Πρόκειται αδιαμφισβήτητα για τους πιο γοητευτικούς αλλά και πιο αμφιλεγόμενους συγγραφείς του 20ου αιώνα αλλά και όλων των εποχών. Μια ιδιαίτερη εκκεντρική προσωπικότητα, ένας παθιασμένος πότης και ένας άνθρωπος με πολλά ενδιαφέροντα, όπως για παράδειγμα μια από τις ιδιαίτερες ασχολίες του. Η σειρά βιβλίων με συνεντεύξεις των εκδόσεων Key Books που αφορούν σε σημαντικές προσωπικότητες, όπως ο Χέμινγουεϊ, είναι μια πρώτης τάξεως αφορμή να τον ξανασυναντήσουμε, να ξαναμάθουμε για εκείνον και να συνομιλήσουμε νοερά με τον συγγραφέα του Γέρος και η θάλασσα. Το βιβλίο αυτό αφιερωμένο στον Έρνεστ Χέμινγουεϊ ρίχνει φως σε πιο μύχιες πλευρές του καθώς αποκαλύπτεται ο άνθρωπος πίσω από τον συγγραφέα και ο συγγραφέας πίσω από τον άνθρωπο. Μέσα από την τελευταία συνέντευξη που έδωσε αλλά και συζητήσεις με πρόσωπα του περιβάλλοντός του, γινόμαστε κοινωνοί μιας μεγαλοφυίας που έχει πει τα πιο παράξενα αποφθέγματα όπως για παράδειγμα το περίφημο Μερικές φορές, ένας έξυπνος άνθρωπος αναγκάζεται να μεθύσει, για να περάσει την ώρα του με ηλίθιους.
Ένας ακούραστος και εμπνευσμένος συγγραφέας σε συνεχή συγγραφική δίνη
Ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ ακριβώς όπως και Τζορτζ Όργουελ ανήκουν στους συγγραφείς που στα πρώτα τους βήματα εργαζόντουσαν ως ανταποκριτές και δημοσιογράφοι για λογαριασμό εφημερίδων που τους είχαν ορίσει απεσταλμένους για να καλύψουν τα όσα ιστορικά γεγονότα συνέβαιναν τότε. Και οι δύο μάλιστα κάλυψαν και τον περίφημο μα αιματηρό Ισπανικό εμφύλιο και από εκεί εμπνεύστηκαν τα μυθιστορήματά τους, «Πεθαίνοντας στην Καταλονία» ο Όργουελ και το «Για ποιον χτυπά η καμπάνα» ο Χέμινγουεϊ. Εδώ ωστόσο, τον βρίσκουμε δεκαπέντε χρόνια πριν να καλύπτει ειδησεογραφικά τα όσα εκτυλίσσονταν στην Ανατολική Μεσόγειο ύστερα από τη Μικρασιατική καταστροφή, την ακύρωση της Συμφωνίας των Σεβρών και την επερχόμενη Συμφωνία της Λωζάννης που έθετε νέα σύνορα και νέες συνθήκες στην περιοχή. Ο Χέμινγουεϊ υπήρξε πολυγραφότατος καθώς έχει στην φαρέτρα του πλήθος μυθιστορημάτων αλλά και διηγημάτων ενώ υπήρξε από εκείνους τους συγγραφείς που προσέλκυε όσο λίγοι τους δημοσιογράφους για να του πάρουν μία συνέντευξη και να ακούσουν τις απόψεις του.
«Ένας συγγραφέας, εφόσον αξίζει, δεν περιγράφει. Εφευρίσκει ή πλάθει μέσα από τη γνώση, προσωπική και μη προσωπική, και κάποιες φορές δίνει την εντύπωση πως διαθέτει ανεξήγητες γνώσεις που θα μπορούσαν να πηγάζουν από ξεχασμένες φυλετικές ή οικογενειακές εμπειρίες. Ποιος διδάσκει στο ταχυδρομικό περιστέρι να πετάει με τον τρόπο που το κάνει · από πού αντλεί ένας ταύρος το θάρρος του στην αρένα ή πως αποκτά το κυνηγόσκυλο την ικανότητά του να φερμάρει; Όλα αυτά αποτελούν ανάπτυγμα ή συμπύκνωμα όλων αυτών που λέγαμε νωρίτερα για τη Μαδρίτη, εκείνη την περίοδο που δεν μπορούσες να έχεις εμπιστοσύνη στο μυαλό μου» εκμυστηρεύεται στον δημοσιογράφο στην ερώτηση αν γράφει χωρίς να έχει προσωπική εμπειρία. Ως πολεμικός ανταποκριτής για παράδειγμα μετατράπηκε σε έναν στρατευμένο δημιουργό που ενδιαφερόταν για τα όσα εκτυλίσσονταν εκείνη την εποχή και ο ρόλος του ανταποκριτή ταίριαζε άψογα στις προσδοκίες του. Δεν είναι μόνο ο γλεντζές πότης και ο γυναικάς γόης που θα γνωρίσουμε λίγο αργότερα αλλά ένας παθιασμένος κυνηγός γεγονότων για αυτό αργότερα επέλεξε να πάει στο ισπανικό μέτωπο, μέσα στον πυρετό των μαχών. Μια πρώτη ιδέα λοιπόν την παίρνει βλέποντας τα καραβάνια των προσφύγων να φεύγουν κυνηγημένοι από τον τόπο τους, μια εικόνα που μάλλον δεν είχε ξαναδεί ποτέ του.
