O Φραντς Κάφκα είχε κάποτε πει πως τα βιβλία που έχουμε ανάγκη είναι εκείνα που πέφτουν σαν το τσεκούρι στην παγωμένη θάλασσα της ψυχής μας. Και πράγματι τα καλά βιβλία υπάρχουν και εμείς αξίζει να τα βρούμε. Κάπου κρύβονται και μας περιμένουν να ανακαλύψουμε τη ζωή που αυτά κρύβουν μέσα τους. Ένα καλό βιβλίο θα είναι πάντα ένας λόγος να κρατάμε απόσταση από το κακό που συμβαίνει γύρω μας και να ξεφεύγουμε με το νου και την ψυχή μας μέσα από ιστορίες πραγματικές ή φανταστικές. Μην ξεχνάμε πως τα βιβλία είναι η αφορμή να νιώσουμε πως δεν είμαστε μόνοι, πως έχουμε καλή παρέα και μπορούμε να ευφρανθούμε. Είναι όμως και ένας εξαιρετικός τρόπος να προσκαλέσουμε τους φίλους μας και να συζητήσουμε, το βιβλίο είναι μεταξύ άλλων κοινός τόπος διαλόγου, χαράς, ανταλλαγής απόψεων και ψυχαγωγίας. Τα διηγήματα του Χρηστοβασίλη με αυτή την εντοπιότητα που τα διακρίνει και την ιστορικότητα όμως με την οποία είναι εμποτισμένα μας οδηγεί στα άγνωστα μονοπάτια ενός ανθρώπου που υπηρέτησε πολλάκις τον τόπο του, τον αγάπησε, τον πόνεσε, λαχτάρησε να τον δει ελεύθερο. Μέσα από το δικό του μετερίζι έγραψε διηγήματα για να υμνήσει την ιδιαίτερη πατρίδα του και να τιμήσει τους γονείς του που δεν πρόλαβαν να δουν τα Γιάννενα ελεύθερα.
Ένας ήρωας του καιρού του και ένας αληθινός μα και εμπνευσμένος λογοτέχνης
«Όταν συγχωρέθηκε ο Χρηστοβασίλης, επήγα και τον βρήκα. Ήταν γαλήνιος κι ωραίος, όπως ήταν και ζωντανός. Με το μουστάκι του λεβέντικα ανασηκωτό, με τη μύτη αετίσια. Σ’ όλο του το έργο είναι πολεμιστής, ο σταυραετός της Ηπείρου. Αγωνίζεται για τη λευτεριά και την ομορφιά της ζωής. Ήταν ευτυχισμένοι αυτοί οι γερολεβέντες, όπως ο Πάλλης, ο Καρκαβίτσας, ο Ψυχάρης κι ο Παπαδιαμάντης. Η εποχή τους ήταν εποχή πίστεως. Καθένας ήξερε τι θεό λατρεύει. Και το έργο τους ήταν ένα έργο πίστεως, και η τέχνη τους μια πράξη λατρείας» γράφει για τον Χρήστο Χρηστοβασίλη ο σπουδαίος λογοτέχνης μας Στρατής Μυριβήλης εν είδει επικήδειου. Αυτό το γνήσιο τέκνο των ελληνικών γραμμάτων και η αυθεντική μορφή της ελληνικότητας και της ντοπιολαλιάς των Ιωαννίνων πάλεψε σε όλη του τη ζωή μέσα από τα γραπτά και την ίδιες του τις πράξεις για να δει τον τόπο του ελεύθερο και γενναίο όπως του είχε ορμηνέψει ο πατέρας του. Αν και ξεχασμένος – με κάποιες λίγες εκδοτικές εκλάμψεις όπως η πρόσφατη έκδοση Ο άλιωτος και άλλες ιστορίες από τις εκδόσεις Ροές που τον ξαναέφεραν στην επιφάνεια – ο Χρηστοβασίλης μέσα από τα διηγήματά του αναδεικνύει τους ένδοξους αγώνες των προγόνων του, την αντίσταση στον τουρκικό ζυγό, την ομορφιά των ανθρώπων που πολεμούν για μια ιδέα.
