Στέφαν Τσβάιχ & Γιόζεφ Ροτ: Λογοτεχνική συμπόρευση δύο επιστήθιων φίλων και ειρηνιστών

Είναι λίγο πολύ γνωστή η ιστορία των δύο φίλων, του Δάμωνα και του Φιντία, με την οποία θα ήθελα να ξεκινήσω αυτό το άρθρο-αφιέρωμα σε δύο λογοτεχνικές φυσιογνωμίες του 20ου αιώνα, τον Στέφαν Τσβάιχ (Stefan Zweig) και τον Γιόζεφ Ροτ (Josef Roth). Δύο μορφές που άφησαν ανεξίτηλα το σημάδι τους και το αποτύπωμά τους σε αυτό που ονομάζουμε λογοτεχνία και διανόηση. Η παράλληλη πορεία τους είναι μυθιστορηματική από μόνη της, αλλά αξίζει να ιδωθεί υπό ένα κοινό πρίσμα λογοτεχνικής αλληλεγγύης που επιστράτευσαν σε καιρούς χαλεπούς, τόσο για τους ίδιους όσο και για τον κόσμο στον οποίο βρέθηκαν να ζήσουν, να επιβιώσουν και ευτυχώς για μας να δημιουργήσουν. Δεν είναι καθόλου τυχαία η αναφορά μου στην ιστορία των δύο αρχαίων Ελλήνων γιατί οι δύο Αυστριακοί συγγραφείς συμπορεύτηκαν λογοτεχνικά και διανοητικά, έγιναν επιστήθιοι φίλοι, στήριξαν ο ένας τον άλλον με αποδείξεις και πράξεις και με τη φιλία τους αυτή όρθωσαν τείχος απέναντι στο τέρας του ναζισμού που έμελλε να συμπαρασύρει την Ευρώπη στο χάος. Τι και αν οι εποχές αλλάζουν, οι άνθρωποι μένουν ίδιοι, διαπράττουν ακριβώς τα ίδια λάθη, αλλά λάμπουν κιόλας με το μεγαλείο της ψυχής τους, με τους ίδιους ακριβώς όρους και υπό τις ίδιες συνθήκες.

Δάμων και Φιντίας: μια ιστορία σημερινή

Οι δύο πυθαγόρειοι λοιπόν, Δάμων και Φιντίας, έμειναν στην ιστορία ως δύο πιστοί φίλοι και σώθηκαν χάρη σε αυτή τους την φιλία, την πίστη σε ένα ιδανικό που ευλαβικά υπηρέτησαν ο ένας για τον άλλον. Η ιστορία εν συντομία έχει ως εξής: Ο Διονύσιος ο νεότερος, τύραννος των Συρακουσών, καταδίκασε σε θάνατο τον Φιντία κρίνοντας πως ήταν ύποπτος και επικίνδυνος για την ανατροπή του. Τότε ο Φιντίας ζήτησε από τον τύραννο μια χάρη, να τον αφήσει να τακτοποιήσει κάποιες τελευταίες του υποθέσεις και μετά να επιστρέψει για να του αποδοθεί η επιθυμητή «δικαιοσύνη», ο παραλογισμός δηλαδή και η ασυδοσία της εξουσίας ενός απολυταρχικού ηγέτη. Ο τύραννος δέχτηκε να τον αφήσει με την προϋπόθεση πως θα μείνει πίσω ο Δάμων ως εγγυητής πως ο Φιντίας πράγματι θα επιστρέψει. Δραματικές στιγμές θάρρους και γενναιότητας εκτυλίχθηκαν και σαν ο Φιντίας ήρθε στο «και πέντε» από το ταξίδι του, παρουσιάστηκε ενώπιον του αιμοσταγούς τυράννου και ζήτησε να τιμωρηθεί, ο Δάμων βρισκόταν ήδη στη λαιμητόμο – αφού η τιμωρία ήταν απαγχονισμός – και ζητούσε εκείνος να θυσιαστεί αντί για τον φίλο του. Από την άλλη ο Φιντίας επέμενε να αφεθεί ελεύθερος ο Δάμων. Τελικά, ο αδίστακτος τύραννος έδωσε χάρη ελευθερίας και στους δύο φίλους, συγκινημένος από την πίστη στη φιλία τους.

