες πρώτα από την απώλεια της πρώτης σου γυναίκας Σάσκια που υπεραγαπούσες, ύστερα της δεύτερης σου γυναίκας Χέντρικε επίσης αγαπημένης σου, δύο απώλειες που σε σημάδεψαν ήδη από νωρίς γιατί ήταν και οι δύο τόσο νέες. Μέσα σε όλα αυτά κήρυξες και πτώχευση, πούλησες πολλά από τα υπάρχοντά σου μα και πολλά έργα σου. Αναγκάστηκες να τα αποχωριστείς και το συναίσθημα πρέπει να ήταν σαν να σου ξέσκιζαν την σάρκα και να σου έπαιρναν ένα πολύτιμο κομμάτι της, θαρρώ πως έτσι πρέπει να ένιωσες. Γεύτηκες την θλίψη σε όλο της το μεγαλείο και κατέρρευσες ψυχολογικά, έχοντας τουλάχιστον δίπλα σου τον γιο σου Τίτους ως το μόνο λόγο να υπάρχεις άρχισες να βλέπεις και πάλι μια χαραμάδα ελπίδας. Σε βλέπουμε στα ύστερα έργα σου να φαίνεσαι κουρασμένος και πώς να μην είσαι άλλωστε, τα χρόνια πέρασαν ενώ εσύ στο τιμόνι ενός καραβιού σε διαρκή φουρτούνα να πλέεις προς το άγνωστο ανήσυχος. Έτσι όπως το ένα κακό μετά το άλλο σου συνέβαιναν πάλι καλά που άντεξες, που συνέχισες με όσες δυνάμεις σου είχαν μείνει και όση ενέργεια είχες φυλαγμένη, σαν να το γνώριζες εκ προοιμίου. Όλα αυτά σε αποπροσανατόλισαν εντελώς από το έργο σου, για αυτό και μέσα από το έργο σου ξεπηδούν και αυτοβιογραφικά στοιχεία. Γιατί πώς να αντέξεις και τον θάνατο του γιου σου; Πώς ένας πατέρας και σύζυγος, πώς ένας καλλιτέχνης όπως εσύ που παρατηρεί άμεσα από τα όσα συμβαίνουν γύρω του μπορεί άραγε να μην επηρεαστεί και να μην διαλυθεί; Πόσα άραγε θα μπορούσες να αντέξεις, διερωτώμαι και εγώ σαν φίλος σου και συνομιλητής σου. Αλήθεια τώρα ποιος άλλος στην θέση σου θα μπορούσε να συνεχίζει να ζει υπό αυτές τις συνθήκες και παράλληλα να δημιουργεί απρόσκοπτα τα έργα του; Έφυγες και εσύ και η τέχνη έγινε πιο φτωχή, δεν είναι πια η ίδια χωρίς εσένα, μην με κάνεις πάλι να δακρύσω. Η τέχνη προχωρά και σε θυμάται και οι μεταγενέστεροι σε μελετούν όπως εσύ μελετούσες τους προηγούμενους δασκάλους. Εσύ λοιπόν πλέον είσαι ένας αέναος διδάσκαλος, όλοι προστρέχουν στο έργο σου για να ανακαλύψουν, αν το καταφέρουν, εκείνο το στοιχείο που έκανε τους πίνακές σου τόσο ξεχωριστούς στο μάτι μας. Μα και πάλι αναρωτιέμαι πως μπορεί κανείς να σε αντιγράψει; Είναι αδύνατον. Εργατικός και επίμονος κατάφερες να μας αφήσεις πάνω από 70 προσωπογραφίες του εαυτού σου με κάθε υλικό. Αινιγματικός στις εκφράσεις σου, δεν άφησες κανέναν να σε χαρακτηρίσει γιατί ό,τι και να έλεγε θα ήταν λάθος και εκτός τόπου και χρόνου. Βρισκόσουν εκεί απέναντι στον θεατή μα δεν μιλούσες με την στάση σου, μόνο τον παρατηρούσες και εκείνος εσένα. Ωστόσο, ήξερες να τον προκαλείς και να τον προσκαλείς να σε