Η γαλλική λογοτεχνία, με τις ιστορίες που πλάθουν οι συγγραφείς που την εκπροσωπούν, χαρίζει μέσα στους αιώνες στιγμές μοναδικής αναγνωστικής απόλαυσης στους αναγνώστες. Από την εποχή του Chretien de Troyes τον 12ο αιώνα, που θεωρείται ο πρώτος Γάλλος μυθιστοριογράφος μέχρι και το σήμερα, ο γαλλικός λογοτεχνικός κόσμος είναι πλούσιος σε αφηγήσεις παντός τύπου. Είναι μία περιπέτεια εξαίρετου κάλλους, ένας γοητευτικός περίπατος που συνεχίζει να μας συνεπαίρνει. Είναι πάντα επίκαιρη η γαλλική λογοτεχνία και πάντα μία συναρπαστική αφορμή να την ανακαλύπτουμε καθώς ξεδιπλώνεται με τον ανθρωποκεντρικό αλλά και ρομαντικό της χαρακτήρα. Δια μέσου των αιώνων, οι μορφές των Γάλλων λογοτεχνών και ποιητών ξεχωρίζουν για την λυρικότητα και την ποιητικότητα των αφηγήσεών τους και έχουν αυτό το μαγικό ραβδί να μας εμπνέουν και να μας σαγηνεύουν ενώ μας ταξιδεύουν μέσα από τους ήρωες και τις ηρωίδες τους. Μια Έμμα Μποβαρύ, μια Μαργαρίτα Γκωτιέ, ένας Ντ’ Αρτανιάν, ένας Κόμης Μοντεκρίστο, μια Ευγενία Γκραντέ και τόσοι άλλοι πρωταγωνιστούν στα μυθιστορήματα και κλέβουν τις καρδιές των αναγνωστών τους οποίους συγκινούν βαθύτατα.
Ονόματα γνωστά όπως του Prosper Merimee, του Gaston Leroux, του Honore de Balzac, του Louis Pergaud, του νομπελίστα Πατρίκ Μοντιανό, του Καρίλ Φερέ αλλά και ονόματα λιγότερο διάσημα, αν και αναγνωρισμένα, όπως ο Christian Bobin, ο Joseph Andras, η Elsa Triolet, έχουν γράψει τη δική τους μοναδική ιστορία και έχουν χαράξει στη μνήμη μας και στις καρδιές μας δρόμους λέξεων γεμάτους εικόνες και περιγραφές αστείρευτης ομορφιάς και χάρης. Μέσω των βιβλίων και των πρωταγωνιστών τους, οι συγγραφείς ξεδιπλώνουν τις ζωές των ανθρώπων της εποχής τους και μας τις προσφέρουν στο τραπέζι της αναγνωστικής μας πείνας έτοιμες προς «βρώσιν». Η γαλλική λογοτεχνία του ρεαλισμού, του νατουραλισμού, του ρομαντισμού και τόσων άλλων κινημάτων διαπρέπει με μία σθεναρή πίστη στον ανθρωποκεντρισμό, μιλώντας ανοιχτά ή έμμεσα για τα πάθη, τις σκέψεις, τους έρωτες, τις αγωνίες του ανθρώπου.
Χαράσσοντας τους γοητευτικούς δρόμους της μνήμης και της νοσταλγίας
Κάτοχος του Νόμπελ λογοτεχνίας από το 2014, ο Πατρίκ Μοντιανό συνεχίζοντας την παράδοση των μεγάλων Γάλλων λογοτεχνών αλλοτινών εποχών αντιστέκεται σθεναρά στην αφήγηση της μετριότητας, μένει πιστός στις περιγραφές του και μέσα από την ρομαντική του περιπλάνησή σε δρόμους και μονοπάτια μίας άλλης εποχής, μας θυμίζει την ζωή που θέλουμε να ξαναβρούμε μέσα μας, αυτήν που δεν χάθηκε αλλά ενυπάρχει σιωπηλή σε κάποια γωνιά και περιμένει να την συναντήσουμε. Αυτήν που, στο βιβλίο αυτό, με βλέμμα στο μέλλον αλλά με προσήλωση και σεβασμό στο παρελθόν και στα πεπραγμένα των μεγάλων της λογοτεχνίας, ο συγγραφέας-λογοτέχνης διατηρεί αλώβητη από την φθορά και την σκουριά. Συγκινητικός, ευαίσθητος, μειλίχιος με την διάφανη πανοπλία και το αθόρυβο του χαρακτήρα του καταγράφει την μποέμικη εποχή της δεκαετίας του ’60 σε ένα Παρίσι όπου πάντα αποπνέει αέρας ομορφιάς και έρωτα. Βιβλία του όπως Το καφέ της χαμένης νιότης, Η χορεύτρια, Ντόρα Μπρούντερ, Chevreuse, Ένα πεντιγκρί, Για να μην χάνεσαι στη γειτονιά και τόσα άλλα που ακόμα δεν έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά, έρχονται να μας θυμίσουν πως ο ρομαντισμός δεν έχει ακόμα χαθεί και κυριαρχεί για αυτούς που όπως έλεγε ο Τσέχοφ δεν ξεχωρίζουν αν είναι χειμώνας ή καλοκαίρι όταν είναι ευτυχισμένοι. Αλλά ακόμα και η μελαγχολική πολλές φορές διάθεση του συγγραφέα αντισταθμίζεται από τις υπέροχες εικόνες που δημιουργεί μέσα από τα κείμενά του.
