Άξιος εστί ο ποιητής του ήλιου και του γαλάζιου (Γράμμα στον Οδυσσέα Ελύτη)

Πολέμησες και συμμετείχες σε μάχες, τις αποτύπωσες στο μυαλό σου και τις κατέγραψες τόσο γλαφυρά στα γραπτά σου! Είδες από κοντά τον θάνατο και έζησες εκ του σύνεγγυς τα δύσκολα χρόνια του μετώπου συντροφιά με γενναίους στρατιώτες και συνοδοιπόρους! Περπάτησες πάνω στα βουνά για να πλήξεις τον εχθρό και έτσι έμεινες μακριά από τις θάλασσες που τόσο αγαπούσες γιατί μάλλον ήξερες πως θα τις αντάμωνες μετά. Αυτό ήταν το τίμημα που πλήρωσες. Φόρεσες τα χακί, πήρες το δισάκι σου στον ώμο με θάρρος και χωρίς δισταγμό γιατί η πατρίδα σου το ζήτησε και εσύ δεν μπορούσες παρά να ανταποκριθείς σε αυτήν την πρόκληση. Η πατρίδα σου περνούσε δύσκολες ώρες στο αλβανικό μέτωπο και ήταν μέσα στην καρδιά σου από την πρώτη στιγμή να πας να την υπηρετήσεις και έτσι να υπηρετήσεις και τη μοίρα που σε ήθελε στην πρώτη γραμμή του αγώνα και αργότερα της διανόησης. οδυσσΟύτε που θα το σκεφτόσουν να μην προσφέρεις τον εαυτό σου στην υπηρεσία του ιδανικού της ελευθερίας της χώρας που την αγκαλιάζει το απέραντο γαλάζιο. Δεν θα μπορούσες να μην υμνήσεις την ελευθερία γιατί φαίνεται πως γεννήθηκες με την αποστολή ήδη από την κοιλιά της μάνας σου. Πόσο μπλε μας χάρισες με τα λόγια σου! Πόσο έψαξες και βρήκες φωλιές έρωτα και ήλιου, αυτού του ήλιου που ποτέ δεν σταματά να ζεσταίνει σπουργίτια και ψάρια, λαγούς και ελιές. Πήρες το μολύβι σου, πήρες μελάνι και χαρτί και ξεχύθηκες να γράψεις όλα αυτά που πλημμύρισαν το πνεύμα σου, τις αισθήσεις σου, ολόκληρο το είναι σου από την κορυφή έως και τα νύχια. Είναι αλήθεια πως έως και τα μύχια της ψυχής σου μίλησε η ποίηση και ο Αρχίλοχος αλλά και η Σαπφώ. Ο Ερμής ο ίδιος μαζί με το επιτελείο του σου έφερναν με το δικό τους ταχυδρομείο τις εμπνεύσεις να κατοικήσουν μέσα σου και να διανοίξουν ποιητικές και λυρικές οδούς. Διάνοιξες δρόμους και δροσολόγησες κάμπους και ουρανούς, βουνά και ακρωτήρι. Μοιράστηκες με τις φίλες σου τις νύμφες τις χαρές αυτού του κόσμου και μύρισες το άρωμα της ζωής μέσα από τις ακτίνες του φωτός, αυτού που σε έλουζε νύχτα και μέρα αξεπέραστε ποιητή! Γεμάτος απορίες και ερωτήματα ήδη από τα μικράτα σου, υπέγραψες με μεγαλειώδες Μονόγραμμα, αυτό που μόνο εσύ θα μπορούσες να αφήσεις παρακαταθήκη και έτσι άφησες εμάς να προσπαθούμε να μεταφράσουμε τον λαβυρινθώδη και τόσο μυστηριακό σου λόγο. Μικρός και ερωτικός ανάμεσα στους θεούς ξεπήδησες σα να βγήκες ως άλλη Αθηνά από κρανίο Διός. Τόσο αναγκαίος για τους ανθρώπους, πέρασες ώρες ολόκληρες αγκαλιά με τις σκέψεις σου για να μας τις μεταλαμπαδεύσεις! Τι ζωντάνια και τι ευδαιμονία ανάβλυσε σα νερό αρχαίας βρύσης από τους στίχους σου, εκεί στον Ήλιο τον Ηλιάτορα που μας κυβερνά σαν παντοκράτορας Θεός τα είπες σχεδόν όλα. Τι ηλιοστάλαχτες και πελαγίσιες Μούσες έκρυβες μέσα σου! Κανείς ακόμα δεν κατανοεί πως τους έδωσες πνοή διαχρονική, αέναο αέρα σαν αυτόν που ανέπνεες πάνω στο νησί. Το νησί υπήρξε για σένα μοναδικό καταφύγιο, ένας υπέρτατος χώρος δράσης, ένας τόπος όπου ακούμπησες το ανήσυχο πνεύμα σου που έψαχνε για ασφαλές λιμάνι. Κάποια επαφή σου και κάποιο νεύμα σου αναζητούσε ο πανταχού παρών Αίολος γιατί είχε πράγματα και μυστικά