αναγνώσει, στεκόσουν μυστηριώδης, αταλάντευτος και σιωπηλός, ενίοτε όντως βλοσυρός μα πάντα σχεδόν ανέκφραστος. Αυτό το αινιγματικό βλέμμα αποτελούσε ένα μυστήριο όπως μυστήριο είναι και το τι σκεφτόσουν όταν ζωγράφιζες τον εαυτό σου, τι λέξεις κρύβονταν, τι συλλογισμοί διέτρεχαν το νου σου κανείς ποτέ δεν θα μάθει παρά μόνο θα υποθέτει. Αν σε ρωτούσα ευθέως θα ήσουν σε θέση να μου απαντήσεις αν σκέφτηκες ποτέ να παραιτηθείς από τη ζωή, αν είχες φωνές εσωτερικές που σε καλούσαν να πράξεις αλλιώς από ό,τι έπραξες; Είχες άραγε κάποιο θείο όραμα ή κάποιο σημάδι σαν το φως που βλέπουμε στα έργα σου και αυτό σε οδήγησε να παραμείνεις περήφανος; Τι δυνάμεις αντλούσες, τι αποθήκη και τι αποθέματα διέθετες, πες μου σε παρακαλώ. Γενναίος όσο ποτέ, έστω και την ύστατη στιγμή, βρίσκεις τον χρόνο να ζωγραφίσεις την πλήρη καταστροφή σου και την καταβαράθρωσή σου και όμως αυτή είναι δίχως άλλο η εξύψωσή σου στο θείο γιατί το θείο υπηρέτησες με το δικό σου ιδιαίτερο τρόπο. Αυτές οι δοκιμασίες που σου έτυχαν ενδεχομένως να ήταν ένα μήνυμα από τον πάνω κόσμο, από μια ανώτερη δύναμη που σε καλούσε να αντέξεις για άγνωστους σε σένα λόγους. Δεν καταλάβαινες γιατί όλα αυτά συμβαίνουν σε σένα μα τα υπόμενες με περίσσιο θάρρος και ήσουν σφίγγα. Υπήρξες σχεδόν αυτοδίδακτος, μιας και δεν ακολούθησες κάποια σχολή μα φοίτησες όπως ήταν και η παράδοση τότε δίπλα σε κάποιον γνωστό δημιουργό της εποχής για να λάβεις τα βασικά. Άνοιξες από νωρίς τα φτερά σου και το δικό σου μονοπάτι, δεν φοβήθηκες να αναλάβεις παραγγελίες και να δείξεις ξεκάθαρα την αξία σου και το ταλέντο σου, δεν σταμάτησες πουθενά. Ποιος δεν θαυμάζει σήμερα “Το μάθημα ανατομίας του καθηγητή Τουλπ” ή ακόμα την “Νυχτερινή περιπολία” και τα δύο αριστουργηματικά έργα που θυμίζουν θεατρικό έργο το οποίο παρακολουθούμε αποσβολωμένοι και σε καθεστώς έκστασης; Κατόρθωσες και επέβαλες με τις προσωπογραφίες και τις αυτοπροσωπογραφίες το δικό σου ύφος και δημιούργησες τη δική σου σχολή, με τέτοιον τρόπο που από τότε είσαι σημείο αναφοράς. Και πλέον βέβαια από τότε κατοικείς στο πάνθεον παρέα με τους φίλους σου και τους αγαπημένους σου σαν Ολύμπιος θεός που ποτέ δεν κατέβηκε από τον θρόνο του ενώ τα έργα σου κοσμούν τις ανά τον κόσμο Πινακοθήκες και τα μουσεία. Σε θαυμάζουμε καθώς μας αφηγείσαι ιστορίες και εμείς σε φανταζόμαστε με το στέμμα του νικητή. Παραμένεις μέχρι και σήμερα επίκαιρος γιατί υπήρξες ένας μύστης της ζωγραφικής τέχνης, ένας μοναδικός Βάκχος με πινέλο και δεν είναι καθόλου τυχαία η αναφορά των μεταγενέστερων στο έργο σου, φάρος υπήρξες για τις όλες τις γενιές.