Ο Γκυ ντε Μωπασάν, στο βιβλίο του ο Οξαποδώ, γράφει για την συνάντησή του με μια μορφή που αν την εικονοποιούσαμε θα είχε μάλλον την όψη του περίφημου πίνακα Η κραυγή του Νορβηγού ζωγράφου Έντβαρτ Μουνκ. Ο Γάλλος συγγραφέας στέκεται αντιμέτωπος με ένα περίεργο και αλλόκοτο ον το οποίο δυσκολεύεται να προσδιορίσει, ένα ον που τον στοιχειώνει σε κάθε έκφανση της καθημερινότητάς του. Μην ξεχνάμε επίσης το βιβλίο Φρανκενστάιν της Μαίρης Σέλλευ, φίλης του Λόρδου Βύρωνα, η οποία και ήταν ουσιαστικά από τις πρώτες γυναίκες που ασχολήθηκαν με την λογοτεχνία τρόμου. Η Ελίζαμπεθ Γκάσκελ, γνωστή από το μυθιστόρημά της Βορράς και Νότος, είναι μια σημαίνουσα μορφή των γραμμάτων εκείνης της εποχής και ζει σε μια εποχή έντονων διεργασιών στην κοινωνία στην οποία συμμετέχει και είναι μέρος της. Είναι εύλογο λοιπόν μέσα από την παρατήρηση των ανθρώπινων συμπεριφορών αλλά και μέσα από την ολοένα και αυξανόμενη μεταβολή των κοινωνικών καταστάσεων να προβληματίζεται έντονα και αυτό να το μετουσιώνει σε μια νουβέλα, η οποία είναι γεμάτη από απόκοσμες και παράξενες εικόνες, εισάγοντας νωρίς την έννοια της βίας και δη της ψυχολογικής.
Ανατριχιαστικές εικόνες και περίεργοι ήχοι δημιουργούν ένα άκρως φοβιστικό σκηνικό
Η ιστορία της παραμάνας είναι αντιπροσωπευτική λογοτεχνική αποτύπωση των όσων συμβαίνουν σε μια κοινωνία που εξελίσσεται ραγδαία ενώ η ανθρώπινη τρωτότητα και αδυναμία δεν είναι εύκολο να κρυφτούν. Η οικογένεια στην οποία πηγαίνει η γυναίκα ως παραμάνα είναι μια τυπική οικογένεια με όλα της τα προβλήματα και τις πολλές φορές παράλογες εξάρσεις και αντιδράσεις που αγγίζουν τα όρια της βίας και της υπερβολής. Ο λόγος της νεαρής παραμάνας και ο προστατευτισμός έναντι της δεσποινίδος Ρόζαμοντ είναι χαρακτηριστικοί και εύλογοι λόγω της ευαλωτότητας και της ευθραυστότητας της ίδιας της δεσποινίδας από τη μία πλευρά και του αλλόκοτου περιβάλλοντος και του σπιτιού από την άλλη. Η παραμάνα νιώθει πως απειλείται η ζωή της δεσποινίδας και την φροντίζει με κάθε τρόπο σε σημείο να θέλει να την πάρει μια για πάντα από αυτό το στοιχειωμένο σπίτι. «Η καημενούλα η δεσποινίς Ρόζαμοντ κρατιόταν από πάνω μου σφιχτά σφιχτά, σαν να φοβόταν, σαν να τα είχε χαμένα μέσα σ’ εκείνο το μεγάλο σπίτι · αλλά ούτε κι εγώ από τη μεριά μου ήμουν πολύ καλύτερα. Το δυτικό σαλόνι ήταν ένα πολύ χαρούμενο δωμάτιο, όπου έκαιγε μια ζεστή φωτιά κι είχε ένα σωρό ωραία κι άνετα έπιπλα».
Είναι μια ιστορία που προκαλεί αναμφίβολα αγωνία, ανησυχία και σίγουρα γεννά πλείστα ερωτηματικά, στοιχείο φυσικά που σίγουρα ήταν ο στόχος της Γκάσκελ. Η αφήγηση τρομακτική, σε αρκετά σημεία διαπνέεται από μία έντονη ανησυχία της συγγραφέως για τον κόσμο που αλλάζει, για τον ρόλο της επιστήμης στην εξέλιξη του ανθρώπου. Επιπρόσθετα όμως είναι και η αγωνία για την τύχη αυτού του παιδιού που βιώνει πολύ περίεργες καταστάσεις και μια πραγματικότητα που θέτει σε κίνδυνο την υγεία και τη ζωή της εν γένει. Αναδεικνύεται αναμφίβολα τόσο μέσα από αυτή την ιστορία αλλά και από άλλες σύγχρονες της Γκάσκελ ιστορίες φαντασμάτων, η έλευση του άγνωστου, η παρουσία και η επέλαση του μεταφυσικού που μεταφράζεται σε εσωτερική διαταραχή και οράματα, σε θέαση νεκρών, οι οποίοι και στοιχειώνουν τον κόσμο των πρωταγωνιστών με κίνδυνο πολλές φορές την ίδια τους τη ζωή. Γιατί οι διάφορες ηχητικές παρεμβάσεις και οι μεταφυσικοί ήχοι συνάδουν απόλυτα με την αγωνία για το μέλλον της μικρής σε ένα περιβάλλον πατρικού σπιτιού που απέχει παρασάγγας από την ομαλότητα και την νηνεμία.
