Ζιλ Ντελέζ, ο Γάλλος φιλόσοφος. Όλοι τον γνωρίζουν και όλοι γνωρίζουν ότι πρόκειται – μαζί με τον Μισέλ Φουκώ – για το στέμμα του μεταδομισμού, για τον σημαντικότερο διαμορφωτή των πιο κρίσιμων φιλοσοφικών στιγμών του προηγούμενου αιώνα – και μάλλον, βρίσκεται ακόμη σε αυτή τη θέση. Ο μεταδομισμός του Ντελέζ, αποτελεί κατά τη γνώμη μου, την ακριβή επιτέλεση του όρου: πολλαπλότητα, ρευστότητα, ενδεχομενικότητα, αναβολή, αντίφαση, αμφισημία, παιχνίδι, επινόηση, κατασκευή και άλλα χαρακτηριστικά, συγκροτούν το βαθύ πλέγμα εννοιών της στοχαστικής του δράσης. Στο παρόν κείμενο θα ήθελα ν’ ασχοληθώ με το πώς αντιλαμβάνεται ο φιλόσοφος την επιτέλεση της λογοτεχνικής γραφής.[1]
Βλέπει κανείς καθαρά ότι για τον Ζιλ Ντελέζ, η λογοτεχνική εργασία δεν εξαντλείται στη εφαρμογή της δημιουργικότητας του συγγραφέα ούτε φυσικά και στον αυτοπροσδιορισμό: είμαι συγγραφέας. Είναι πιο σύνθετη η κατάσταση. Η λογοτεχνία δεν είναι μια ιδιωτική υπόθεση: «μολονότι η λογοτεχνία αναφέρεται σε μεμονωμένους δρώντες, είναι μια συλλογική συναρμογή εκφοράς» (Ντελέζ, 2024: 16).
Η λογοτεχνία, μια καθόλου ήρεμη – με την κοινή ερμηνεία – υπόθεση, συνυφαίνεται με την υγεία και τη ζωή. Δηλαδή; Ο συγγραφέας, ένα μη πλασματικά δρων υποκείμενο, είναι «ένας γιατρός, γιατρός του εαυτού του και του κόσμου […] ο συγγραφέας επιστρέφει από αυτό που είδε και άκουσε με αιματοβαμμένα μάτια και τρυπημένα τύμπανα […] η λογοτεχνία μοιάζει τότε με ένα εγχείρημα υγείας» (Ντελέζ, 2024: 15).
Αυτό θα πει ότι «η υγεία ως λογοτεχνία, ως γράψιμο, έγκειται στην επινόηση ενός νέου λαού που έλειπε μέχρι τότε. Η ανακάλυψη ενός καινούργιου λαού ανήκει στους στόχους της μυθοπλασίας» (Ντελέζ, 2024: 15-16). Εξηγώντας περαιτέρω, ο φιλόσοφος γράφει: «δεν γράφουμε χρησιμοποιώντας τις αναμνήσεις μας, εκτός αν πρόκειται να αποτελέσουν την αρχή και τη συλλογική κατεύθυνση ενός ελευσόμενου λαού που είναι ακόμα βολεμένος στις προδοσίες και στις αποκηρύξεις του» (Ντελέζ, 2024: 16).
Όμως, προσοχή εδώ. Δεν πρόκειται για εξουσιαστική στρατηγική ή για διάθεση κυριαρχίας από μέρους του συγγραφέα, αλλά (επανα)επινόηση και (επανα)κατασκευή υβριδικών και απρόσωπων καταστάσεων και λειτουργιών. Πιο συγκεκριμένα, δεν πρόκειται για παραγωγή εξουσίας και χειραγώγησης:
δεν πρόκειται ακριβώς για έναν λαό που καλείται να κυριαρχήσει στον κόσμο. Είναι ένας ελάσσων λαός, αιωνίως ελάσσων, που έχει καταληφθεί από το γίγνεσθαι επαναστάτης. Ενδεχομένως να υπάρχει μόνο στα κύτταρα του συγγραφέα, ένας μπάσταρδος λαός, κατώτερος και κυριαρχούμενος, πάντα εν τη γενέσει, πάντα ατελής. Το μπάσταρδος δεν περιγράφει εδώ μια οικογενειακή κατάσταση αλλά την επεξεργασία και το ανακάτεμα των φυλών. Είμαι ένα κτήνος, ένας νέγρος επ’ άπειρον. Αυτό είναι το γίγνεσθαι του συγγραφέα (Ντελέζ, 2024: 16).
