Ο Δημοσθένης Βουτυράς είναι από τις περιπτώσεις των συγγραφέων που το έργο τους είναι μια βαθιά ανασκαφή στα άδυτα της ανθρώπινης φύσης. Φέρνουν στην επιφάνεια την ανθρώπινη φύση, τις σκοτεινές στοές μέσα στις οποίες κινείται ο ανθρώπινος νους και το σκοτεινό φάσμα που καλύπτει αυτό που ονομάζουμε ζωή και θάνατος. Ο Βουτυράς με την γραφή του, που εκπέμπει ποιητικότητα και ύφος που παραπέμπει πολύ έντονα στον Πόε, παρουσιάζει τον άνθρωπο της εποχής του, γυμνό και απαλλαγμένο από φτιασιδώματα και ωραιοποιήσεις. Οι ήρωες του Βουτυρά είναι βουτηγμένοι σε ένα σκοτεινό παρόν που σκιάζει τις ζωές τους και αυτοί με σπαρακτική φωνή και αγώνα παλεύουν να εξηγήσουν το κάθε τι ανεξήγητο και δυσερμήνευτο με όποιες δυνάμεις τους απομένουν αναστατωμένοι από όσα εκτυλίσσονται γύρω τους.
“Μυρουδιά χόρτου γέμιζε τον αέρα, την ησυχία τη μαύρη, που σαν παραμιλητό της, κάποτε φωνή βατράχου, ακουγότανε να τρέχει {…} Ξαφνικά μου ‘ρθε μια επιθυμία. Θέλησα να βρεθώ στο έρημο χωριό όταν θα βάθαινε η νύχτα. Ήθελα έτσι να το δω, να το δω τη νύχτα, τη βαθιά νύχτα, να περπατήσω στους έρημους δρόμους του, να προκαλέσω τα φαντάσματα και να αισθανθώ τον τρόμο” γράφει στο διήγημα Τόπος ψυχών όπου ο αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος με τις ανησυχίες και την αγωνία που διακατέχει τον πρωταγωνιστή. Μοιάζει ο τρόμος και η εικόνα του θανάτου να αποτελούν ατμομηχανή της έμπνευσης του Βουτυρά τοποθετώντας την αφήγηση σε ένα απόκοσμο περιβάλλον, σε μία ατμόσφαιρα μακάβρια, συντροφιά με παράξενα όντα όμοια με αυτά για τα οποία ο Μπόρχες μας μιλάει στο βιβλίο του.



