Μια πολύ δύσκολη νύχτα στο δωμάτιο (Γράμμα στον Έντγκαρ Άλαν Πόε)

Φοβάσαι τη σιωπή, σε πνίγει το σκοτάδι, μισείς την απώλεια που νιώθεις βαθιά μέσα σου. Το βράδυ μοιάζει με τάφο που αγκαλιάζει τα σωθικά σου και είναι αυτές οι σκοτεινές σκέψεις της μέρας που το βράδυ ζητάνε και διψάνε να τραφούν. Ναι είσαι δέσμιος των σκέψεών σου, δεν το αρνείσαι και κλειδώνεσαι διπλά και τριπλά μέσα στο σπίτι για να διώξεις μακριά επίδοξους κινδύνους. Δεν αφήνεις ούτε χαραμάδα ανοιχτή, ανάβεις παντού φώτα, ο παραμικρός θόρυβος σε αναστατώνει και σε εξουθενώνει, νιώθεις την απειλή να έρχεται από παντού. Είσαι απών αν και παρών στο σκηνικό αυτό της προσωπικής σου απώλειας. Πολλές φορές βλέπεις τον εαυτό σου σε απέλπιδες προσπάθειες να γυρίσεις οριστικά τέλος στη σελίδα της εσωτερικής απώλειας, αλλά δεν έχεις τη δύναμη να πράξεις την τερματική λυτρωτική πράξη, το ξέρεις πως αυτό είναι βασανιστικό, εξολοθρεύεσαι και εξουθενώνεσαι όλο και περισσότερο από το άγχος, το φόβο και τον τρόμο μήπως κάτι σου συμβεί, μήπως κάποιος εισβάλλει στον ιερό χώρο σου, μήπως διεισδύσει στο νου σου και σε αυτά που σου ανήκουν. Τελικά φοβάσαι μήπως και δεν μπορέσεις να προστατεύσεις τον εαυτό σου και έτσι οδηγείσαι στο συνεχή έλεγχο των πραγμάτων. Εξομολογείσαι πως θα μας τα πεις όλα. Δεν θα κρυφτείς άλλο. Αυτά τα λόγια οφείλουν κάπως να σου πάρουν αυτό το βάρος μακριά. Το χρωστάς λες στον εαυτό σου, το αποζητά η ίδια η φωνή της συνείδησής σου που είναι τόσο ισχυρή και γράφει αντί για σένα όλες αυτές τις λέξεις. Έντγκαρ πες μου ειλικρινά τι σε βασανίζει; Ξέρεις πως εγώ δεν θα σε κρίνω ποτέ. Είναι τόσο μεγάλη η βαρύτητα των λέξεων και τόσο ισχυρά τα φαινόμενα που ακόμα και τώρα που τα μοιράζεσαι όλα αυτά μαζί μου, καταλαβαίνω πως έχεις την ανάγκη να μου αναφέρεις το τρέμουλο στο χέρι που καταθέτει αυτές τις αγωνίες. Βρίσκεις τη λύτρωσή σου σε ένα κομμάτι χαρτί, στο μελάνι που βγαίνει από το μικρό μπουκαλάκι και χύνεται πάνω στο χαρτί, εκεί ξαποσταίνεις τις διψασμένες ανάσες σου, την αστείρευτη λαχτάρα σου για έκφραση, την υπέρτατη ανάγκη να ξεχυθούν σε μελάνι όλες οι σκέψεις που προκαλούν πυρετό στο νου σου. Χθες, βρέθηκες στο ειδικό δωμάτιο που έχεις διαμορφώσει για να γράφεις. Ένα υποτυπώδες γραφείο όπου συνηθίζεις να εκτονώνεις την έντασή σου και να αδειάζεις το μυαλό σου σε μία προσπάθεια να μην εκραγεί από τον υπερβολικό φόρτο που το βαραίνει. Εκεί στην ώρα αυτής της τόσο αποθεραπευτικής διαδικασίας βρήκες τον εαυτό σου να μην ηρεμεί, να νιώθει και πάλι το σκοτάδι για το οποίο μου μίλησες πριν να σε καταπλακώσει σαν να είχε λάβει χώρα εντός σου σεισμός πολλών ρίχτερ. Αν ασκούσουν στο γράψιμο και παρατηρούσες τον εαυτό σου στον καθρέφτη, αποδεικνύεται πως υπήρχες όντως εκείνη τη στιγμή και δεν ήσουν ένα φάντασμα. Eίδες τον εαυτό σου εκτός και φοβήθηκες και μόνο στη σκέψη πως εσύ, ο αδύναμος, ο ταπεινός, ο φοβούμενος τα ύψη βρέθηκες νοερά να περπατάς και να οδηγείσαι στο χείλος της εξαφάνισης, της φυγής, να βλέπεις τον εαυτό σου έξω από σένα, να παίρνεις τη γενναία πλην απαραίτητη απόφαση και να υπερπηδάς το τζάμι που σε χώριζε από το απόλυτο κενό στο οποίο και τελικά αφέθηκες. Μα όλα αυτά δεν ήταν παρά μία μακάβρια φαντασίωση, ένας εφιάλτης που πάει πέρασε. Τελικά αυτό ψάχνεις άραγε; Να απολαύσεις μη όντας πια εδώ τον πόνο που θα νιώσουν οι άλλοι με τη φυγή σου ή μήπως σε ικανοποιεί απλά το γεγονός να βάζεις τον εαυτό σου σε ένα φαντασιακό και φανταστικό πλαίσιο και αυτό να θρέφει το άβουλο μέσα σου και έτσι να οδηγείσαι στις μακάβριες ιστορίες σου και στην οδό Μοργκ; Τι να πρωτοπιστέψεις και τι άλλο αλήθεια να σκεφτείς καλέ μου Έντγκαρ σαν τέτοιες έγνοιες σε κατακλύζουν και σου αφαιρούν κάθε έννοια ύπαρξης; Τελικά έχεις το θάρρος και το σθένος να προβείς σε τέτοιες ενέργειες ή αποτελούν απλά έμπνευση για τις μυστηριώδεις ιστορίες σου; Γιατί στροβιλίζουν στο μυαλό σου και τι ζητάνε από σένα, γιατί σε περιτριγυρίζουν και ποιος ο λόγος που σε ταλαιπωρούν; Δεν θέλεις να κοιμηθείς γιατί ξέρεις πως η επίσκεψη της ησυχίας είναι επώδυνη. Μακάρι να μπορούσες να έχεις στα αυτιά σου έναν κάποιο ήχο να σε ξεκουράζει και όχι τους ήχους που συνήθως ακούς και σου τρυπάνε το μυαλό γιατί δεν γνωρίζεις από πού προέρχονται. Μάλλον για αυτό επιζητάς την αιώνια ξεκούραση, την οποία όμως δεν θα αναζητήσεις με όποιο μέσο. Πολλές φορές έχεις σκεφτεί να πάρεις εκείνα τα χάπια που κάποτε είχες προμηθευτεί και να χαθείς στην επίδρασή τους έρμαιο μιας ουσίας παραισθησιογόνου που τουλάχιστον σταματά για ώρες τη σκέψη και το νευρικό σύστημα αφήνεται στη λειτουργία τους. Να πάρεις εκείνα τα άσπρα χαπάκια, να δοκιμάσεις τις αντοχές σου, να αφεθείς στη μέθη τους, μήπως και τελικά μπορέσεις κάπως ανώδυνα να νιώσεις επιτέλους το τέλος στα βάσανα του μυαλού σου. Ή μήπως πάλι να ριχτείς όπως συνηθίζεις τελευταία στο ποτό μέχρι τελικής πτώσης. Είναι αυτό το οινόπνευμα που σε καταπραΰνει και αφήνει τις αισθήσεις σου σε έναν κόσμο τόσο ανάλαφρο και χαλαρωτικό, χάνεσαι ολόκληρος μέσα στη ρευστότητα που καταπίνει το σώμα σου. Και όμως και εδώ φοβάσαι τι θα σου προκαλέσει μία τέτοια πράξη, άρα είσαι τελικά σε ένα τέλμα. Θέλεις και δεν θέλεις, δέχεσαι και αρνείσαι, παλεύεις και αφήνεσαι, προχωράς και οπισθοχωρείς, έτσι συνεχίζεις αλλά για το πού δεν το ξέρεις ακόμα…