Στο καφέ της χαμένης νιότης, η Λουκί, η πρωταγωνίστριά του, είναι ένα κορίτσι σαν όλα αυτά που έδρασαν τον Μάη του ’68, ένα κορίτσι λιτό που εξαφανίζεται για να βρει άραγε τον χαμένο της εαυτό; Στο Παρίσι της περιδιάβασης όπου όλα είναι ποίηση και μουσική ψάχνει την ταυτότητά της μακριά από φώτα, φίλους και γνωστούς όταν εκείνοι την αναζητούν στα μπαρ και στα καφέ. Είναι η χαμένη νιότη που αναζητάται, είναι ένα παιχνίδι με τον χρόνο ή μήπως ένα ταξίδι του μυαλού στα σοκάκια της πόλης του φωτός; Τι της συνέβη και ζει την απώλεια της με όρους τσεχοφικούς και οι “διώκτες” της έχουν επιδοθεί σε ένα κυνήγι μαγισσών μήπως και την εντοπίσουν; Ο Μοντιανό είναι μεγάλος αφηγητής γιατί έχει το καλώς εννοούμενο μικρόβιο της δημιουργίας μίας κινηματογραφικής ατμόσφαιρας, ενός πλάνου που αφήνεται στα χέρια του αναγνώστη μόνο για να το πλάσει στο μυαλό του. Στο μυθιστόρημά του αυτό όλα κινούνται με ρυθμούς ανασφάλειας μακριά από κάθε λογική βεβαιότητας, σε ένα χωροχρόνο όπου οι ήρωες γίνονται συνώνυμοι ανδρείκελων ή φαντασμάτων της ίδιας τους της ύπαρξης. Παρασύρονται από τον συγγραφέα σε ένα συνεχές ταξίδι μέσα στην πόλη, αναρωτιούνται, πεθαίνουν και ξαναγεννιούνται γιατί η αναγέννηση είναι μία μορφή επαναπροσδιορισμού του εγώ τους.
Με ήρωα τον Ζαν Μποσμάν στο βιβλίο του Chevreuse, ο Μοντιανό ξεδιπλώνει το ευρύ φάσμα των αναμνήσεων του πρωταγωνιστή του για να ριχτεί στην ανάδυση μικρών και άγνωστων στιγμών που τώρα όμως για κάποιο λόγο επανέρχονται και αφενός του δίνουν ζωή ενώ αφετέρου τον αναστατώνουν. Είναι το σημείο εκείνο, το μεταίχμιο όπου η μνήμη ερχόμενη με κατακλυσμιαία πολλές φορές ταχύτητα δίχως να την ελέγχουμε προκαλεί ρήγματα και δημιουργεί αμφιβολίες για το αν τελικά αυτό που θυμόμαστε είναι μέρος ενός παρελθόντος ή κατασκεύασμα των στοών του μυαλού, του άστατου νου μας. Ο Μοντιανό παίζει πολύ με αυτή την έννοια της αμφιβολίας και μοιάζει ο πρωταγωνιστής του να ζει αυτό που έζησε ο στρατιώτης Σάλιντζερ πριν ακόμα γράψει το περίφημο μυθιστόρημα Ο φύλακας στη σίκαλη, ένα βιβλίο που γεννήθηκε μέσα από ένα μεταπολεμικό μετατραυματικό άγχος που υπέστη. «Φτάνοντας στην Πορτ-ντ’ – Οτέιγι, τον οδήγησε σ’ ένα δρόμο που του ήταν άγνωστος, παρόλο που την είχε γυρίσει πολλές φορές τη γειτονιά. Βάδιζαν στο αριστερό πεζοδρόμιο, απ’ όπου μάντευες, πίσω απ’ τα κτίρια, μια μεγάλη έκταση πρασίνου που πρέπει να ‘ταν κάποιο πάρκο ή η αρχή του Δάσους της Βουλόνης ͘ ή, πολύ απλά, ένα λιβάδι».
