Nikolai Gogol, Το παλτό, Εκδόσεις Οξύ

Ένας άνθρωπος φτωχός πλην τίμιος έχει την χαρά να ράψει ένα καινούργιο παλτό και αντλεί τόση ευδαιμονία και ικανοποίηση από αυτό σε σημείο να κυκλοφορεί περιχαρής στο δρόμο για το νέο του απόκτημα. Δυστυχώς όμως, συμβαίνει το αναπάντεχο και θλιβερό γεγονός να χάσει το παλτό του, τη μόνη πηγή χαράς του ύστερα από κλοπή στο δρόμο, ανυπεράσπιστος απέναντι σε κακοποιά στοιχεία που του το αφαιρούν. Σπεύδει λοιπόν να αναζητήσει το δίκιο του στην αστυνομία και την εξουσία μα τελικά προς μεγάλη του απογοήτευση αδυνατεί να το βρει παρά τις απέλπιδες προσπάθειές του. Αποτέλεσμα αυτής της αδυναμίας να βρει το δίκιο του είναι να οδηγηθεί στον θάνατο χωρίς κανέναν προφανή λόγο και έτσι άδικα. Πεθαίνει όμως χωρίς κανείς να το αντιληφθεί μιας και η απρόσωπη κρατική μηχανή, για την οποία εργαζόταν τόσο πιστά και μέρος της οποίας ήταν αόρατο μέλος και γρανάζι, τον αναζητά μέρες μετά. Το πνεύμα του και το φάντασμά του κυκλοφορεί στην πόλη και γίνεται φόβος και τρόμος θυμίζοντας την αδικία που έχει διαπραχθεί.

Το παλτό γίνεται στα χέρια του Γκόγκολ το εφαλτήριο για να μιλήσει ανοιχτά για φλέγοντα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα

Μπορεί η ιστορία να είναι φαινομενικά απλή όμως τα ερωτήματα που προκύπτουν από αυτή την ιδιάζουσα σε σύλληψη ιστορία είναι πολλά καθώς ο αναγνώστης αναρωτιέται τι οδήγησε το χέρι του συγγραφέα του «Επιθεωρητή» ή του «Ημερολόγιου ενός τρελού» να προχωρήσει στη συγγραφή ενός τόσο περίεργου σε περιεχόμενο βιβλίου. Είναι η προσπάθεια του συγγραφέα να διακωμωδήσει πρόσωπα και πράγματα της εποχής μέσα από μία καυστική ματιά που σπέρνει κριτική για το δημόσιο βίο και την επαφή με τον σκληροπυρηνικό δημοσιοϋπαλληλικό κώδικα? Είναι η πραγμάτωση προσωπικών επιθυμιών για μία γραφή που αγγίζει τα όρια του φανταστικού και της μετάβασης σε ένα είδος μεταφυσικού είδους? Πολλές οι εικασίες, οι υποθέσεις γύρω από το χτίσιμο ενός διηγήματος που όπως πολλά άλλα λογοκρίθηκε.

Η ευφυΐα του Γκόγκολ και η σαρκαστική του διάθεση τον καθιστούν έναν συγγραφέα που βαδίζει σε υψηλά κλιμάκια συγγραφικής αντίληψης και καταδεικνύει περίτρανα πως η εποχή του και οι σύγχρονοι παράλογοι κώδικες επικοινωνίας είναι αυτοί που τον εμπνέουν. Προκαλεί τον αναγνώστη να προβληματιστεί αν ο ήρωάς του είναι μία εκούσια κατασκευή ταλαιπωρίας ή αν πάλι τον προσκαλεί να συμπονέσει αυτή την ιδιάζουσα αδυναμία που βιώνει σε έναν κόσμο δίχως έλεος και δίχως την παραμικρή κατανόηση προς τον συνάνθρωπο. Ο πρωταγωνιστής Ακάκι Ακάκιεβιτς είναι ένα κομμάτι στο παζλ της ζωής της εποχής όπου ουσιαστικά είναι η επιβεβαίωση της ρήσης όπου φτωχός και η μοίρα του, είναι μια συμπαθής φυσιογνωμία και ο αναγνώστης γίνεται συμπονετικός και παρηγορητικός παρατηρώντας το δράμα ενός ανθρώπου που εξευτελίζεται από ανθρωπάρια με εξουσία και με αίσθημα υπεροχής, τελικά ανύπαρκτο.

