Ο Ντοστογιέφσκι είχε γράψει στον Ηλίθιο πως η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο. Διαβάζοντας το βιβλίο του άγνωστου στην Ελλάδα συγγραφέα Γκουράμ Ντοτσανασβίλι μπορούμε να πούμε ανοιχτά πως η λογοτεχνία είναι ικανή και αυτή να σώσει τον κόσμο. Με μια γραφή πραγματικά μοναδική που ενέχει πολλά παιχνίδια αφηγηματικά και νοηματικά, ο σπουδαίος Γεωργιανός συγγραφέας – αξίζουν πολλά συγχαρητήρια στις εκδόσεις Loggia για την έκδοση αυτή, ένα χάρισμα στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό – μοιράζεται μαζί μας την αγάπη του για την λογοτεχνία και τους συγγραφείς της. Μέσω μιας ευφάνταστης και πολύ ευφυούς ιστορίας ο αναγνώστης κινείται μεταξύ δύο κόσμων, αυτόν της πεζότητας και της δημοσιοϋπαλληλικής καθημερινότητας και πραγματικότητας από την μία, ενώ από την άλλη ζει και ονειρεύεται τον κόσμο με τα μάτια της λογοτεχνίας. Ο μεταφραστής Δημήτρης Τσεκούρας στο εξαιρετικό επίμετρό του αναφέρεται σε αυτό το αντιφατικό δίπολο: «{…} Από τη μία η ψυχρή και μονοδιάστατη λογική του Κράτους με τα τυποποιημένα και απρόσωπα ερωτηματολόγια που θέτει προς απάντηση στους πολίτες του και από την άλλη η πολυδιάστατη ερμηνεία του Κόσμου που προτείνεται από τον χώρο της Λογοτεχνίας».
Ο κόσμος της λογοτεχνίας είναι ένα καταφύγιο που δημιουργεί χώρο στο όνειρο
Το όλο κείμενο ως σύνολο είναι μια ελεγεία στον χώρο και τον χορό τον μαγικό των συγγραφέων. Ο φωτογράφος, ένας από τους κεντρικούς πρωταγωνιστικούς ρόλους μαζί με τον βοηθό του τον Κλιμ, είναι ένα πρόσωπο που χρειάζεται στις κοινωνίες του σήμερα όσο ποτέ. Είναι μια φυσιογνωμία που εμπνέει, που ξεφεύγει από τη μιζέρια της πραγματικότητας μιας πόλης στην στατική και άνυδρη πνευματικά Σοβιετική Ένωση, πρόκειται για ένα φωτοστέφανο όμοιο με αυτό που ζωγράφιζαν οι ζωγράφοι της Αναγέννησης στους αγίους τους που όμως ήταν πρόσωπα βγαλμένα από την ζωή. Το ίδιο λοιπόν είναι και ο φωτογράφος, ένας πνευματικός άνθρωπος που πάει ενάντια στην στασιμότητα και την ανοησία του καθεστώτος, φωτίζει με την παρουσία του με άρμα και «όπλο» την πανέμορφη πλάση που χαρίζει η λογοτεχνία. Τόσο ο φωτογράφος όσο και ο πολύτιμος βοηθός του είναι εκεί να θυμίζουν στον δημόσιο υπάλληλο και τον προϊστάμενό του πως η λογοτεχνία προσδίδει στη ζωή μια άλλη μαγεία. Τι και αν επιβάλλουν με το ζόρι μια κάποια διασύνδεση με τον κόσμο της λογοτεχνίας, τι και αν αυτή η επιβολή δεν είναι τόσο δημοκρατική, σημασία έχει πως το μήνυμα περνάει και ηχηρά μάλιστα.
«Μα πείτε μου, σας παρακαλώ, υπάρχει, για παράδειγμα, τίποτα καλύτερο από το να διαβάζει κανείς Ντίκενς στη δροσιά; Μήπως το διάβασμα δεν είναι ένας από τους καλύτερους τρόπους ψυχαγωγίας;». Στον κόσμο της κρατικής υπαλληλίας και των στερεότυπων, όλα αυτά ακούγονται κάπως ονειρικά και ίσως γραφικά, ωστόσο η λογοτεχνία είναι αυτή που εναντιώνεται με κάποιον τρόπο στην εξουσία, είναι μια κάποιου είδους πολιτισμένη αντίσταση στην επιβολή των κρατικών και δη σοβιετικών νοοτροπιών όπου όλα είναι ενταγμένα στα κουτάκια της κυβερνητικής πολιτικής. Είναι σαφές πως το μήνυμα του Ντοτσανασβίλι είναι υποδόρια πολιτικό, πώς προσπαθεί να εκφράσει μια άποψη για αυτό που ζει η Γεωργία ως χώρα μέλος μιας ένωσης που καταδυναστεύει και στερεί ελευθερίες. Αυτό το πετυχαίνει μέσω συμβολισμών, με τον ίδιο τρόπο που ο Ζιονό στο δικό του βιβλίο ο Άνθρωπος που φύτευε δέντρα περνά το δικό του μήνυμα για την ανάγκη προστασίας του περιβάλλοντος.