Και επιπλέον, δεν πρόκειται για – περαιτέρω – ισχυροποίηση του – ήδη ισχυρού – προσώπου, αφού η λογοτεχνία «υφίσταται ανακαλύπτοντας πίσω από τα φανερά πρόσωπα τη δύναμη του απρόσωπου» (Ντελέζ, 2024: 14).
Έτσι, για τον Ντελέζ, η λογοτεχνία είναι μια επιτελεστική πράξη και πρακτική διαρκείας, ένα «παραλήρημα» (Ντελέζ, 2024) αντισυμβατικού, συγκρουσιακού και εναλλακτικού σκοπού που ενδιαφέρεται και καταπιάνεται με την κατασκευή, την επινόηση, την ορατότητα, την αναγνώριση. Διαβάζω απ’ τον Ντελέζ (2024: 17): «ο τελικός σκοπός της λογοτεχνίας είναι να απελευθερώσει μέσω του παραληρήματος την κατασκευή μιας υγείας ή την επινόηση ενός λαού ή, με άλλα λόγια, μια δυνατότητα ζωής. Να γράφεις γι’ αυτό τον λαό που λείπει».[2]
Κάπως έτσι και με βάση τα προηγούμενα, καταλήγουμε στην ουσία της ντελεζιανής θεώρησης για τη λογοτεχνία – για την παρέμβαση που είναι η λογοτεχνία, η γραφή. Τη σχέση και τη σύνδεσή της με τη γνωστή θεωρία του Ζιλ Ντελέζ για το «γίγνεσθαι» (Ντελέζ, 2024).
Σχετικά με το γίγνεσθαι, το τελευταίο «δεν έγκειται στο να αποκτήσει μια μορφή (ταυτοποίηση, απομίμηση, Μίμηση), αλλά στο ν’ ανακαλύψει τη ζώνη γειτνίασης, του μη διακριτού, του αδιαφοροποίητου, όπου πια κάποιος μπορεί να μη γίνεται διακριτός […] όχι ανακριβές ή γενικό αλλά απρόβλεπτο και μη προϋπάρχον» (Ντελέζ, 2024: 12). Με άλλα λόγια, το γίγνεσθαι «είναι πάντα «μεταξύ» ή «ανάμεσα» […] η δύναμη του αόριστου άρθρου ένας-μία γίνεται ενεργή μόνο αν ο όρος στο γίγνεσθαι απογυμνώνεται από τα μορφοποιητικά χαρακτηριστικά που το κάνουν να προφέρει το (λ.χ. «ιδού το ζώο») (Ντελέζ, 2024: 12).
Κατανοούμε καλύτερα τη θέση του φιλοσόφου: «το γράψιμο σίγουρα δεν είναι το να επιβάλλεις μια μορφή έκφρασης σε μια βιωμένη υλικότητα. Η λογοτεχνία κινείται περισσότερο προς την κατεύθυνση του αδιαμόρφωτου, του ατελούς» (Ντελέζ, 2024: 11). Και συνεχίζει: «το γράψιμο είναι μια υπόθεση του γίγνεσθαι, διαρκώς ανολοκλήρωτη, διαρκώς σε διαδικασία επιτέλεσης, που υπερβαίνει οποιαδήποτε βιώσιμη ή βιωμένη εμπειρία. Είναι μια διαδικασία, δηλαδή ένα πέρασμα της Ζωής που διασχίζει το βιώσιμο και το βιωμένο. Η γραφή είναι αδιαχώριστη από το γίγνεσθαι» (Ντελέζ, 2024: 11).
Όλη αυτή η υβριδικότητα εντός της οποίας τοποθετείται η λογοτεχνία από τον Ντελέζ, μπορεί να καταστεί πιο εύληπτη αν κανείς δει και εξετάσει το πώς της – με την ευρεία έννοια – εφαρμογής της. Η αναφορά εδώ σχετίζεται άμεσα με τη γλώσσα και με τη χρήση που της επιφυλάσσει ο συγγραφέας. Ο Ντελέζ, εμπνεόμενος από τον Προυστ, γράφει:
η λογοτεχνία χαράσσει με ακρίβεια ένα είδος ξένης γλώσσας που δεν είναι μια άλλη γλώσσα, ούτε ένα ιδίωμα που ξαναβρίσκουμε, αλλά ένα γίγνεσθαι άλλος της γλώσσας, μια γλώσσα που από πλειονοτική γίνεται μειονοτική, ένα παραλήρημα που την εισάγει, μια σιλουέτα μάγισσας που ξεφεύγει από το κυριαρχικό σύστημα (2024: 17).
