Πέτρος Μάρκαρης, Η εποχή της υποκρισίας, Εκδόσεις Κείμενα

Τα τελευταία δέκα χρόνια η χώρα πέρασε δια πυρός και σιδήρου, με άστατη πολιτική κατάσταση, με τις διαδηλώσεις στις πλατείες από τους αγανακτισμένους, με τους θεσμούς να επισκέπτονται κάθε τρεις και λίγο την χώρα για να επιβάλλουν τις αποφάσεις τους, στις οποίες η εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση όφειλε να συμμορφώνεται. Όλα αυτά τα χρόνια πολλοί άνθρωποι έχασαν τις δουλειές τους, άλλοι καταστράφηκαν οικονομικά, άλλοι είδαν τους μισθούς τους να μειώνονται στο μισό και άλλοι να ζουν ένα οικογενειακό δράμα δίχως επιστροφή και λύση. Ο σπουδαίος Πέτρος Μάρκαρης με τον περίφημο αστυνόμο Χαρίτο έρχεται να μας θυμίσει και να μας μιλήσει, όπως άλλωστε αναφέρει και ο τίτλος του βιβλίου, για όλη αυτήν την δύσκολη και δυσμενή περίοδο.

Μια δύσκολη υπόθεση στα χέρια ενός άξιου αστυνόμου

Ο Μάρκαρης ουσιαστικά γράφει ένα κοινωνικό μυθιστόρημα που έχει την επένδυση της αστυνομικής ιστορίας για να μας αφηγηθεί όλα αυτά που έχει στο μυαλό του. Γιατί πίσω από τον Χαρίτο κρύβεται ο αστυνόμος που έχει να διεκπεραιώσει πλήθος υποθέσεων με πρόσημο βαθιά ανθρώπινο, τόσο σε κοινωνικό και όσο και σε ψυχολογικό επίπεδο. Αν επίσης διαβάσει κάποιος τα βιβλία του Γιάννη Μαρή θα δει και στον αστυνόμο Μπέκα τα ίδια στοιχεία, τα αμιγώς ελληνικά που ταυτίζονται με περιόδους αστάθειας και ανασφάλειας. Ο Μάρκαρης χειρίζεται την υπόθεση με πολύ αληθοφανή τρόπο και προσδίδει στην ιστορία τέτοια χαρακτηριστικά που όποιος αναγνώστης εντρυφήσει σε αυτήν θα διαπιστώσει πολλές ομοιότητες με όσα συνέβησαν στο παρελθόν.

Πρόκειται κατά βάση για μία υπόθεση που μας υπενθυμίζει άσχημες καταστάσεις, συνθήκες πολύ οδυνηρές, γιατί τα χρόνια της κρίσης ήρθαν ουσιαστικά μετά από μία περίοδο επίπλαστων εντυπώσεων, υπερβολών και ψεύτικης ευδαιμονίας που ουδεμία σχέση είχε με την πραγματικότητα. Οι πρωταγωνιστές, που αποκαλύπτουν την δράση τους είναι εμποτισμένοι με την απογοήτευση, την δυστυχία, την αγανάκτηση και την υπέρμετρη οργή για μια ζωή που αλλιώς είχαν σχεδιάσει και αλλιώς τους βγήκε στην πορεία. Για αυτό και δρουν φορτισμένοι από τον θυμό και το μίσος, είναι υπό καθεστώς μένους. Μπορεί ο τρόπος τους και η μέθοδός τους για να αντιδράσουν σε όσα τους συνέβησαν να είναι εντελώς και απόλυτα καταδικαστέα καθώς αφαίρεσαν ανθρώπινες ζωές και άρα πλήρως εγκληματικά, ωστόσο δεν παύουν να είναι άνθρωποι που βρέθηκαν στο χείλος της καταστροφής και μέσα στην θλίψη τους οδηγήθηκαν στο φόνο για τον οποίο και θα τιμωρηθούν όπως ορίζει ο νόμος.

Ο Μάρκαρης όμως είναι και ένας συγγραφέας που με το μέτρο της αφήγησής του δια στόματος Κώστα Χαρίτου απονέμει τη δική του δικαιοσύνη. Ο αστυνόμος του είναι μετρημένος, συνεπής, δίκαιος, σεβαστός και αποτελεσματικός, είναι ένας αξιοπρόσεκτος και αξιέπαινος αστυνόμος, ένα στέλεχος της αστυνομίας που εκτελεί στο έπακρο το καθήκον του, είναι ακέραιος και ηθικός αλλά και παράλληλα ευαίσθητος και ανθρώπινος, ακριβώς όπως και ο αστυνόμος Γιώργος Μπέκας που ανέφερα προηγουμένως. Είναι το είδος του αστυνόμου με τον οποίο ο Έλληνας αναγνώστης και πολίτης νιώθει ασφάλεια, οικειότητα γιατί αποτελεί μέρος της κοινωνίας, είναι ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας και δεν έχει το σκληρό πρόσωπο ενός απρόσωπου και άρα δυσπρόσιτου αξιωματικού.