Στη συλλογή αυτή, μια συλλογή από ιστορίες γεμάτες χαρμολύπη, γιατί έτσι είναι η ζωή, ο αναγνώστης γεύεται αλλοτινές εποχές και βουτάει σε αυτές για να ανακαλύψει χρόνια περασμένα και πρόσωπα που σημάδεψαν τον καθένα για τον δικό του λόγο στην κάθε ιστορία. Ο κόσμος του Χρηστοβασίλη είναι μοναδικός και ξεχωριστός, είναι αληθινός και καθόλου εξωραϊσμένος για να αρέσουν οι ιστορίες του. Ο αναγνώστης ξεβολεύεται με ιστορίες όπως ο Κουτσογιάννης στα Γιάννινα, θα ξεβολευτεί και θα αγριέψει λίγο περισσότερο, καθώς άλλες οι εποχές τότε και άρα άλλες οι συνήθειες και τα βιώματα των ανθρώπων. Αυτός όμως είναι άλλωστε και ο λόγος που ο συγγραφέας μας παρασέρνει στα δικά του ίσως βιώματα ή στις αφηγήσεις που άκουγε σαν ήταν μικρός από τους μεγαλύτερους. Η αφήγηση είναι ένα σημαντικό και πρωταρχικό εργαλείο το οποίο δουλεύεται, γιατί το ταλέντο δεν φτάνει μόνο του. Ο Πικάσο έλεγε έμπνευση όντως υπάρχει μα πρέπει να σε βρει να δουλεύεις. Θυμίζει άλλες εποχές, άλλες δεκαετίες και με την αφηγηματικότητά του μας ταξιδεύει σε αυτές τις δικές του ξεχασμένες πια εποχές, καθώς ο παλιός αναγνώστης θυμάται ενώ νεότερος μαθαίνει και ανακαλύπτει τον χρόνο που πέρασε.
Ο Χρηστοβασίλης συμπάσχει με τους ήρωές του, τους συμπονά και τους κατανοεί, τους αγγίζει βαθιά συναισθηματικά και μας τους προσφέρει με κάθε τους πτυχή, όσο δυσάρεστη και αν είναι αυτή, είναι τα πρόσωπά τους ακάλυπτα και πολλές φορές ακάθαρτα όταν τους τοποθετεί εύθραυστους και μοιραίους στη σκακιέρα της αφήγησής του. Δεν αναζητά να τους φορέσει όμορφη πανοπλία για να γίνουν αρεστοί στο μάτι του αναγνώστη, σαν στρατιώτες βγαλμένοι από τον πόλεμο ενάντια στα ίδια τους τα λόγια και τις πράξεις, τους παρουσιάζει στα μάτια μας ως μικρούς καθημερινούς βιοπαλαιστές και μαχητές της συνείδησής τους. Σηκώνονται και πέφτουν, χαίρονται και λυπούνται, αδικούν και αδικούνται, αγαπούν και μισούν, είναι ικανοί για το καλό και το κακό και πέρα από αυτό, η ψυχοσύνθεσή τους είναι απλή αλλά και δύσκολη γιατί δεν εισέρχονται σε καμιά διαδικασία να κρύψουν τις παραλείψεις τους. Ο συγγραφέας μάς ανοίγει την πόρτα της ελληνικής υπαίθρου για να δούμε καθαρά από το παράθυρο της μνήμης του και σε ζωντανή μετάδοση τον άνθρωπο που λειτουργεί με το ένστικτο και το συναίσθημα, έτσι όπως τον έπλασε ο Θεός.