Η βικτωριανή περίοδος με τις αλλαγές που επιφέρει στη ζωή των ανθρώπων εντείνει αυτές τις ανησυχίες και είναι μόνο η αρχή και οι συγγραφείς είναι σίγουρα επηρεασμένοι από τα διαβάσματα αυτής της εποχής. Απόκοσμες ιστορίες, όπως αυτή της Γκάσκελ, αντλούν την έμπνευσή τους και την ύπαρξή τους από τα σκοτεινά χρόνια του μεσαίωνα ή και ακόμα παλαιότερων εποχών, τότε που οι άνθρωποι προσπαθούσαν να εξηγήσουν με τις λίγες γνώσεις τους φαινόμενα και γεγονότα και η δυσκολία να ερμηνεύσουν με ορθόδοξο και λογικό τρόπο τους οδηγούσε στην ερμηνεία χρησιμοποιώντας παραδοξολογίες και μεταφυσικές εξηγήσεις. Κάποιες από αυτές είναι πραγματικά ανατριχιαστικές και δίνουν το στίγμα του τρόμου του θανάτου, ένας θάνατος που πολλές φορές έρχεται απότομα και τρομάζει. Οι άνθρωποι εξάλλου διακατέχονται από έντονες ψυχικές αγωνίες και από πάμπολλα ερωτήματα σχετικά με το μέλλον που παραμένει νεφελώδες. Έτσι, βιώνουν ένα ισχυρό σοκ και έναν πανικό από αυτήν την απότομη μετάβαση, δηλαδή από τη θρησκεία και τις προκαταλήψεις, στην επιστήμη και τη νέα πραγματικότητα.
Στο σύντομο αλλά ιδιαίτερα διαφωτιστικό σημείωμα της έκδοσης, διαβάζουμε πως σε όλα της τα διηγήματα, αλλά κυρίως στην Ιστορία της παραμάνας, ανατέμνει το κοινωνικό εντός του οικιακού περιβάλλοντος, φωτίζοντας μαεστρικά τη συναισθηματική ασφυξία που παράγει η βία, που ήταν εγγενής στη δομή της οικογενειακής ζωής. Αντίστοιχα, η έννοια του ρομαντισμού στα μυθιστορήματά της μετατρέπεται σε μια διερεύνηση της σεξουαλικής ψυχολογίας των χαρακτήρων. Ιστορίες όπως αυτή μας φέρνουν σε επαφή με την εξαιρετικά τρωτή ανθρώπινη φύση που πάντα θα προσπαθεί να ερμηνεύσει το παράλογο και το άγνωστο και θα νιώθει αιχμάλωτος των πολύπλοκων και περίπλοκων σκέψεων που προκαλεί το τέλος της ζωής. Η Γκάσκελ θέτει ως κύριο ζήτημα το γεγονός της κακοποίησης και της κακής μεταχείρισης αυτού του παιδιού, της δεσποινίδος Ρόζαμοντ και η παραμάνα αποτελεί στα χέρια της την κριτική αυτής της συμπεριφοράς ενώ παράλληλα είναι η ασπίδα που στέκει μπροστά αγέρωχη και γενναία με σκοπό να απαλλάξει το παιδί από το τόσο κακοποιητικό περιβάλλον και να το σώσει όσο είναι ακόμα καιρός. Είναι λοιπόν ένα προφητικό διήγημα πέρα των υπολοίπων απέναντι στην ενδοοικογενειακή βία, ένα φαινόμενο που σήμερα όσο ποτέ ηχεί συνεχώς στα αυτιά μας και απασχολεί τις σύγχρονες κοινωνίες.
«τι χαρά ήταν αυτή, και τι κλάμα, που την είχα ξανά στην αγκαλιά μου, γιατί δεν άφησα τον βοσκό να την κουβαλήσει: την πήρα εγώ, έτσι όπως ήταν, με την κάπα, στα χέρια μου, και την κράτησα κοντά στον ζεστό λαιμό μου και στην καρδιά μου, κι ένιωσα τη ζωή να ξανάρχεται σιγά σιγά στα λεπτά της μέλη»



