Τζόζεφ Κόνραντ, Έιμι Φόστερ, Εκδόσεις Οξύ

Ένα από τα κυριότερα έργα του Ντοστογιέφσκι είναι ο Ηλίθιος, ένα έργο που συμπυκνώνει τον ίδιο του τον εαυτό, την καλοσύνη του και το φιλότιμο, την ανθρωπιά και την προσφορά του σε αυτόν που είχε ανάγκη. Και όμως ο κόσμος γύρω του, το περιβάλλον του, εκτός από τον αδερφό του, δεν του φέρθηκαν δεόντως, ίσα ίσα τον απώθησαν σαν κάποιο παράσιτο, σα να ήταν ένας μωρός και ανόητος, ένας ρομαντικός που δεν είχε θέση σε αυτόν τον μάταιο κόσμο. Ο ίδιος βουτηγμένος στο ποτό, τον τζόγο αλλά και κυρίως το γράψιμο όπου έβρισκε καταφύγιο, υπήρξε μία μορφή ξεχωριστή των γραμμάτων, ένας φιλόσοφος του καιρού του που σήμερα αποτελεί σύμβολο για τον στοχαστικό του οίστρο. Στον Ηλίθιο, ο Ντοστογιέφσκι περιγράφει έναν άνθρωπο διωγμένο από την ίδια την κοινωνία, έναν άνθρωπο στο περιθώριο, έναν άνθρωπο που αδυνατεί να ενταχθεί στο σύστημα και για αυτό παραγκωνίζεται ως μη αποδεκτός και ως μίασμα. Δεν είναι πολύ μακριά τα όσα ο Κόνραντ περιγράφει στην Έιμι Φόστερ και στον δικό του Γιάνκο, έναν άνθρωπο αυθεντικό μα τόσο ξένο προς το περιβάλλον στο οποίο καλείται να ζήσει. 

Ένα πρόσωπο που βαδίζει τον δρόμο της μοναξιάς σε μια κοινωνία αφιλόξενη

Ο Μιχάλης Μακρόπουλος, συγγραφέας ο ίδιος αλλά και εξίσου σπουδαίος μεταφραστής γράφει στο εισαγωγικό σημείωμα της έκδοσης τα εξής ενδιαφέροντα: «… είναι μια σπαραχτική ιστορία για την απόλυτη αθωότητα – τόσο απόλυτη, που μόνο με απλότητα μπορεί κανείς να μιλήσει γι’ αυτήν. Ο Γιάνκο, ο ναυαγός που ως το τραγικό του τέλος παραμένει πεντάξενος στον άξενο τόπο όπου τον έριξε η μοίρα, είναι αθώος ως τα τρίσβαθά του, περισσότερο κι από παιδί – από τα παιδιά που τον παίρνουν στο κατόπι και τον κοροϊδεύουν». Και από αυτό το απόσπασμα οδηγούμαστε στην ιστορία ενός άλλου αποσυνάγωγου της κοινωνίας, του μοναδικού δημιουργού Βίνσεντ Βαν Γκογκ, τον οποίο ουδείς κατανόησε και τον οποίο λοιδόρησαν και εξευτέλισαν πολλοί από τους σύγχρονούς του. Όπως και ο Βαν Γκογκ, ο Γιάνκο είναι ένα ταπεινό και σεμνό μυρμήγκι, ένας αγνός άνθρωπος χωρίς καμία κακία, ένας άνθρωπος που βρέθηκε εκών άκων να κολυμπά στα νερά μιας εχθρικής κοινωνίας. Ο Κόνραντ κατά μία έννοια μας περιγράφει τον ίδιο του τον εαυτό καθώς από νωρίς και ο ίδιος βρέθηκε σε διάφορους τόπους και είναι πολύ πιθανό να αντιμετώπισε την ίδια μοναξιά με τον ήρωά του.

Στην ταφόπετρά του εξάλλου είναι χαραγμένοι οι στίχοι του ξακουστού ποιητή Έντμουντ Σπένσερ: «Μετά τον καθημερινό μόχθο ο ύπνος, μετά τις φουρτουνιασμένες θάλασσες το λιμάνι/ Μετά τον πόλεμο η γαλήνη, μετά τη ζωή ο θάνατος είναι ευχαρίστηση πολλή». Αυτοί οι στίχοι αντανακλούν τόσο στον θάνατο του ίδιου του Κόνραντ όσο και του ήρωά του, καθώς το τέλος τους είναι παρόμοιο. Ο Γιάνκο προσγειώνεται σε έναν τόπο που τον κοιτά με μισό μάτι, τον υποδέχεται σκληρά και αφιλόξενα, τον θεωρεί παράσιτο και τον τοποθετεί εις τον πυρ το εξώτερον. «Η ξενότητά του τον είχε αφήσει πάνω του την ιδιόμορφη κι ανεξίτηλη βούλα της. Τελικά οι άνθρωποι συνήθισαν να τον βλέπουν. Όμως ποτέ δεν συνήθισαν τον ίδιο. Η γρήγορη πηδηχτή περπατησιά του · το συνήθειό του τις ζεστές βραδιές να φοράει το σακάκι στον έναν ώμο σαν ντουλαμά ουσάρου…». Η γυναίκα Έιμι Φόστερ, η οποία έχει δώσει και τον τίτλο σε αυτό το διήγημα, είναι το επίκεντρο της αγάπης και της τρυφερότητάς του, θέλει να δοθεί σε εκείνη ψυχή τε και σώματι αλλά τόσο ο πατέρας της όσο και το υπόλοιπο χωριό τον αντιμετωπίζουν απαξιωτικά, σαν μην ήταν κατάλληλος για γάμο μαζί της. 