Ο Γκόγκολ σκιαγραφεί με τέτοια δεξιοτεχνία την προσωπογραφία του ήρωά του, τον ψυχαναλύει με όλα τα όπλα που έχει στη διάθεσή του διότι ο ίδιος ο Γκόγκολ, μέλος της ίδιας κοινωνίας με τον Ακάκι, θα είχε σίγουρα συναναστραφεί ανθρώπους αυτής της τάξης και κατηγορίας, πιστούς “εργάτες”, άκακους και μειλίχιους που απλά υπήρχαν μα κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά πως ζούσαν. “Είναι απίθανο να βρει κανείς κάποιον τόσο πιστό στα καθήκοντά του όσο ήταν ο Ακάκι Ακάκιεβιτς. Το να πει κανείς ότι υπηρετούσε με ζήλο δεν είναι αρκετό – όχι, υπηρετούσε με αγάπη. Εκεί, στις αντιγραφές του, ζούσε σ’ έναν κόσμο πλούσιο και ευχάριστο. Η χαρά αποτυπωνόταν στο πρόσωπό του”. Ο Ακάκι είναι η προσωποποίηση της εντιμότητας, της ηπιότητας, της πίστης και της αφοσίωσης, ενώ παράλληλα είναι θύμα μιας καθημερινότητας που κρύβει λύπες και πίκρες μα λίγες χαρές.

Ο Γκόγκολ συνθέτει με λίγα λόγια μία συμπαγή δομή που δεν αποδυναμώνεται από την ηθελημένη υπερβολή που σκόπιμα επιστρατεύει για να προσδώσει στο κείμενο την ουσία και το νόημα. Η βαθυστόχαστη ματιά του και η απλότητα του ανθρώπου που περιφέρεται σαν ανδρείκελο αναζητώντας επίμονα και επισταμένα το χαμένο δίκιο, την περιπέουσα αξιοπρέπειά του και τον καταρρακωμένο εγωισμό του, γίνεται το εφαλτήριο για να αποκαλυφθεί όλο το παζλ της μικρότητας, της έλλειψης σεβασμού στο διαφορετικό και την όλο και αυξανόμενη κρίση στην εξυπηρέτηση του πολίτη, στην αναγνώριση της ίδιας του της ύπαρξης. Αν και είναι έμμεση η κριτική και δεν φαίνεται αυτός να είναι ο άμεσος στόχος του γιατί έτσι θα έχανε κάτι από το εξωπραγματικό και το φανταστικό, παρ’ όλα αυτά εγείρει πολλές κωλυσιεργίες του συστήματος που στέκεται στο γράμμα του νόμου και παραμένει κοντόφθαλμο άρα εχθρικό απέναντι στην εξυπηρέτηση μίας ανάγκης που για κάποιον μπορεί να είναι όλη του η ζωή, η ίδια του η ύπαρξη.

Αν ένα πράγμα είναι βέβαιο για τον Γκόγκολ και για το εκκεντρικό αυτό διήγημα, είναι πως ο ίδιος με τα συγγράμματά του κατάφερε να συγκλονίσει την κοινωνία και να προκαλέσει την απόλυτη αγάπη αλλά και το απόλυτο μίσος. Ο Γκόγκολ βιώνει μια κορύφωση της φήμης του παρά το διχαστικό μικρόβιο που έχει σπείρει, έτσι όλα του τα έργα τυγχάνουν ευρείας αποδοχής και πολύ θετικών σχολίων. Ο Γκόγκολ, είτε με Το παλτό είτε με Το ημερολόγιο ενός τρελού, έργα και τα δύο με υπαινιγμούς και αναφορές στον κοινωνικό περίγυρο, καταφέρνει κάθε φορά να προξενεί ρήγματα με την αφήγησή του και να αφυπνίζει συνειδήσεις. Χαρακτηριστική της επίδρασης στην ρωσική πεζογραφία του διηγήματος Το παλτό είναι η φράση του Ντοστογιέφσκι«Όλοι βγήκαμε από το «Παλτό» του Γκόγκολ».

Ο Γκόγκολ έρχεται με τον αιχμηρό του και έντονα σαιξπηρικό λόγο να σατιρίσει, να καταγγείλει, να κατηγορήσει και να προκαλέσει γέλιο για τα κακώς κείμενα των ανθρώπων. Πότε θα πάψουν οι άνθρωποι να είναι κοντόφθαλμοι και μικροπρεπείς και να δουν την αλήθεια της ζωής κατάματα μακριά από συμφέροντα και προσωπικά οφέλη; Ο Γκόγκολ παλεύει να ξυπνήσει τους ανθρώπους της εποχής του που πλανώνται πλάνη οικτρά. Αλλά εφόσον είναι ήδη μπροστά από την εποχή του (ποιος κατανόησε τα κηρύγματα του Χριστού) γιατί να μπορέσει να εισακουστεί ο Γκόγκολ και οι πεποιθήσεις του; Η αλλαγή νοοτροπιών δυστυχώς φαντάζει σκηνή βγαλμένη από ταινία με εξωγήινους.

“Κι ο καημένος ο νεαρός έχωνε το πρόσωπό του στις χούφτες του και πολλές φορές αργότερα στη ζωή του αναρριγούσε, καθώς σκεφτόταν πόσο απάνθρωπος είναι ο άνθρωπος…”

“Έτσι είναι λοιπόν τα πράγματα στην αγία Ρωσία, όπου τα πάντα τα έχει μολύνει η προσποίηση και όλοι κοροϊδεύουν και μιμούνται τα αφεντικά τους”