Massimo Recalcati, Η ώρα του μαθήματος, Εκδόσεις Κέλευθος

Έχοντας λάβει την κλασική παιδεία από τον Αριστοτέλη, ο Μέγας Αλέξανδρος είχε πει πως στους γονείς μου χρωστώ το ζην ενώ στους δασκάλους μου το ευ ζην. Αυτή την ξεχωριστή και τόσο διδακτική διατύπωση έρχεται να επιβεβαιώσει σε αυτό το βιβλίο του ο κορυφαίος ψυχαναλυτής Μάσιμο Ρεκαλκάτι, ο οποίος δυστυχώς, ενώ επρόκειτο να επισκεφτεί την Ελλάδα, τελικά λόγω κορονοϊου δεν μπόρεσε να έρθει. Η διδασκαλία και ο τρόπος προσέγγισής της είναι το κύριο θέμα που απασχολεί τον Ρεκαλκάτι, όντας και ο ίδιος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο όπου αναπτύσσει δικές του τεχνικές και μεθόδους μάθησης ώστε η περίφημη ώρα του μαθήματος να καταστεί μία ώρα δημιουργική και παραγωγική, τόσο για τον ίδιο όσο και για τους σπουδαστές.

Ο έρωτας στα χρόνια της διδασκαλίας

Ο Ρεκαλκάτι αναπτύσσει μία κεντρική και βασική ιδέα της διδασκαλίας, δηλαδή την ερωτική σχέση του διδασκομένου με το σώμα της μάθησης και αυτό έγκειται στον ρόλο του διδάσκοντα που οφείλει να μεταδώσει αυτή την αγάπη, πράγμα καθόλου εύκολο. Έχουμε συνηθίσει το εκάστοτε σχολείο να αποτελεί έναν χώρο όπου η μάθηση προσφέρεται στείρα και δίχως πραγματικό ενδιαφέρον, ένας χαμένος χρόνος. Το μάθημα καθίσταται για τους περισσότερους μαθητές μία υποχρεωτική άσκηση υπομονής μέχρι να τελειώσει το μαρτύριο και μια αγγαρεία από την οποία επιθυμούν ταχέως να απαλλαχθούν διότι νιώθουν, δικαιολογημένα θαρρώ αν κρίνω και από τη δική μου προσωπική εμπειρία -πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, πως είναι άδικος κόπος. Λίγοι είναι οι πεφωτισμένοι δάσκαλοι που εμπνέουν και παρακινούν προς την οδό της γνώσης με ένα δικό τους “μαγικό” ραβδί.

Οι περισσότεροι μαθητές έρχονται αντιμέτωποι με το θλιβερό φαινόμενο της στείρας αποστήθισης καταπίνοντας την γνώση δίχως καν να την μασήσουν και αγνοούν την χαρά της εισδοχής μέσα τους. Γίνονται λοιπόν αποδέκτες μιας γνώσης από την οποία νιώθουν πως τίποτε δεν αποκομίζουν. “Ιδού ο άσπονδος εχθρός του εκπαιδευτικού έργου: η τάση ανακύκλωσης και αναπαραγωγής μιας γνώσης όμοιας πάντα με τον εαυτό της. Είναι το φάντασμα που ίπταται από πάνω μας και έχει τη δύναμη να υπαγορεύει θανατηφόρα τους όρους άσκησης του εκπαιδευτικού μας έργου: το να αφήνεται κανείς σε ό,τι έχει ήδη γίνει, λεχθεί ή ιδωθεί, συρρικνώνοντας την αγάπη για τη γνώση στην απλή διαχείριση μιας γνώσης που δεν επιφυλάσσει πια καμία έκπληξη”.

Και πράγματι ο Ρεκαλκάτι έχει δίκιο, πώς να πείσεις τον μαθητή να σε ακούσει όταν το μόνο που έχεις ως δάσκαλος είναι η τιμωρία της γνώσης δια της αυταρχικής πειθούς και της συνεχούς αξιολόγησης που δεν φέρνει κανένα αποτέλεσμα γιατί απλά παρέχεται χωρίς κανένα συναίσθημα, χωρίς καμία δόση τρυφερότητας και πώς άραγε να του μεταδώσεις αυτήν την ανάγκη που λέγεται γνώση αν εσύ ο ίδιος δεν την έχεις κάνει κτήμα σου και δεν την αγαπάς περισσότερο από εκείνον; Ο Ρεκαλκάτι κάνει λόγο και για την απέχθεια του μαθητή ως προς το βιβλίο μέσω του οποίου πρέπει η γνώση να διοχετεύεται. Κανένα τεχνολογικό μέσο δεν μπορεί να αντικαταστήσει το βιβλίο, αυτήν την τεράστια επινόηση και σαφώς τον εκπαιδευτή και παιδευτή, αυτόν που οφείλει να είναι ταγμένος στο πολύτιμο και πολυεπίπεδο έργο του. “…αυτό που μένει από το Σχολείο είναι το αναντικατάστατο έργο του δασκάλου – έργο που συνίσταται στη διάνοιξη του υποκειμένου στην κουλτούρα ως τόπο “εξανθρωπισμού της ζωής” ͘  έργο που καθιστά δυνατή τη συνάντηση με την ερωτική διάσταση της γνώσης”.