Ο Μάρκαρης πετυχαίνει με τον αστυνόμο του να μας παρουσιάσει τη δύσκολη δουλειά του αστυνόμου που είναι αγχωτική, πιεστική, ενίοτε και επικίνδυνη, αλλά όλα τα πρόσωπα τα οποία βλέπουμε να παρελαύνουν δεν είναι παρά ένα μωσαϊκό όλων όσων απαρτίζουν την ελληνική και κάθε κοινωνία που μοιάζει με την ελληνική. Τα φονικά που διαπράττονται είναι η αναμενόμενη αντίδραση σε μία ορισμένη κατάσταση, εδώ πρόκειται για εκδίκηση για όσα οι πρωταγωνιστές αυτών των φονικών υπέστησαν από τους θύτες τους, αυτούς που οι ίδιοι επέλεξαν ως θύματά τους για να πάρουν το αίμα τους πίσω. “Το οργανωμένο έγκλημα δεν ενδιαφέρεται ούτε να διατυμπανίσει τον φόνο που διέπραξε ούτε να δώσει εξηγήσεις ούτε και να ανοίξει διάλογο με την αστυνομία. Οι προκηρύξεις της τρομοκρατίας πάλι αντιγράφουν όλες το ίδιο μοντέλο, που έχει δύο άξονες: το κίνητρο της δολοφονίας και την ιδεολογική τοποθέτηση των δραστών”.

Η εποχή που πέρασε η χώρα ήταν μια πολύ επώδυνη περίοδος όπου οι άνθρωποι έζησαν την απόλυτη απαξίωση και πλήρωσαν το τίμημα των πολλών χρόνων που οι πολιτικές ηγεσίες αδυνατούσαν να δουν το πρόβλημα που διογκωνόταν. Είναι πολύ σημαντικό να παρατηρήσουμε όσα εμμέσως πλην σαφώς ο Μάρκαρης θέλει να διαμηνύσει με τα βιβλία του, δεν είναι απλά μία ωραία αστυνομική ιστορία για να περάσει η ώρα μας, είναι και ένας τρόπος και μία μορφή διείσδυσης στα άδυτα της ελληνικής κοινωνίας που έπιασε πάτο, πόνεσε και πληγώθηκε και από δικά της λάθη ενδεχομένως και με κόπο προσπάθησε να ξαναβγεί στην επιφάνεια. Οι δολοφονημένοι είναι κάποιοι υψηλά ιστάμενοι, κάποιοι γνωστοί που με τις πράξεις ή τις παραλείψεις του οδήγησαν και αυτοί και συνέβαλαν στο χάος το εργασιακό, το κοινωνικό, το πολιτικό. Αυτοί πλήρωσαν και το τίμημα με την ίδια τους την ζωή. Ένοχοι ίσως, άξιζε να πεθάνουν για αυτό όχι, να δικασθούν ίσως ναι, ίσως όχι. Αυτό είναι ένα άλλο κεφάλαιο και δεν είναι της παρούσης.

Ο Μάρκαρης παίζει λοιπόν με ευαίσθητες χορδές της ηθικής και των ερωτημάτων, πραγματεύεται οριακές καταστάσεις και φέρνει τον αναγνώστη του ενώπιον προβληματισμών καλώντας τον έτσι να λάβει και αυτός θέση αλλά και να βγάλει τα δικά του προσωπικά συμπεράσματα. Εξάλλου, τόσο σε αυτό όσο και στα μυθιστορήματα αλλά και τα διηγήματα, αφηγείται όλο αυτόν τον χρόνο που πέρασε από τότε και βλέπει τα πράγματα από απόσταση. Ο Χαρίτος είναι ένα πρόσωπο σχεδόν υπαρκτό γιατί ο Μάρκαρης το καταφέρνει, ένα πρόσωπο που έχει τον δικό του τρόπο να μας κάνει κοινωνούς όλου αυτού του πλαισίου και για αυτό τον αναζητούμε για την αφήγησή του.

“Ο τάφος χρειάζεται τυμβωρύχους και φοβάμαι ότι αυτή θα είναι η επόμενη αποστολή της αστυνομίας”

“Οι δύο ξένοι και ο δικός μας είναι νεκροί. Το κίνητρό του μας είναι πια γνωστό. Πλήρωσαν το τίμημα της υποκρισίας τους. Ποια ήταν η υποκρισία τους, αυτό είναι δουλειά της αστυνομίας να το βρει”