Στέφαν και Γιόζεφ, φίλοι στα δύσκολα

Η παραπάνω ιστορία δεν απέχει και πάρα πολύ από την ιστορία της σχέσης των δύο λογοτεχνών, των δύο ανθρώπων που βίωσαν πολλά αλλά έμειναν στενά δεμένοι και αντιμετώπισαν από κοινού με τα γραπτά τους και την αλληλεπίδραση των συζητήσεών τους την απειλή της ναζιστικής προπαγάνδας. Ο κίνδυνος της εκτέλεσης τους ορατός και βάσιμος, αφού και οι δύο ήταν στόχοι του ναζιστικού καθεστώτος και κυνηγήθηκαν για τις απόψεις τους, αυτοεξορίστηκαν διαβλέποντας την ταραγμένη όσο και επισφαλή κατάσταση που επικρατούσε εκείνη την περίοδο. Υπό αυτές τις συνθήκες δε δίστασαν να έρθουν κοντά ο ένας στον άλλον και να αλληλοστηριχτούν, να συμπαρασταθούν με όσα ψυχικά μέσα διέθεταν ακόμα. Ο Γιόζεφ Ροτ θα δηλώσει συγκλονισμένος από τα γεγονότα: «Είναι καιρός να φεύγουμε. Θα καίνε τα βιβλία μας εννοώντας εμάς τους ίδιους. Όποιος λέγεται Βάσσερμαν, Ροτ, Ντέμπλιν, δεν έχει καιρό για χάσιμο. Πρέπει να φύγουμε για να ριχτούν μόνο τα βιβλία στην πυρά». Ουσιαστικά δεν ήταν μόνο η ζωή τους που απειλούνταν κατά κύριο λόγο, ήταν και η αδυναμία τους να αντέξουν το διασυρμό της ίδιας τους της ζωής, αυτή τη λαίλαπα της άνευ λόγου καταδίκης και συνεχόμενης δίωξής τους, του φόβου και τρόμου που τους δημιουργούσε πνευματική ασφυξία και ατμόσφαιρα εκφραστικής στέρησης. Μονόδρομος λοιπόν και για τους δύο αποτέλεσε η διαφυγή τους στο εξωτερικό και η εγκατάστασή τους σε τόπους πιο φιλόξενους και πιο «ζεστούς» ως προς την ελευθερία και την αποδοχή του έργου τους. Παρά τη μετοίκησή τους σε άλλα μέρη θα συνεχίζουν να συνδιαλέγονται και να αναπτύσσουν τους προβληματισμούς τους δια αλληλογραφίας και έτσι να λυτρώνονται ο ένας με τη βοήθεια του άλλου, σα δύο συγκοινωνούντα δοχεία που ποτέ δεν στερεύουν.

«…Η λογοτεχνική του δόξα έφτανε ως την τελευταία γωνιά της Γης – ένα αξιοπερίεργο φαινόμενο σε σχέση με την περιορισμένη δημοτικότητα που απολαμβάνει κατά τα άλλα η γερμανική λογοτεχνία συγκριτικά με την αγγλική και τη γαλλική. Ίσως από την εποχή του Έρασμου […] να μην υπήρξε κανένας συγγραφέας τόσο διάσημος όσο ο Στέφαν Τσβάιχ»

