Ford Madox Ford, Το τέλος της παρέλασης. Κάποιοι όχι…, Εκδόσεις Εξάντας

Η τετραλογία του Φορντ Μάντοξ Φορντ, το πρώτο μέρος της οποίας αποτελεί αυτό το βιβλίο, γράφτηκε από το 1924 έως το 1928, εν μέσω δηλαδή της άστατης περιόδου του μεσοπολέμου που τόσα άλλαξε στην Γηραιά ήπειρο, δυστυχώς με ολέθριες συνέπειες για τους ανθρώπους. Ο συγγραφέας διατρέχει όλο το φάσμα της περιόδου πριν και μετά τον πόλεμο αφηγούμενος τις εξελίξεις και τα γεγονότα. Πρόκειται για ένα ψυχογράφημα των ανθρώπων, των καταστάσεων και της κρισιμότητας των στιγμών με εστίαση όμως στην συναισθηματική, κοινωνική και πολιτική αναστάτωση που προκάλεσε ο Μεγάλος πόλεμος πριν και μετά το ξέσπασμά του ͘  και μην λησμονούμε πως στον πόλεμο έλαβε μέρος και ο ίδιος ο συγγραφέας. Είναι η τύχη των συγγραφέων σαν τον Μάντοξ Φορντ που συμμετείχαν σε τέτοια κομβικά ιστορικά γεγονότα να γυρνάνε πίσω και να καταθέτουν την δική τους ματιά σε όσα φρικτά έζησαν και είδαν.

Νηνεμία πριν το ξέσπασμα της καταιγίδας

Η εξιστόρηση των γεγονότων ξεκινά μέσα από το πρόσωπο του Κρίστοφερ Τίτζενς, ενός ανθρώπου που πηγαίνει ενάντια στο ρεύμα και πασχίζει να πράξει το σωστό, να παραμείνει υπόδειγμα ανθρώπου παρά τις παλινωδίες που και αυτόν τον ταλαιπωρούν. Βρίσκεται εν μέσω κατηγοριών, γεύεται την μοχθηρία των γύρω του, αντιλαμβάνεται τον κόσμο ως κάτι εχθρικό και εκείνος παλεύει να σταθεί όρθιος με κάθε δυνατό τρόπο. Είναι ένας ήρωας του καιρού του, ένας ήρωας που ακροβατεί ανάμεσα στην απόφαση για το ηθικό και το ανήθικο και τελικά η φυγή του για τον πόλεμο θα είναι η ολοκληρωτική λύτρωσή του. Είναι συνταρακτική και συνάμα βουβή η αφήγηση του Φορντ καθώς νιώθουμε πως όλα συμβαίνουν αλλά παράλληλα πως τίποτα δεν συμβαίνει.

Πραγματικά, ο τρόπος που καταθέτει τα παρασκήνια λίγο πριν το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου είναι βασανιστικά εξοργιστικός. Διαβάζουμε για ίντριγκες, συνωμοσίες, διεφθαρμένο και σάπιο πολιτικό σύστημα, άνθρωποι που σέρνονται στα άδυτα της εξουσίας μακριά όμως από τον λαό καθώς γεύονται μια ζωή ευδαιμονίας και καλοπέρασης λίγο πριν την καταιγίδα. Ο κόσμος της εποχής του Φορντ, τον οποίο παρουσιάζει με φλεγματικό και καυστικό τρόπο και τον κατακρίνει, είναι ένας κόσμος που εξηγεί τις αιτίες που η Ευρώπη βίωσε δύο πολέμους απόρροια λαθών, παραλείψεων και εσφαλμένων αποφάσεων. Οι άνθρωποι της εξουσίας αδυνατούν να κατανοήσουν το βάρος των ευθυνών τους και καταφεύγουν σε συμπεριφορές και αντιδράσεις που δεν συνάδουν με το βάρος που επωμίζονται στις θέσεις τους. Ο Φορντ “ντύνει” την δραματικότητα της αφήγησής του και με πολλές και συχνές αναφορές σε ποιητές και συγγραφείς και κυρίως στον Ντάντε Γκαμπριέλ Ροσέττι, τον προραφαηλίτη ζωγράφο, συγγραφέα και ποιητή, τον οποίο είναι εμφανές πως θαύμαζε.