Παρέχοντας περαιτέρω διευκρινήσεις σχετικά με το πώς αυτό επιτελείται, ο φιλόσοφος εξηγεί ότι «δεν πρόκειται για μια δίγλωσση ή πολύγλωσση συνθήκη» (Ντελέζ, 2024: 176), αλλά για τη ρευστή σύσταση ενός περιβάλλοντος του γίγνεσθαι:
οι μεγάλοι συγγραφείς[3] […] δεν αναμιγνύουν δύο γλώσσες, ούτε καν μια ελάσσονα και μια πλειονοτική […] αυτό που κάνουν είναι να εφεύρουν μια μειονοτική χρήση της πλειονοτικής γλώσσας εντός της οποίας μπορούν πλήρως να πειραματίζονται: μειονοτικοποιούν τη γλώσσα […] είναι μεγάλοι συγγραφείς εξαιτίας αυτής της μειονοτικοποίησης: τρομάζουν τη γλώσσα, τη στριφογυρίζουν κατά μήκος μιας σιλουέτας μάγισσας, τη θέτουν αδιάκοπα σε μια κατάσταση ανισορροπίας, την κάνουν να διακλαδίζεται και να κυμαίνεται σε κάθε επιμέρους όρο της ακολουθώντας μια αδιάκοπη τροποποίηση […] ο μεγάλος συγγραφέας στέκει πάντα σαν ένας ξένος μέσα στη γλώσσα εντός της οποίας εκφράζεται, ακόμα και αν αυτή είναι η μητρική του. Στο όριό του αντλεί τη δύναμή του από μια αθόρυβη και άγνωστη μειονότητα που ανήκει μονάχα στον ίδιο. Είναι ένας ξένος μέσα στην ίδια του τη γλώσσα: δεν αναμιγνύει μιαν άλλη γλώσσα με τη δική του, αλλά λαξεύει μια ανύπαρκτη ξένη γλώσσα μέσα στη δική του. Κάνει την ίδια τη γλώσσα να ουρλιάζει, να μπαμπαλίζει, να μουρμουράει (Ντελέζ, 2024: 176-177).
Κλείνοντας, θα ήθελα να προσθέσω τα ακόλουθα, συνοψίζοντας τη συνομιλία μου με τον στοχαστή. Η λογοτεχνία (η λογοτεχνία ως γραφή), δεν είναι «εγώ», δεν είναι «εσύ», δεν είναι «εμείς» και δεν είναι ούτε «αυτοί». Τελείως αντίθετα με αυτή τη λογική, η λογοτεχνία (η λογοτεχνία ως γραφή), είναι το «αυτό», ο «ξένος», ο «άλλος», ο «εκείνος», το διαρκώς καταφθάνον υποκείμενο.
Με βάση αυτή την παραδοχή, αλλά και την κραυγαλέα απουσία της παραδοχής αυτής από την πλειονότητα των συγγραφέων, μπορούμε πολύ εύκολα να καταλάβουμε γιατί και πώς η λογοτεχνία επιμένει – παραμένοντας σ’ έναν άγριο εγκλωβισμό – στη «νηπιακή εκδοχή» της (Ντελέζ, 2024: 13), στην ευκολία και στον λυσσασμένο αγώνα για κατεστημένη κατανόηση [«το πολύ καλά ειπωμένο δεν ήταν ποτέ το χαρακτηριστικό που διακρίνει ή αφορά τους μεγάλους συγγραφείς» (Ντελέζ, 2024: 179)], κι εν τέλει, γιατί «μεταξύ όλων αυτών που γράφουν βιβλία με λογοτεχνική πρόθεση […] είναι πολλοί λίγοι αυτοί που μπορούν να αυτοαποκληθούν συγγραφείς» (Ντελέζ, 2024: 19).
[1] Όλες οι αναφορές του παρόντος κειμένου στον Ζιλ Ντελέζ, προέρχονται από: Ντελέζ, Ζ. (2024). Κριτικά και κλινικά (Χ. Κολύρη, Μτφρ., Γ. Ρήγας, Επιμ.). Αθήνα: Κέδρος
[2] «(εδώ το «για» σημαίνει λιγότερο «στη θέση του» και περισσότερο «με την πρόθεση να»» (Ντελέζ, 2024: 17).
[3] Εδώ, το εν λόγω επίθετο, δεν έχει αξιολογικό σκοπό (δηλαδή μια ελιτίστικη ποιοτική διάκριση), αλλά κριτική διεύρυνση της πρακτικής τη γραφής – ανά τους αιώνες – με βάση τις – γενικές και ειδικές – προθέσεις των συγγραφικών υποκειμένων.