να σου εκμυστηρευτεί ο παντοδύναμος, αποκλειστικά σε σένα. Εσύ με το δικό σου κώδικα τον συναντούσες μέρα μεσημέρι κάτω από τον καυτό ήλιο και μέσα σε σπηλιά καλά κρυμμένη για να σου πει τα μυστικά του βγαλμένα και σταλμένα από τις πιο θεϊκές παρουσίες. Επιθυμούσες συχνά τη μοναχικότητα για να νιώσεις στα έγκατα του κορμιού σου αλλά και του μυαλού σου τα καταγάλανα κύματα, που άλλοτε αθόρυβα και άλλοτε ταραγμένα γέμιζαν με αλμύρα τις επιφάνειες του γραφείου σου, αυτού του πρόχειρου γραφείου που είχες στήσει κοντά στη φύση. Σε τύλιγε το ακυβέρνητο μελτέμι και σου σφύριζε συνθήματα αποκωδικοποιημένα που απευθύνονταν μόνο σε σένα γιατί εσύ είχες το κλειδί και τον τρόπο να ξεκλειδώσεις το σεντούκι που περιείχε όλα αυτά που κατέθεσες με τόση ζέση και μεράκι στα ποιήματά σου. Μα αλήθεια πόσους κρυμμένους θησαυρούς είχες καταφέρει να συλλέξεις; Πόσα βιβλία είχες κατορθώσει να διαβάσεις, να μελετήσεις και πόσες γραμμές αισθήσεων είχες τοποθετήσει στα σημεία του νου σου για να μεταφέρεις σε εμάς τους ανίδεους το γλωσσοπλαστικό σύμπαν σου; Είχες βρει ακούραστε ποιητή μια γωνιά για να ατενίζεις το άπειρο του γαλανού τοπίου που σε κατέκλυζε με εικόνες ναών και εκκλησιών στις κορυφές τις απάτητες και στα χαρτιά σου σχημάτιζες ναούς στο σχήμα του ουρανού. Κουβάλησες με το νου σου λιβάδια με λουλούδια και ανθισμένες αμυγδαλιές, πράσινο απέραντο σε απόλυτη αρμονία με το μπλε της θάλασσας και τις ακτίνες που έπεφταν πάνω στα μάρμαρα. Και πλοία όμως περνούσαν μπροστά στα μάτια σου, ψαράδες σου έδειχναν τα δίχτυα και τις ψαριές τους και εσύ πάντα πιστός παρατηρητής του αρχιπελάγους ρουφούσες τα μηνύματα από το πρώτο κιόλας σημάδι, από τον παραμικρό ήχο που έφτανε στα αυτιά σου. Υπήρξες πάντα στη ζωή σου αναζητητής και ιχνηλάτης της ομορφιάς. Ένας περιπατητής της αγάπης και της ευτυχίας που τη γεύτηκες γιατί σου άξιζε. Αγάπησες τη γυναίκα σαν το υπέρτατο δημιούργημα και υπήρξε εκείνη η αστείρευτη πηγή τρυφερότητας που είχες ανάγκη για να συνεχίσεις απρόσκοπτα το έργο σου. Η γυναίκα για σένα δεν είχε μόνο σαρκική υπόσταση, ήταν αόρατη, θεσπέσια και έβλεπες στα μάτια της όλα όσα είδε και ο Μοντιλιάνι στις δικές του. Αυτή την ατέρμονη λαχτάρα να ντύσεις τον αφηγηματικό σου κόσμο με το θαύμα της γυναικείας φύσης που σε ταρακουνούσε κυνήγησες και τελικά μας δώρισες. Την εξύψωσες όπως της άξιζε και μας τη μετέφερες αυτούσια και ιερή όπως και ο ίδιος  ο Αλέξανδρος της Αντιοχείας την Αφροδίτη της Μήλου που φιλοτέχνησε για χάρη μας. Αν δεν είχες την ανθρώπινη μορφή που όλοι γνωρίζουμε θα σε είχαμε αναγάγει σε μια αόριστη οπτασία που μαγικά μας στοιχειώνει, θα σε φανταζόμασταν σαν ημίθεο, σαν ένα αερικό που εμφανίστηκε απρόσμενα για να μας προσφέρει τα λόγια της και μετά χάθηκε πάλι στα νερά του Μυρτώου πελάγους, μακριά από τα βλέμματα των ανθρώπων και των κοινών θνητών. Μέσα σου βασίλευε μια γαλήνη, μια ηρεμία, μια ησυχία, ένα συνεχόμενο πάθος για επαφή με το άγνωστο, το δυσερμήνευτο αυτό που οι λέξεις δεν έπαυαν να σου αποκαλύπτουν γιατί ήσουν ικανός να τις κάνεις να μιλήσουν στη γλώσσα σου. Έβγαινες από πολύ νωρίς το πρωί να δεις την αυγή γιατί η Ανατολή, η μαγεμένη Ανατολή σε καλούσε να την ανταμώσεις στο μπαλκόνι του