Το μάθημα, ένα αντικείμενο μοναδικά ιερό

Ο Ρεκαλκάτι σε πολλά σημεία του βιβλίου του κάνει αναφορά στον Λακάν και μάλιστα μας κατευθύνει να τον μελετήσουμε για να κατανοήσουμε και τις δικές του αναφορές. Στο δοκίμιό του αυτό, το οποίο φαίνεται πως έχει πολλές φορές και έναν τόνο πολύ προσωπικό, εξηγεί πολύ αναλυτικά πολλές παιδαγωγικές μεθόδους στις οποίες δεν θα υπεισέλθω διότι είναι καλύτερα για τον αναγνώστη να τα διαβάσει από τον ίδιο που τα εξηγεί πολύ εμπεριστατωμένα. Ως αναγνώστης και εγώ εισέπραξα την αγάπη του ίδιου για το μάθημα και την ιερή αυτή ώρα και αυτό που αξίζει να αναφέρω είναι η δική του αναφορά στο τέλος του βιβλίου στη δασκάλα του, την Τζούλια. Είναι από τα συγκινητικά σημεία του βιβλίου, είναι μια εις βάθος αφήγηση για τη σχέση του με εκείνη και αποδεικνύει πόσο πρωταρχικός είναι ο ρόλος του δασκάλου.

Με την ανάμνησή της και με την εικόνα της στο μυαλό του, ο Ρεκαλκάτι βάζει στο τέλος του βιβλίου την πιο ωραία πινελιά στον πίνακα της αφήγησής του καθώς εξυμνεί μία γυναίκα που έπαιξε μαζί με την μητέρα του τον ρόλο που αρμόζει σε μία σωστή παιδαγωγό που τον έκανε να αγαπήσει την γνώση και αναπτύσσοντας μαζί της μια διαπροσωπική σχέση εμπιστοσύνης. Αναφερόμενος σε όλο το βιβλίο στο ρόλο της επιθυμίας για γνώση εκ μέρους του διδασκόμενου, την οποία μπορεί και κινητοποιεί ο δάσκαλος μέσω της απελευθέρωσής της, ο Ρεκαλκάτι γίνεται πολύ πιο προσωπικός και γράφει πολύ γλαφυρά: “Μας έμαθες ότι επιθυμία χωρίς δέσμευση είναι μονάχα καπρίτσιο και ότι η αβεβαιότητα αυξάνει με τη γνώση, και όχι το αντίθετο, διότι δεν υπάρχει γνώση ικανή να κατανοήσει ολότελα τη ζωή, καθώς η αυθεντική έρευνα αυξάνει τις αμφιβολίες χωρίς ποτέ να απαιτεί την επίλυσή της. Μας έμαθες ότι οι λέξεις είναι φορείς μιας άγνωστης δύναμης, που ξεπερνά οποιαδήποτε ερμηνεία και που πρέπει να μάθεις να τη σέβεσαι και να ξέρεις να την απολαμβάνεις”. Πριν ολοκληρώσω, συγχαρητήρια στην μεταφραστική προσπάθεια της ομάδας των μεταφραστών, την Άννα Πλεύρη, την Γιοβάννα Βεσσαλά και τον Τάκη Γκόνη. Η δική μου προτροπή, απολαύστε αυτό το πολύ ιδιαίτερο βιβλίο γιατί η γνώση είναι ένα αγαθό διαμάντι!

“…η μοναξιά του δασκάλου δεν είναι μονάχα σχήμα λόγου, αλλά αναφέρεται στην ουσιαστική υπόσταση κάθε διδασκαλίας. Αν διδάσκω σημαίνει, όπως είδαμε, αφήνω ένα αποτύπωμα, ένα ίχνος, ένα σημάδι στον μαθητή, αυτό συμβαίνει γιατί η μετάδοση του λόγου του διδασκάλου δεν ανάγεται στην κλωνοποίηση, δηλαδή στην παθητική και κομφορμιστική αναπαραγωγή του”.

“…η παρουσία των μαθητών μου εξαρτάται άμεσα από τη δική μυ, από τον τρόπο που είμαι παρών για την τάξη ολόκληρη και για κάθε παιδί χωριστά, από την παρουσία μου στην ύλη του μαθήματος, από τη φυσική, διανοητική και ψυχική παρουσία μου στα πενήντα πέντε λεπτά που θα διαρκέσει το μάθημά μου”.