“”Ο πόλεμος, καλέ μου φίλε” είπε ο Τίτζενς – το τρένο είχε επιβραδύνει προετοιμαζόμενο να μπει στο Άσφορντ – “είναι αναπόφευκτος και μάλιστα με τούτη τη χώρα στο επίκεντρο. Απλώς επειδή εσείς, φίλοι μου, είστε τόσο αναθεματισμένοι υποκριτές. Δεν υπάρχει χώρα στον κόσμο που να μας εμπιστεύεται. Πάντοτε διαπράττουμε, τρόπος του λέγειν μοιχεία – όπως ο φίλος σου! – με το όνομα του Παραδείσου στα χείλη μας”. Είναι χαρακτηριστικό το απόσπασμα αυτό ήδη από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου όπου ο πρωταγωνιστής Τίτζενς διαβλέπει τις λανθασμένες κινήσεις και το σκοτεινό μέλλον και είναι αυτός που σαν τη μύγα μέσα στο γάλα, αντιλαμβάνεται την λάθος κατεύθυνση που οι άλλοι δεν βλέπουν ή καλύτερα αρνούνται να δουν και εθελοτυφλούν για να συνεχίσουν μια ζωή με ανέσεις.

Μέσα στη δίνη των δύσκολων χρόνων

Η αφήγηση έχει σαφώς και αυτοβιογραφικό χαρακτήρα από πλευράς συγγραφέα με όσα παρατηρούσε γύρω του πριν αναχωρήσει για το μέτωπο και ο Τίτζενς είναι κατά μία έννοια ο καθρέφτης της δικής του προσωπικής υπόστασης, ένα άλλος εαυτός με τον οποίο όμως ταυτίζεται ως προς την θέαση και αντίληψη των πραγμάτων. Είναι μιας μορφής απολογία, ένα είδος κατάθεσης ψυχής από μεριάς συγγραφέα που με κινηματογραφικό τρόπο και εν είδει βουβής ταινίας, εκμυστηρεύεται όσα έλαβαν χώρα στα χρόνια πριν και μετά τον πόλεμο. Ο Τίτζενς όπως και ο Φορντ θα δουν την πορεία στο μέτωπο και την κατάταξη στον στρατό ως ένα είδος αυτοκάθαρσης από όσα γεύτηκαν και εκείνοι. Πρόκειται για ένα είδος αντίδρασης στο κακό που προσπαθεί να κατατροπώσει το καλό και διαφαίνεται η χωρίς κανέναν δισταγμό απόφαση για φυγή σε έναν αγώνα υπέρ πατρίδος μακριά από όσα πληγώνουν.

“Ο αγαπημένος της έφευγε μακριά της ͘  τον τραβούσε στο πεδίο της μάχης ο πόλεμος ͘  οι σκληρές ανάγκες της ζωής διευρύνονταν ͘  τι σημασία είχε μια απιστία περισσότερο ή λιγότερο σ’ αυτήν την σκληρή, μακρά δοκιμασία που ήταν η ζωή;”. Εδώ υπεισέρχεται η αναφορά του Φορντ για λογαριασμό του Τίτζενς στην απιστία έναντι της συζύγου του Σύλβια και την απόφαση του Τίτζενς να ζήσει με την Βαλεντάιν Γουάνοπ με την οποία είχε κρυφή σχέση. Αυτό όλο το σκηνικό αντιζηλίας και ανταλλαγής πολλές φορές μοχθηρών λόγων είναι ίσως και ένας λόγος παραπάνω να εξιλεωθεί ο ήρωας του Φορντ με την φυγή του στο μέτωπο. Είναι όμως και η προσπάθεια του Φορντ να καταδείξει την συγκρουσιακή διάσταση των σχέσεων σε μία περίοδο όπου οι σχέσεις γίνονται όλο και πιο εύθραυστες και δοκιμάζονται συνεχώς. Ίσως να είναι και μία δυναμική από μέρους του απόφαση να αυτοτιμωρηθεί για όσα ανήθικα έπραξε χωρίς όμως δόλο. Εξάλλου, η φράση του αυτή αυτό αποκαλύπτει, κατανοεί το σφάλμα του και ο πόλεμος τον σαγηνεύει όπως το μέλι την μέλισσα και σε αυτόν αφοσιώνεται. Το βιβλίο αυτό είναι αναμφίβολα σπουδαίο εκδοτικό γεγονός και η μετάφραση της Κατερίνας Σχινά είναι ένα επίτευγμα. Εν αναμονή της συνέχειας της ιστορίας για να βυθιστούμε ακόμα περισσότερο στην εποχή και να διδαχτούμε!

“Ο πόλεμος είναι εξίσου αναπόφευκτος με το διαζύγιο”

“Θέλετε να μάθετε γιατί μισώ τον σύζυγό μου. Θα σας πω ͘ εξαιτίας της απλοϊκής, καθαρής ανηθικότητάς του. Δεν εννοώ τις πράξεις του, αλλά τις απόψεις του! Κάθε λέξη που προφέρει, για οποιοδήποτε ζήτημα, με σπρώχνει – το ορκίζομαι ότι με σπρώχνει -, όσο και να μην το θέλω, να χώσω ένα μαχαίρι στη σάρκα μου”.