Arthur Brand, Τα άλογα του Χίτλερ, Εκδόσεις Οξύ

Φως της αλήθειας, μάρτυρας των καιρών, δάσκαλος της ζωής είναι η Ιστορία” είχε γράψει ο Κικέρων. Πράγματι, η ιστορία, όπως και η τέχνη, είναι το πέρασμα του ανθρώπου από τη γη, είναι η απόδειξη της ίδιας του της ύπαρξης, των λαθών του αλλά και των επιτευγμάτων του. Τα πρόσωπα της Ιστορίας είναι συνυφασμένα με τις τύχες των λαών, πρόσωπα που άλλαξαν προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο τον ρου της ιστορίας και τον επηρέασαν καίρια με τις σωστές ή λανθασμένες αποφάσεις της. Η ιστορία μάς διδάσκει και μας θυμίζει πώς να αποφεύγουμε τα λάθη του παρελθόντος, πολλές φορές όμως μας θυμίζει και το πόσο τρωτοί είμαστε, πόσο εύθραυστοι είμαστε, πόσο αδύναμοι είμαστε. Η Ιστορία είναι όμως και αμείλικτη και διορθωτική πολλές φορές, τοποθετεί τα πράγματα στη θέση τους και φέρνει στο προσκήνιο όλα εκείνα που κάποιος θα ήθελε να μείνουν εν κρυπτώ.

Στα σκοτεινά μονοπάτια της ιστορίας ο Μπραντ αναζητεί χνάρια ενός χαμένου έργου τέχνης

Πριν από δέκα χρόνια κυκλοφόρησε η ταινία Μνημείων άνδρες, βασισμένη και αυτή σε βιβλίο που είχε την ίδια θεματική με τα Άλογα του Χίτλερ, δηλαδή την παράνομη εμπορία έργων τέχνης κατά την περίοδο του ναζισμού και αργότερα. Στον ρόλο του προστάτη τότε οι άνδρες εκείνοι προσπάθησαν να αποσοβήσουν την καταστροφή των έργων τέχνης από τους ηττημένους Γερμανούς, οι οποίοι βρίσκονταν σε αποδρομή. Ο Άρθουρ Μπραντ κινείται στον ίδιο δρόμο, στο ίδιο μονοπάτι και επιστρατεύει όλα τα απαραίτητα εκείνα εργαλεία, όλη του την ευφυία ώστε να ανακαλύψει τι συνέβη με ένα έργο τέχνης, το οποίο δέσποζε έξω από την Καγκελαρία αλλά συνέβη να έχει γίνει και αυτό έρμαιο στα χέρια εμπόρων. Αυτοί οι έμποροι εκμεταλλευόμενοι το γεγονός πως στη μεταπολεμική Γερμανία, ειδικά στην Ανατολική, όλα πωλούνταν και όλα αγοράζονταν, κατάφερναν με δόλιους τρόπους και υπόγεια μέσα να αρπάζουν έργα τέχνης και να τα κάνουν δικά τους εξαφανίζοντας παράλληλα τα ίχνη τα δικά τους όσο και των πολύτιμων αγορών τους.

Τα Άλογα του Χίτλερ είναι ένα βιβλίο που θα μπορούσε να έχει μεταφερθεί στον κινηματογράφο με την ίδια ευκολία που μεταφέρθηκαν τα βιβλία του Νταν Μπράουν, με τη διαφορά πως εδώ έχουμε να κάνουμε με μια αμιγώς πραγματική ιστορία και όχι ιστορίες συνωμοσίας που βασίστηκαν στη φαντασία. Ο Μπραντ δεν αναφέρεται μόνο στο παράνομο εμπόριο έργων τέχνης που βασίλευε τόσο κατά την περίοδο του ναζισμού, όσο και αργότερα από εκείνους που γλίτωσαν τον θάνατο και την καταδίκη. Και ήταν πολλοί αυτοί σε κάθε γωνιά του κόσμου. Ο Μπραντ μέσα από το βιβλίο του ξεδιπλώνει την ιστορία του νεοναζισμού που παίρνει σάρκα και οστά από τους λάτρεις και τους νοσταλγούς ενός αιμοσταγούς και ολέθριου παρελθόντος. Αυτό το παρελθόν προσπαθούν να αναβιώσουν ουκ ολίγοι, οι οποίοι πιστεύουν πως ο Χίτλερ δεν πέθανε ποτέ ή πως το κίνημα του ναζισμού θα επανέλθει και πάλι στο προσκήνιο για να καταστήσει την Γερμανία ηγέτιδα δύναμη.