-Τόμας Μαν

Οστάνδη, το τελευταίο ξέγνοιαστο καλοκαίρι

Εν μέσω πολιτικών εξελίξεων, αναβρασμών και προπολεμικών αναταράξεων, λίγο πριν στην Ευρώπη ξεσπάσει θύελλα συγκρούσεων με τις γνωστές σε όλους μας συνέπειες, οι δύο φίλοι θα συνυπάρξουν στο βελγικό θέρετρο απολαμβάνοντας κοινές στιγμές απολαυστικών και εποικοδομητικών συζητήσεων, αναλύσεων και φιλοσοφικών αναζητήσεων πριν τη μεγάλη έκρηξη. Αναμφίβολα, αυτός ο αέρας που θα αναπνεύσουν έστω και για λίγο ατενίζοντας τη θάλασσα και τον καυτό ήλιο θα καταστεί παραπάνω από πραϋντικός, καθώς ανάμεσα σε απογοητευτικά νέα που καταφθάνουν για την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, εκείνοι συνεχίζουν για ακόμα λίγο να ξεκουράζονται και να λυτρώνονται από το ποτό του έρωτα και της λογοτεχνίας. Στην Οστάνδη, στα περίφημα μπιστρό και κάτω από τις πολύχρωμες ομπρέλες της παράκτιας ζώνης θα συναντήσουν και άλλους «εκφυλισμένους» και διάσημους συγγραφείς όπως ο Ερνστ Τόλερ, ο θάνατος του οποίου τρία χρόνια αργότερα συγκλόνισε και βύθισε στη θλίψη τον Γιόζεφ Ροτ, πρωταρχική αιτία μελαγχολίας που τον οδήγησε στο ποτό και λίγο πιο μετά στον θάνατο. Έχοντας για παρέα και συντροφιά ο ένας τον άλλον αλλά και έχοντας ο καθένας για στήριγμα δύο γυναίκες, ο Ροτ τη νεαρή πεζογράφο Ιρμγκαρντ Κόιν, με την οποία θα γίνουν εραστές και ο Τσβάιχ την αγαπημένη όσο και αφοσιωμένη Λότε, θα επιδοθούν στη συγγραφή και την κατάθεση των προσωπικών αγωνιών και ανησυχιών, θα πάρουν ανάσες ελευθερίας και ανεμελιάς πριν τυλιχτούν στο μανδύα απρόβλεπτων επερχόμενων συννεφιασμένων ημερών και για τους δύο. Εκείνο το καλοκαίρι θα είναι το τελευταίο που θα τους βρει μαζί, στα χρόνια που θα ακολουθήσουν θα χαράξουν χωριστούς δρόμους, με τον Ροτ να πεθαίνει πρόωρα και τον Τσβάιχ να ταξιδεύει οριστικά στην μακρινή Βραζιλία, όπου και θα αυτοκτονήσει στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου πιασμένος χέρι χέρι με την αγαπημένη του Λότε, έχοντας καταρρεύσει ψυχολογικά μια και αδυνατούσε να δεχθεί πως δεν θα ξαναδεί ελεύθερη την Αυστρία και την Ευρώπη.

«Χαιρετώ όλους μου τους φίλους. Εύχομαι να δουν και πάλι τις αυγές που θα ξημερώσουν μετά τη μακριά νύχτα! Εγώ, που ήμουν πάντα μου ανυπόμονος, προπορεύομαι»

Επιστολή που βρέθηκε δίπλα στο νεκρό Τσβάιχ.

Σκακιστική νουβέλα: το κύκνειο άσμα

Zweig: Σκακιστική νουβέλα

Ο Στέφαν Τσβάιχ ταξιδεύει με πλοίο προς την άλλη μεριά του Ατλαντικού και συγκεκριμένα με προορισμό τη Βραζιλία, μην αντέχοντας άλλο να περιπλανιέται άπατρις. Το βιβλίο αυτό αποτελεί το κύκνειο άσμα ενός ανθρώπου που συγκεντρώνει στον πρωταγωνιστή του, τον Αυστριακό κ. Μπ όλες τις δικές του φοβίες, ανησυχίες, αγωνίες. Είναι ένας νομάς του καιρού του και ένας επαίτης πατρίδας μια και η άνοδος του ναζισμού έκοψε σύρριζα κάθε έννοια ταυτότητας για εκείνον. Η ευφυέστατη και πνευματώδης σκακιστική νουβέλα είναι μια απολογία, μια εξομολόγηση από μέρους του, ένας τρόπος να καταθέσει στο χαρτί όλα αυτά που τόσα χρόνια τον συγκλόνισαν και τελικά, χωρίς να έχει άλλη εναλλακτική, τον οδήγησαν στην αυτοκτονία. Η σύλληψη της ιστορίας και η αφήγησή της με αυτή την αμεσότητα που πραγματικά δεν αφήνει τον αναγνώστη να αποδράσει αλλά τον καθιστά συμμέτοχο και κοινωνό, αποδεικνύει πόσο σημαντικός, πόσο εμβληματικός και πόσο γενναίος υπήρξε ο Τσβάιχ, τόσο για την γενιά του, όσο και για την ευρωπαϊκή λογοτεχνία στο σύνολό της. Δεν είναι εύκολο να ανακοινώνεις το θάνατό σου και την απελπισία σου ενώ γενναία τα αντιμάχεσαι.