Είναι όμως και η καφκική αφήγηση που πρωταγωνιστεί με κάποιον τρόπο εδώ, είναι εκείνος ο κύριος Κ. που πνίγεται μέσα στην ατέρμονη ενασχόλησή του στην κρατική υπηρεσία όπου δεν υπάρχει καμία είδους φαντασία και βουλιάζει όλο και πιο πολύ κάθε μέρα στα ίδια και τα ίδια. Ο υπάλληλος του Ντοτσανασβίλι όντας δίπλα στον προϊστάμενό του νιώθει την ηδονή που του παρέχει η προσκόλληση στον αντιπρόσωπο της εξουσίας, ξεφεύγει για λίγο από την συνήθη μιζέρια του και νιώθει ένας κάποιος άλλος, σαν να έχει ανέβει στο βήμα και να βγάζει λόγο ενώπιον του ακροατηρίου. «Κι εγώ το απολαμβάνω, χαίρομαι που περπατάω πλάι στον προϊστάμενο, σαν ίσος προς ίσο. Και ονειρεύομαι… Μακάρι να μας δει κάνας γνωστός τώρα μαζί. Διασχίζουμε τους δρόμους της πόλης και πλησιάζουμε τον άνθρωπο που αγαπάει πολύ τη λογοτεχνία. Ο προϊστάμενος με ακουμπάει στον αγκώνα και μοιράζεται μαζί μου το σχέδιό του: Στην αρχή θα κάνει μερικές απλές ερωτήσεις, σχετικά με τη λογοτεχνία ασφαλώς…». Και όμως οι κόσμοι των δύο ανθρώπων είναι εντελώς διαφορετικοί, πώς ένας δημόσιος υπάλληλος μπορεί να κατανοήσει έστω και λίγο την λαχτάρα της ανάγνωσης και το θαύμα των μεγάλων συγγραφέων. Ένα χάσμα χωρίζει τους δύο αυτούς διαφορετικούς πόλους.
Ο αναγνώστης γιορτάζει με τον συγγραφέα την χαρά της ανακάλυψης ενός σύμπαντος λογοτεχνικού σε σημείο που όπως σημειώνει ο Δημήτρης Τσεκούρας στο επίμετρο αυτό το βιβλίο έχει πολλαπλές ιδιότητες και ταυτότητες. Ο ίδιος σημειώνει: «Η νουβέλα αυτή του Ντοτσανασβίλι, εκτός από λογοτεχνικό έργο, είναι και ένα κείμενο περί Λογοτεχνίας. Υπάρχουν χωρία τα οποία θα μπορούσαν κάλλιστα να περιλαμβάνονται σε μια Θεωρία της Λογοτεχνίας. Υπάρχουν επίσης εμβόλιμες αναφορές που παραπέμπουν σε μάθημα Γλωσσολογίας ή, ακόμη καλύτερα, Κειμενογλωσσολογίας. Η Γλώσσα του κειμένου είναι απλή και σύνθετη ταυτόχρονα». Είναι ευχής έργον που έχουμε αυτό το κείμενο μεταφρασμένο στα ελληνικά διότι τα διαμάντια της λογοτεχνίας μπορούν να προέλθουν από παντού και η επαφή μας με άγνωστες λογοτεχνικές «αγορές» μόνο προσφέρουν στον εμπλουτισμό των εκδόσεων, διανοίγουν διώρυγες πνευματικές και αποκαλύπτουν θησαυρούς που ίσως ποτέ να μην γνωρίζαμε. Το μόνο που απομένει λοιπόν είναι η απόλαυση ενός τέτοιου θησαυρού.
«Το να είναι κανείς αναγνώστης είναι από μόνο του ένα θαύμα. Ω, αναγνώστη! Εσύ είσαι εκείνος που μπορείς ακόμη και να τρυπώνεις και να κοιμάσαι ανάμεσα σε εραστές και να μην είσαι καθόλου περιττός, κι αυτό είναι ένα θαύμα! Κι όχι απλώς να μην είσαι καθόλου περιττός, αλλά, αντιθέτως, να είσαι απαραίτητος, γιατί… Γιατί έτσι το θέλησε ο συγγραφέας!»