Αιγαίου. Σε περιόριζε η πόλη και είχες ανάγκη κ. Αλεπουδέλη να ξεφύγεις από τα επίγεια και εκεί αγκαλιά με την απεραντοσύνη του θαλασσινού και ουράνιου μεταιχμίου η ψυχή σου απογειωνόταν σαν αετός έτοιμος να κατακτήσει τις απάτητες κορυφές και όλα τα υψώματα χωρίς να φοβάται τα πετάγματά του. Βρισκόσουν σε μια δική σου πραγματικότητα, εκεί που είχες την ευκαιρία να ακούς την ίδια τη φύση να σου διεγείρει κάθε ικμάδα και κάθε στοιχείο του νου σου, να πειράξει τα πολλαπλά επίπεδα της ψυχής σου. Ζούσες σε ένα δικό σου Όλυμπο έτοιμος σαν από καιρό να εξυψώσεις τον κόσμο, να του βάλεις στα χείλη στίχους σου που τότε ακόμα δεν ήξερες πως θα λάμβαναν μελοποιημένη διάσταση. Στίχους που εξουσίαζαν με τη δύναμή τους και τη σπιρτάδα τους απλούς ανθρώπους που ίσως και να μην γνώριζαν καν ποιος είσαι, το πρόσωπό σου, ακόμα και το όνομά σου. Εκεί λοιπόν στεκόσουν αγέρωχος και αρχέγονος, σα να είχες έρθει από άλλη εποχή, από εκεί από όπου μόνο οι θεοί που σε έφεραν γνωρίζουν. Και καθόσουν για ώρα με θέα το παράθυρο του δωματίου σου να σε χτυπάει στο πρόσωπο ο ήλιος των ερώτων σου και των στιγμών που αναπολούσες, σε ένα σημείο όπου οι άνεμοι σου έπαιρναν τα μαλλιά και το καλοκαιρινό αεράκι σου πλήρωνε τα κενά. Είχες μέσα σου ένα μωσαϊκό αναμνήσεων, φίλων που είχες καιρό να δεις και αδημονούσες να συναντήσεις σε εκείνα τα αστικά καφέ όπου σύχναζες και όπου συζητούσατε για ώρες ζητήματα προσωπικά και καλλιτεχνικά μιας και οι φίλοι πάντα σε ρωτούσαν και εσύ ντρεπόσουν εκστομίζοντας παρά μόνο κάποιες λίγες και μετρημένες κουβέντες. Αυτό που σε έκαιγε μέσα σου και έπρεπε να μοιραστείς για να σβήσεις τη δίψα της ακατάπαυστης φλόγας ήταν το ταξίδι με τους γλάρους από πάνω σου ενώ εσύ δεν σταματούσες να γράφεις στα κιτάπια σου γράμματα και επιστολές στην αγαπημένη σου που ανυπομονούσες να συναντήσεις. Αναρωτήθηκες άραγε ποτέ πόσο αιώνιος υπήρξες μέσα από τη λύρα του Απόλλωνα και τη σοφία της θεάς Αθηνάς, εκείνης που πάντα σε προστάτευε; Αν δεν το γνωρίζεις λοιπόν μάθε πως ανήκεις στο πάνθεον, βρίσκεσαι στο βάθρο που σου αξίζει και σε ευγνωμονεί η πλάση και οι άνθρωποι…

——————————————————

Ο Οδυσσέας Ελύτης, πραγματικό όνομα Οδυσσέας Αλεπουδέλης (1911-1996) ήταν ένας εκ των κορυφαίων Ελλήνων ποιητών. Βραβεύτηκε το 1979 με την ύψιστη τιμή, το Νόμπελ Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του. Η ποίησή του χαρακτηρίζεται από νεωτερικότητα, μελωδικότητα και λυρισμό αλλά και μία εξαίσια ελληνικότητα που παντρεύτηκε τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό της εποχής με τρόπο αρμονικό αναδεικνύοντας τον Ελύτη ως μία επιφανή μορφή της ποίησης. Το έργο του μελοποιήθηκε από τους σημαντικότερους Έλληνες συνθέτες και μέσω αυτών των μελοποιήσεων κατάφερε να γίνει γνωστό και αγαπητό σε πολύ μεγάλη μερίδα του ελληνικού κοινού που μέχρι τότε δεν είχε καμία απολύτως επαφή με την ποίηση. Ο Ελύτης με το έργο του άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα του στα ελληνικά γράμματα ως ένας εκ των κορυφαίων της γενιάς του ’30. Ποιητικές συλλογές όπως ο Ήλιος ο πρώτος, οι Προσανατολισμοί, η Μαρία Νεφέλη, τα Ρω του έρωτα απαρτίζουν μόνο ένα μικρό μέρος αυτής της τεράστιας προσφοράς του Οδυσσέα Ελύτη.