Ο Κόνραντ μας περιγράφει έναν άνθρωπο που ήρθε από την θάλασσα και μάλλον αυτή ήταν η μόνη που τον καταλάβαινε, με τον θάνατό του ο Γιάνκο σε αυτήν θα επέστρεφε ως την μόνη πιστή γυναίκα που μπορούσε να του προσφέρει την θαλπωρή την οποία και αναζητούσε. Το μωρό που απέκτησε με την Έιμι Φόστερ θα φέρει από εδώ και πέρα το ίδιο όνομα, Γιαννάκης και η ίδια η Έιμι Φόστερ δια στόματος και μολυβιού Κόνραντ θα πει με τραγικό τόνο: «Ο μικρούλης, ξαπλωμένος ανάσκελα, αν και με φοβόταν λιγάκι, με κοιτούσε με τα μεγάλα μαύρα του μάτια θυμίζοντας πουλί πιασμένο στο βρόχι. Και βλέποντάς τον σαν να είδα ξανά τον άλλον – τον πατέρα, που η θάλασσα τον ξέβρασε μυστηριωδώς, για να χαθεί έπειτα μέσα στον έσχατο όλεθρο της μοναξιάς και της απελπισίας». Είναι όλο αυτό το κείμενο ένας ύμνος στους ανθρώπους που αν και περικυκλωμένοι από κόσμο, ουσιαστικά φεύγουν μόνοι κατάμονοι ξεχασμένοι από όλους, σαν αόρατες σκιές που κυκλοφορούν ανάμεσά μας και εμείς δεν τους δίνουμε την παραμικρή σημασία. Ο Κόνραντ εξυψώνει αυτές τις φυσιογνωμίες και μας θυμίζει την τραγικότητά τους.

“Η καρδιά του σκότους”, “Ο νέγρος του νάρκισσου”, “Ο Τυφώνας”, “Η γραμμή της σκιάς”. Να ορισμένα από τα αριστουργήματα που ο Τζόζεφ Κόνραντ άφησε παρακαταθήκη με την μόνη του έγνοια που είχε, να αιχμαλωτίζει την προσοχή του αναγνώστη του. Αυτός ο συντηρητικός κύριος που έχασε τους γονείς του σε πολύ μικρή ηλικία και βρέθηκε να ταξιδεύει στους ωκεανούς ήδη από την ηλικία των 13 χρόνων, υπήρξε μία από τις επιφανέστερες προσωπικότητες που γέννησε η λογοτεχνία. Μακριά από αυστηρούς λογοτεχνικούς περιορισμούς και ουσιαστικά αυτοδίδακτος, ο Κόνραντ πραγματεύτηκε την ίδια τη ζωή και την κατέθεσε με την ψυχή του έτσι όπως ο ίδιος την βίωσε και την επιθύμησε σαν ένας σύγχρονος θαλασσοπόρος που περιπλανήθηκε στη θάλασσα για να γεννήσει με τη γραφή του τις δικές του λογοτεχνικές πολιτείες και τους δικούς αφηγηματικούς κόσμους. “Η δύναμή σου είναι απλώς ένα ατύχημα που οφείλεται στην αδυναμία των άλλων”. Και πράγματι Πολωνός στην καταγωγή μεγαλωμένος στην Ουκρανία, με γαλλική παιδεία αλλά τελικά πολιτογραφημένος Άγγλος, είχε τη δύναμη, την τόλμη και το θάρρος να γράψει στα Αγγλικά – που δεν ήταν καν η δεύτερή του γλώσσα – βιβλία που σήμερα είναι διαχρονικά και αποκαλυπτικά. Ένα από τα αποκαλυπτικά διηγήματά του είναι η Έιμι Φόστερ, ένα διήγημα που επιβεβαιώνει την λογοτεχνική ευφυία του.

«…Τελικά πιστοποίησα ότι ο θάνατός του επήλθε από συγκοπή. Η καρδιά του πρέπει πράγματι να τον πρόδωσε, ειδάλλως ίσως να είχε αντέξει την έκθεση όλη νύχτα στη θύελλα και στο κρύο. Του έκλεισα τα μάτια κι έφυγα…»