Ο ζωγράφος Πάουλ Κλέε, θύμα ο ίδιος των ναζιστικών αυθαιρεσιών και χαρακτηρισμένος ως εκφυλισμένος ως προς την τέχνη του έχει δηλώσει χαρακτηριστικά: “Όσο πιο τρομακτικός γίνεται ο κόσμος, τόσο η τέχνη γίνεται πιο αφηρημένη. Ενώ ένας ειρηνικός κόσμος παράγει ρεαλιστική τέχνη”. Το βιβλίο αυτό είναι ένα εργαλείο μνήμης για την αποφασιστικότητα και την ισχυρή δυναμική που εξέφρασαν άνθρωποι ενώπιον του ναζιστικού και φασιστικού μορφώματος που θα καταλάμβανε την Ευρώπη για μία περίπου πενταετία. Ο κόσμος δυστυχώς δεν θα ήταν ποτέ ίδιος μετά από πέντε χρόνια και θα πραγματοποιούνταν τεκτονικές αλλαγές σε κάθε επίπεδο. Η ιστορία έχει τις διαφορετικές πτυχές της και κάθε βιβλίο που παρουσιάζεται εδώ έχει την σημασία του καθώς αναδεικνύει όσα έλαβαν χώρα σε μία περίοδο τόσο άστατη αλλά και τόσο εμβληματική. Ο Άρθουρ Μπραντ είναι ένας από αυτούς που καταφέρνει με την ευστροφία του και την διορατικότητά του να ξεγυμνώσει ένα ολόκληρο καθεστώς ανομίας και ανηθικότητας και να φέρει στο φως έργα τέχνης χαμένα για χρόνια. 

Μεταξύ παρόντος και παρελθόντος, ο Μπραντ ξετυλίγει το κουβάρι της ιστορίας που καθόρισε την πορεία του κόσμου, μια ιστορία πικρή και αιματοβαμμένη από το αίμα χιλιάδων αθώων που οδηγήθηκαν στα κρεματόρια για χάρη ενός παρανοϊκού και της ομάδας του, μιας συμμορίας δίχως όρια στο έγκλημα και την εξόντωση. Ο Μπραντ κινείται με όρους επιθεωρητή Μαιγκρέ και Ιντιάνα Τζόουνς μαζί για να πιάσει το νήμα της κλοπής των περίφημων αλόγων του Χίτλερ, αγάλματα τεράστιων διαστάσεων που κοσμούσαν την είσοδο της Καγκελαρίας και τα οποία ο ίδιος ο Χίτλερ είχε αναθέσει στον έναν εκ των αγαπημένων του καλλιτεχνών, του Γιόζεφ Θόρακ. Είναι γνωστή η ιστορία περί εκφυλισμένης τέχνης διαφόρων καλλιτεχνών, κυρίως Εβραίων, οι οποίοι και εκδιώχθηκαν από το καθεστώς ενώ τα έργα τους κάηκαν στην πυρά ή καταστράφηκαν λόγω του έκφυλου χαρακτήρα τους. Ο Χίτλερ είχε απορριφθεί από την Σχολή καλών τεχνών και φαίνεται πως αυτή του η αποτυχία είχε ρίζες στην αποδόμηση ολόκληρης της καλλιτεχνικής σκηνής, προωθούσε μόνο εκείνους που ο ίδιος θεωρούσε «άξιους» και «έγκριτους» καλλιτέχνες, εκείνους δηλαδή που είχαν προσηλυτιστεί στον ναζισμό, όπως άλλωστε έκανε και με τους συγγραφείς και τους ποιητές.

Ο Μπραντ, ως ήρωας του βιβλίου, είναι ένας ιδιαίτερα ευαίσθητος άνθρωπος σε θέματα τεχνών και αντιμάχεται τη βία από όπου και αν προέρχεται. Ο ίδιος άλλωστε δεν είναι λίγες οι φορές που βρέθηκε ενώπιον δύσκολων καταστάσεων στην προσπάθεια να ανακαλύψει τι συμβαίνει γύρω από την υπόθεση των Αλόγων. Βρέθηκε σε επαφή με τον υπόκοσμο αλλά και με ανθρώπους επικίνδυνους, οι οποίοι θα μπορούσαν να τον στριμώξουν πολύ άσχημα αν ο ίδιος δεν ήξερε να ελιχθεί. Σε κάποιο σημείο της αφήγησής του αναφέρει χαρακτηριστικά: «Αντιπαθούσα τη βία, όπως και την καταστροφή έργων τέχνης, όποια και να ήταν η καταγωγή τους. Δικτάτορες, όπως ο Χίτλερ και ο Στάλιν, αλλά και τρομοκρατικές ομάδες, όπως ο ISIS, προσπάθησαν να εξαφανίσουν ό,τι δεν ήταν σύμφωνο με τις ιδέες τους. Ο Στάλιν είχε φτάσει στο σημείο να εξαφανίσει από φωτογραφίες συντρόφους του που ήταν δίπλα του. Ήταν άνθρωποι που τους εκτέλεσε όταν έχασαν την εύνοιά του. Αλλά είναι δύσκολο να σβήσει κάποιος την Ιστορία». Ο Μπραντ αναβιώνει μοναδικά ένα κομμάτι της ιστορίας που λίγοι γνωρίζουν αλλά πολλοί οφείλουν να μάθουν. 

«Η μεγαλύτερη συνεισφορά της Ιστορίας έγκειται στο ότι μας βοηθά να κατανοήσουμε καλύτερα τον κόσμο. Κανένας ιστορικός που εργάζεται με προσήλωση στον χώρο της επιστήμης του δεν θα υποστήριζε ότι τα άλογα του Θόρακ, αν υποθέταμε ότι σώθηκαν μετά τον πόλεμο, θα έπρεπε να καταστραφούν»