Δεν είναι μόνο το ιστορικό και το κοινωνικό που θίγει ο Χρηστοβασίλης, είναι και το πρώιμα οικολογικό, το ευαίσθητα περιβαλλοντικό του στίγμα που δίνει με το διήγημα Πελαργοί, εκεί όπου παραδίδει μαθήματα στον βάρβαρο άνθρωπο που σήμερα όσο ποτέ δεν παύει να καταστρέφει ό,τι βρίσκεται γύρω του. Σε μια εποχή όπου τα ζώα και το περιβάλλον τους βάλλονται πανταχόθεν έρχεται αυτό το διήγημα του Χρηστοβασίλη να παραδώσει μαθήματα ευζωίας των πλασμάτων που υπήρχαν χιλιετηρίδες πριν από εμάς. «Είναι ευεργετικώτατος στη γεωργία κι εν γένει στην ανθρωπότητα, γιατί καταστρέφει πλήθος βλαπτικά έντομα, ζώα κι ερπετά, φείδια, γκουστουρίτσες, ακρίδες, ποντικούς κι άλλα, που τα χρησιμοποιεί για τροφή του». Στην κακεντρεχή πράξη του ανθρώπου που έβαλε τον σπόρο της προδοσίας στον αθώο πελαργό με αποτέλεσμα να εκδικηθεί την πελαργίνα και το μικρό της, ο Χρηστοβασίλης θα απαντήσει με την γραφή του που γνωρίζει πως να τοποθετεί τα πράγματα στη σωστή τους βάση, ο άνθρωπος είναι φιλοξενούμενος και όχι κυρίαρχος στην πλάση.
Είναι αθεράπευτα μελαγχολικός κάποιες φορές μα και επιδραστικός όταν χρειάζεται για να μας εντάξει πλήρως στο θεατρικό σκηνικό που έχει στήσει. Θα λέγαμε πως τα διηγήματά του θυμίζουν πίνακες ενός Θεόφιλου ή ενός Παπαδιαμάντη με αυτή την αθωότητα που τα διακρίνει αλλά και με αυτή την επιμονή για αγώνα, για αντίσταση. Τα Γιάννενα, τον αγαπημένο του τόπο τον παρουσιάζει σε όλη του την αίγλη και με μια νοσταλγία όμως για το γεγονός πως βρισκόταν υπό ξένο ζυγό. Πιστός σε αυτό το ύφος και χωρίς παρεκκλίσεις από μια γραφή που θέλει να υμνήσει τον ίδιο τον άνθρωπο και τη φύση του διεισδύει στα άδυτα των ψυχών τους, στις καρδιές τους και ακούει τις φωνές τους. Ο λόγος του είναι απλός, απέριττος μα και μεστός, οι αφηγήσεις του αποπνέουν έναν αέρα και μια ατμόσφαιρα που δεν έχουν σκοπό να εντυπωσιάσουν μα να αναδείξουν τη ζωή την ίδια, έτσι όπως αυτή διαμορφώνεται από τους ανθρώπους του, τους πρωταγωνιστές του. Μας τους παρουσιάζει έτσι ακριβώς όπως είναι, χωρίς φτιασιδώματα, έχοντας εμπνευστεί από τους μεγάλους της ελληνικής λογοτεχνίας, τον Κρυστάλλη για παράδειγμα αλλά και τον Ροΐδη, τον Παπαδιαμάντη. Ο Χρηστοβασίλης είναι ένας γνήσιος λογοτέχνης και το άρωμα της γραφής του θα αιωρείται σαν γύρη πάνω από το λογοτεχνικό μας σύμπαν εις το διηνεκές, γιατί έτσι του αξίζει!
«Μου άρεγαν πολύ οι ιστορίες του πατέρα μου και διότι όλες αναφέρονταν στους παππούδες μου, τριακόσια χρόνια πίσω από την εποχή που μικρό παιδί τες άκουα με θρησκευτική ευλάβεια, και διότι ήξερε να τες διηγιέται, όπως είπα, ώμορφα, πολύ ώμορφα, κι άμα άρχιζε τη διήγησή, πήγαινα πίσω του και καθόμουν για να μη μου φύγη κι η παραμικρή λέξη»