Υπήρξε όμως και ένας κοσμογυρισμένος συγγραφέας καθώς ταξίδεψε σε αρκετές χώρες, ωστόσο μία από τις αγαπημένες του υπήρξε η Κούβα όπου και πέρασε αρκετό χρόνο και ουσιαστικά συνδέθηκε με αυτόν τον τόπο και την απλότητα των ανθρώπων της. Είχε πολλή μεγάλη αγάπη για το διάβασμα και τη μελέτη ενώ καταπιανόταν καθημερινά σχεδόν με την συγγραφή και μάλιστα περιγράφεται στο βιβλίο ο τρόπος συγγραφής του. Διαβάζουμε επί παραδείγματι: «Όπως και στα πρώτα του βήματα, ο Χέμινγουεϊ τα τελευταία χρόνια εργαζόταν με οδυνηρή βραδύτητα. Έγραφε ως επί το πλείστον με το χέρι, συχνά όρθιος σε μια βιβλιοθήκη στην κρεβατοκάμαρά του · περιστασιακά δακτυλογραφούσε. Επί χρόνια κατέγραφε συστηματικά την έκταση της δουλειάς που έκανε κάθε μέρα. Εκτός από ορισμένες περιστασιακές εξάρσεις όταν ασχολούνται με σχετικά ασήμαντες προσπάθειες, η παραγωγή του κυμαινόταν μεταξύ 400 και 700 λέξεων την ημέρα. Η Μέρι Χέμινγουεϊ θυμάται να είναι ελάχιστες εκείνες οι φορές που ο σύζυγός της ξεπέρασε τις 1000 λέξεις».
Η ζωή του λοιπόν όπως περιγράφεται και εδώ ένα ενιαίο μέτωπο, το ένα ο πόλεμος, το άλλο η γραφή και ενδιάμεσα τα χρόνια της ανεμελιάς και της ευζωίας σε ένα Παρίσι που έσφυζε από ζωή και εκείνος την ξεζούμισε σαν να μην υπήρχε αύριο. “Δύο είναι τα μέρη στον κόσμο όπου μπορεί κανείς να ζήσει ευτυχισμένος: το σπίτι του και το Παρίσι” έγραφε πριν χρόνια. Μέθυσε, αγάπησε, μισήθηκε, πόσα έζησε άραγε θυμάται ο Έρνεστ; Ήταν κάπως απότομος αλλά και προσηνής ταυτόχρονα και λίγο αδέξιος στις συμπεριφορές του γιατί το θυμικό του ήταν πιο ισχυρό από τους καλούς του τρόπους και πάντα έμπλεκε σε περίεργες συναντήσεις και φιλονικίες διότι ήταν ταύρος εν υαλοπωλείω και κανείς δεν μπορούσε να τον κάνει να σταματήσει. Και έτσι έπραξε και στη συναισθηματική του ζωή, ένας Δον Ζουάν που δεν άντεχε τη μονιμότητα και δεν υπέφερε τη σταθερότητα, ένας πικάντικος τύπος που δεν χαριζόταν σε κανέναν και πίστευε πολλά. Ο Χέμινγουεϊ μέσα από αυτή την έκδοση μας προσφέρεται να τον γνωρίσουμε καλά, να ανατρέξουμε στα μυστικά της συγγραφικής του επιτυχίας, να μοιραστούμε σκέψεις και ανησυχίες του, να γευτούμε τους χυμούς μιας προσωπικότητας που άφησε πίσω πλούσια κληρονομιά και απόψειςπου ακόμα και σήμερα συζητιούνται.
«Το Για ποιον χτυπά η καμπάνα αποτέλεσε πρόβλημα, το οποίο κουβαλούσα μαζί μου κάθε μέρα. Ήξερα τι θα συνέβαινε, σε γενικές γραμμές. Όμως, εφεύρισκα το τι ακριβώς συνέβαινε κάθε μέρα που έγραφα»