Ο Τσβάιχ χρησιμοποιεί το σκάκι ως αλληγορικό στοιχείο για να καθρεφτίσει έναν κόσμο, τόσο τον δικό του, τον εσωτερικό, όσο και αυτόν που ξεθωριάζει γύρω του. Η ζωή μοιάζει με σκακιέρα και εκείνος μοιάζει με πιόνι χαμένο στη μετάφραση, βυθισμένο στην απουσία και την ανυπαρξία. Ο κ. Μπ, όπως και ο ίδιος ο Τσβάιχ, είναι η προσωποποίηση ενός αέναου δράματος που τέλος δεν έχει αλλά βρίσκει. Στη νουβέλα βρίσκει την ευκαιρία να αφηγηθεί την τρέλα ενός ανθρώπου που βίωσε την απόλυτη παράνοια όντας έγκλειστος σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου δίχως την παραμικρή δυνατότητα επικοινωνίας με τον έξω κόσμο. Σε ένα βιβλίο σκακιού βρίσκει ένα στήριγμα, μια παρέα, μία προσωρινή λύτρωση που σιγά σιγά μετατρέπεται σε εφιάλτη, θα αντέξει; Επιστρατεύοντας κάθε ικμάδα δύναμης που έχει μέσα του, αντιστέκεται και εξαντλεί κάθε πιθανότητα επιβίωσης ενώ μάχεται να ξεφύγει από τον παραλογισμό, τη σύνθλιψη, τον εξευτελισμό αλλά και από μια μιζέρια και μια οικουμενική φυλακή που ετοιμάζεται να απλώσει τα δίχτυα της μέσω ενός καθεστώτος που είναι αβυσσαλέο και αδυσώπητο, ανελέητο και παράφρον. Και όμως οι παρτίδες σκάκι, που είναι ο μονόδρομος απασχόλησης του μυαλού, καταντούν πλέον η απειλή του, αφού εφευρίσκει εσωτερικούς εχθρούς, παίζει για λογαριασμό δύο, σκέφτεται για δύο, ταυτόχρονα είναι το άσπρο και το μαύρο στρατόπεδο, σαν τον ηθοποιό που καλείται να υποδυθεί δύο ρόλους με διαφορά δευτερολέπτων.

Τελικά από ποιό είδος αιχμαλωσίας κινδυνεύει πλέον; Και ομολογεί: «Η φοβερή κατάσταση στην οποία βρισκόμουν με ανάγκασε να κάνω τουλάχιστον αυτήν την προσπάθεια, να διχάσω το εγώ μου σε μαύρο και λευκό, προκειμένου να μη με συνθλίψει η φρικτή ανυπαρξία γύρω μου». Αλλά παράλληλα παραδέχεται: «Είχα καταληφθεί από μια μανία, στην οποία δεν μπορούσα να αντισταθώ». «Ήταν αδύνατο να φανταστώ τη ζωή ενός ανθρώπου με ζωηρό πνεύμα ο οποίος περιορίζει τον κόσμο του σε έναν στενό μονόδρομο ανάμεσα στο άσπρο και το μαύρο, αναζητεί τους θριάμβους του σε τριάντα δύο πιόνια και στο συνεχές τους πέρα δώθε, στο πίσω μπρος {…}». Πράγματι η αποστολή του είναι δύσκολη, είναι ένας αγώνας άνισος και όταν βρίσκεται στο πλοίο της γραμμής αντιμέτωπος με τα φαντάσματα του παρελθόντος τότε όλα παίρνουν άλλη τροπή. Γιατί θα αναρωτηθεί -και εύλογα- είναι πάλι μία επικίνδυνη επιστροφή σε έναν εθισμό από τον οποίο πίστευε πως έχει απαλλαχθεί;

Χίλιες και δύο νύχτες: το τελευταίο μυθιστόρημα

Roth: Χίλιες και δύο νύχτες

Αν η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού τότε η λογοτεχνία οφείλει να είναι η τέχνη του λιτού. Πόσο απτό και εφικτό είναι για ένα συγγραφέα να εκφράσει τις σκέψεις του όσο πιο απλοϊκά και συνάμα ουσιαστικά; Ο Γιόζεφ Ροτ είναι ένας τεχνίτης του λόγου και της γλώσσας, ένας δεξιοτέχνης της αφήγησης και μάλιστα λόγω και της ιδιότητας του ως δημοσιογράφου ορμά με δεινότητα απέναντι στις λέξεις και χτίζει ιστορίες που συναρπάζουν και αγκαλιάζουν τον αναγνώστη, σα να του διηγούνται κάποιο παραμύθι βγαλμένο από τα παλιά. Στο παραμύθι αυτό του Ροτ, που λειτουργεί ως προφήτης στον καιρό του, τα πάντα είναι στο βωμό της ρευστότητας, σε μία κοινωνία και σε ένα περιβάλλον που όλα αλλάζουν και τίποτε δεν μένει ίδιο.