———————————–

Ο Έντγκαρ Άλαν Πόε (1809-1849) ήταν Αμερικανός ποιητής και συγγραφέας, ο εκ των εμπνευστών της λογοτεχνίας του φανταστικού, της λογοτεχνίας τρόμου και του αστυνομικού μυθιστορήματος. Ένθερμος εκπρόσωπος του κινήματος του ρομαντισμού. Έζησε δύσκολα χρόνια και ήταν ιδιαίτερα εσωστρεφής καθώς πάλευε με τα φαντάσματά του. Το Κοράκι, αποτελεί κορυφαίο δείγμα γραφής του και σημείο αναφοράς του έργου του. Κάτω από συνθήκες ψυχολογικής πίεσης που βίωνε ήδη από τα παιδικά του χρόνια αφού έχασε και τους δύο του γονείς σε ηλικία δύο ετών, ο Πόε αφοσιώθηκε στη γραφή από νωρίς αφού πρώτα όμως είχε καταταχθεί στον αμερικανικό στρατό για οικονομικούς προφανώς λόγους. Είδε πολλά έργα του να εκδίδονται ήδη από την ηλικία των είκοσι χρονών, ωστόσο δεν είχε την τύχη να απολαύσει τη μεγάλη αναγνώριση καθώς το ποτό ήταν εκείνο που τον ώθησε στην καταστροφή και πέθανε σε ηλικία μόλις σαράντα ετών ύστερα από ένα παραληρηματικό επεισόδιο.