Στο πρόσφατο εκδοθέν βιβλίο του Η χορεύτρια, η πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματος περιπλανιέται στο Παρίσι και ο αφηγητής ξετυλίγει τη ζωή της και την αποστολή της, δηλαδή την αφοσίωσή της στην τέχνη της. Η χορεύτρια είναι άλλο ένα πρόσωπο αντιπροσωπευτικό της προσπάθειας του Μοντιανό να εστιάσει στην επανεφεύρεση του χαμένου χρόνου ώστε να καταστεί ξανακερδισμένος για να θυμηθούμε τον κορυφαίο δάσκαλο και αφηγητή Μαρσέλ Προυστ. Ο Μοντιανό έχει πάρει την σκυτάλη από τον Γάλλο πολυλογά και χτίζει το έργο του πάνω σε αυτή την βάση της αφήγησης που κοιτάει στο παρελθόν με βλέμμα στο μέλλον. Το παρελθόν είναι το μαγικό φίλτρο μέσα από το οποίο ζει η πρωταγωνίστριά του καθώς και ο αφηγητής του που σαν μέσα από κλειδαρότρυπα μπορεί και μας περιγράφει τη ζωή της. Υπάρχει ένα διάσημο γλυπτό του Εντγκάρ Ντεγκά, πρωτότυπο αντίγραφο του οποίου διαθέτει το Μουσείο Γουλανδρή στο Παγκράτι. Είναι η περίφημη χορεύτρια του Ντεγκά, το οποίο απεικονίζει ένα κορίτσι 14 ετών και είναι το μόνο γλυπτό έργο που εξέθεσε κατά τη διάρκεια της ζωής του στην 6η έκθεση ζωγραφικής των ιμπρεσιονιστών, το 1881. Αυτή θα μπορούσε να είναι η χορεύτρια του Μοντιανό, ένα κορίτσι που λαχταρά να μάθει να χορεύει, μια χορεύτρια αφοσιωμένη στον ρόλο της.
Ο Μοντιανό κρατάει τον αναγνώστη σε αγωνία παρά το γεγονός πως δεν επιστρατεύει ψεύτικες ή πρόχειρες αφηγηματικές πλατφόρμες που θα τον κατέτασσαν σε έναν επιφανειακό καταθέτη εντυπώσεων. Μπαίνει βαθιά στους ρόλους που διανέμει και με ψυχαναλυτική ματιά αλλά και με πίστη στην ανθρώπινη περιγραφή της αδυναμίας, της πίστης ή της απιστίας, της συναρμολόγησης των συναισθημάτων, ξεδιπλώνει ένα χαλί εικόνων σε ένα Παρίσι που γίνεται ξανά ιμπρεσιονιστικό και μπελεποκικό. Παράλληλα, ξεπηδούν από την ιστορία του γνήσιες περιπετειώδεις εξάρσεις σε ένα σκάκι όπου κάθε πιόνι μετακινείται χωρίς ο ίδιος να έχει παρέμβει, ένα συνεχές πισωγύρισμα σε σκηνές που ήδη έχουν παιχτεί. Η βάση της επιτυχίας έγκειται στην πίστη, την θρησκευτική προσήλωση και την αφοσίωση στα διδάγματα των δασκάλων της γαλλικής λογοτεχνίας, αυτή την μπαλζακική “φλυαρία” και την φλωμπερική “ασάφεια” που όμοιές του δεν υπάρχουν και δεν θα ξαναυπάρξουν στην ευρηματική μορφή που τις γνωρίσαμε. Γίνεται κοινωνός και μέτοχος μοναδικών στιγμών, ελευθερώνει την πένα του χωρίς να γίνεται βαρετός και κουραστικός για να ντύσει με το πέπλο της αμφισβήτησης όλα αυτά που συμβαίνουν σε μία πόλη φουντωμένη από το στοιχείο της ανεμελιάς, της χαράς και της λύπης. Η βράβευσή του δεν αποτέλεσε καμία έκπληξη, ήταν ένα προδιαγεγραμμένο γεγονός που απλά ανάμενε το πλήρωμα του χρόνου για να εκπληρωθεί και να επιβεβαιώσει την αφηγηματική του δεινότητα παντοτινής διάρκειας.