Η αυτοκρατορία των Αψβούργων ζει και βασιλεύει την εποχή στην οποία αναφέρονται οι «Χίλιες και δύο νύχτες« αλλά η κρίση των ηθών και η κατάρρευση μίας ολόκληρης, χαρούμενης πλην αλαζονικής και επαρμένης ατμόσφαιρας, είναι προ των πυλών. Ο Ροτ, στο τελευταίο του αυτό μυθιστόρημα, γραμμένο το 1939, έχει «μυρίσει» τα δραματικά γεγονότα που πρόκειται να επακολουθήσουν και στήνει ένα σκηνικό παραμυθένιο στην αρχή του που όμως στην πορεία θα αποδειχθεί γυάλινο. Γιατί γυάλινη και αβέβαιη ήταν και η δική του προσωπική ζωή, εκεί στη Βιέννη όπου η μητέρα του κατέφυγε το 1914 με το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου πολέμου και εκείνος προσπάθησε να ορθοποδήσει ως συγγραφέας τόσο το 1918 όσο και το 1923 οπότε και γράφει τον «Ιστό της Αράχνης». Σε όλη του τη ζωή περιπλανητής και σχοινοβάτης, πάσχιζε να υφάνει το δικό του συγγραφικό ιστό μέσα από τις ανταποκρίσεις του σε διάφορα μέρη της Ευρώπης, όπου θα δεχόταν αρνητικά σχόλια και θα αναγκαζόταν να μετοικεί από πόλη σε πόλη. Θα δει τα έργα του να δημοσιεύονται στις εφημερίδες δίχως μεγάλη απήχηση και θα αντιμετωπίσει το μένος της λογοκρισίας των «διανοούμενων» του Χίτλερ, μία εξέλιξη που τον οδήγησε ολοταχώς προς τη διέξοδο στο ποτό και με τελική κατάληξη το θάνατό του το 1939.

Με φόντο λοιπόν τη Βιέννη του 19ου αιώνα, ο Ροτ επικαλείται τις «Χίλιες και μία νύχτες», αυτήν την ανατολίτικη και παραμυθένια εξωτικότητα, για να βασίσει την δική του ιστορία. Ένας ίλαρχος με το όνομα Τάινινγκερ – ήρωα όμοιο με αυτόν που ο Τσβάιχ θα μας χαρίσει στον «Επικίνδυνο οίκτο» -στο μοναδικό μυθιστόρημά του – αποτελεί τον κεντρικό ήρωα σε ένα μυθιστόρημα που κινείται στα όρια και στα περιθώρια της ανθρώπινης αβύσσου. Να σημειωθεί πως Ροτ και Τσβάιχ είχαε για χρόνια ανοικτή επικοινωνία και τους απασχολούσαν οι ανθρώπινες αδυναμίες και η κατάπτωσή των αξιών. Έβλεπαν το ναζιστικό όλεθρο να πλησιάζει και προμήνυαν μέσω των μυθιστορημάτων τους την επέλαση του κινδύνου που θα σκόρπιζε την ανθρώπινη υπόσταση στους πέντε ανέμους.

Αποσπάσματα

«Όταν ένας άνθρωπος πλέει σε πελάγη ευτυχίας, έχει συνήθως μειωμένη παρατηρητικότητα. Όλοι οι ευτυχισμένοι άνθρωποι αυτού του κόσμου είναι κακοί ψυχολόγοι. Μόνο όσοι τρώγονται από την ανησυχία έχουν τεταμένες τις αισθήσεις τους»

Από το ημιτελές μυθιστόρημα «Η μέθη της μεταμόρφωσης».

Τη ζωή μας δεν την κανόνιζαν οι νόμοι, αλλά τα κέφια των δυνατών. Τα κέφια όμως των ανθρώπων εκείνων ήταν πιο προβλέψιμα από τους νόμους. Γιατί και τους νόμους σήμερα κάποιων τα κέφια τους κανονίζουν. Διότι οι νόμοι δεν ισχύουν έτσι όπως είναι γραμμένοι. Τους νόμους κάποιοι τους ερμηνεύουν. Οι νόμοι δεν μας προστατεύουν από την αυθαιρεσία. Διότι ερμηνεύονται με αυθαιρεσία {…}»

Από το βιβλίο «Ιώβ, η ιστορία ενός απλού ανθρώπου».