Μένης Κουμανταρέας, Η φανέλα με το νούμερο εννιά, Εκδόσεις Πατάκη

Σε μία από τις πολλές συνεντεύξεις που έδωσε ο Μένης Κουμανταρέας με αφορμή το μυθιστόρημα αυτό και η οποία μαζί με άλλες παρατίθενται στο τέλος του βιβλίου, είχε δηλώσει στο περιοδικό Οδός Πανός τα παρακάτω εξαιρετικά ενδιαφέροντα: “Δεν ξεκινάω επίτηδες να καταστρέψω τους ήρωές μου. Ίσως όμως έχω συνηθίσει από μικρός όπου όλοι οι ήρωες που αγαπούσα είχανε πάντα κακό τέλος. Ίσως αυτό με επηρέασε. Ούτως ή άλλως έχω ένα είδος ελαφριάς απαισιοδοξίας για την τύχη των ανθρώπων – δεν θέλω να τους καταστρέψω, συμπάσχω και μάλιστα τους δίνω ζωή με τα χαμένα κομμάτια του εαυτού μου”. Το μυθιστόρημα του Κουμανταρέα είναι η αποτύπωση μιας ολόκληρης εποχής, είναι η φωτογραφία της συνολικότερης ελληνικής πραγματικότητας και όχι μόνο μια σκιαγράφηση της ποδοσφαιρικής πραγματικότητας σε μια χώρα που παλεύει ακόμα και σήμερα να αποκτήσει ένα αξιόπιστο πρωτάθλημα.

Ένα αγόρι παλεύει να κατακτήσει τον κόσμο του ποδοσφαίρου χωρίς τα σωστά πνευματικά εργαλεία

Ο Κουμανταρέας διεισδύει με θάρρος και έντιμο θράσος σε ένα πολύ διάσημο άθλημα και περιγράφει πρόσωπα και χαρακτήρες, αδυναμίες και τρωτά σημεία ανθρώπων που ασχολούνται με το άθλημα τόσο στην Αθήνα όσο και στην περιφέρεια ενώ στα παρασκήνια εκτυλίσσεται η κανονική ζωή εκτός γηπέδων. Ξετυλίγεται λοιπόν όλο το φάσμα της συμμετοχής παραγόντων, αθλητών, προπονητών σε αυτό που καλείται επαγγελματικό ποδόσφαιρο. Αυτοί που το απαρτίζουν και οι οποίοι πρωταγωνιστούν είναι συνήθως άτομα που προέρχονται από την καρδιά του αθλήματος και έχοντας διανύσει τα δικά τους χιλιόμετρα αποφασίζουν να υπηρετήσουν το άθλημα από διαφορετικό μετερίζι. Παράδειγμα, ο περίφημος Γαλάντης, βετεράνος ποδοσφαιριστής, ο οποίος και διαδραματίζει τον ρόλο του συμβούλου στον νεαρό Σερέτη, έναν ποδοσφαιριστή που δοκιμάζεται πρώτα σε ομάδες της επαρχίας και ύστερα από την εντύπωση που έκανε σε ομάδα της Αθήνας.

Ο συγγραφέας, με τη θεατρικότητα και τις εναλλαγές που προσφέρει στον αναγνώστη, λειτουργεί και ως κινηματογραφιστής με στιγμιότυπα της καθημερινής ζωής τόσο του πρωταγωνιστή όσο και των υπολοίπων. Οι διάλογοι καίνε με τις αποκαλύψεις, οι αντιδικίες δεν λείπουν μεταξύ των παικτών και του Σερέτη, συμπάθειες και αντιπάθειες όλα βρίσκονται ενώπιόν μας να μας θυμίσουν πως συναισθήματα και συγκινήσεις ποτέ δεν λείπουν από την επισκόπηση της ημέρας. Να σημειωθεί πως το βιβλίο μεταφέρθηκε και στη μεγάλη οθόνη με μεγάλη επιτυχία και σε αυτό συνετέλεσε τόσο το θέμα του όσο και η ματιά του Κουμανταρέα σε πρόσωπα που γράφουν ιστορία με το δικό τους τρόπο. Ο Σερέτης είναι ένα πρόσωπο με έντονο και αμφίρροπο χαρακτήρα, με εξάρσεις θυμού, με έπαρση και με ιδιορρυθμίες που δύσκολα ελέγχονται.

Πρόκειται για ένα σχεδόν τραγικό πρόσωπο που πορεύεται αυτοκαταστροφικά παρά το γεγονός πως το μέλλον του στην αρχή προδιαγράφεται ευοίωνο. Ο ίδιος κάνει όνειρα για την σταδιοδρομία του ως παίκτης επιθυμώντας να αγγίξει την επιτυχία γρήγορα αλλά με όσο λιγότερο κόπο γίνεται, η μοίρα του όμως ήδη έχει λαξευτεί. Είναι κυκλοθυμικός, στον Γαλάντη που τον πιστεύει είναι άγγελος ενώ στον Μακρή ή στους άλλους προπονητές εμφανίζεται ως ένα επαναστατημένο αγόρι χωρίς τρόπους και αναρμόζουσα συμπεριφορά για έναν αθλητή που στοχεύει ψηλά. Ζει μια άστατη ζωή, οι σχέσεις του τόσο επαγγελματικές όσο και συναισθηματικές καταρρέουν γρήγορα και απομένει μόνος και έρημος με ελάχιστους φίλους. Η κλίση του στο ποδόσφαιρο και η αθλητικότητά του είναι αδιαμφισβήτητα, ωστόσο αποδεικνύεται πως για εκείνον αυτά δεν θα έχουν διάρκεια απόρροια της κακής ζωής και του φρικτού του χαρακτήρα.

Το μυθιστόρημα δεν είναι μια απλή παράθεση γεγονότων, δεν είναι ένα ταξικό ή αστικό μυθιστόρημα που περιγράφει μόνο τον κοινωνικό περίγυρο και τους εκπροσώπους του, είναι ένα πολυδαίδαλο βιβλίο με πολλές εκφάνσεις που οδηγεί τον αναγνώστη σε επαφή με έναν πρωταγωνιστή σχεδόν τραγικό ως προς τις αποφάσεις του. Στον “πόλεμό” του γινόμαστε κοινωνοί και τον παρατηρούμε ως εξωτερικοί θεατές να οδηγείται στην αυτοεξόντωσή του και στην απώλεια συμμάχων καταλήγοντας να παλεύει με τις ερινύες που τον στοιχειώνουν. Σκιά του εαυτού του και φάντασμα πια, μακριά από τις παλιές δόξες της πρώιμης νιότης του, αναζητά ένα απάγκιο και μια διέξοδο στο τέλμα μέσα στο οποίο δείχνει να έχει κατακρημνιστεί.

Το μυθιστόρημα είναι ένα εκ των σημαντικότερων της μεταπολίτευσης και παραμένει έως και σήμερα διαχρονικό και απόλυτα επίκαιρο για τα μηνύματα που στέλνει σε όσους ξεκινούν και επιχειρούν να αναδειχθούν. Η εργατικότητα, η συνέπεια και η συνέχεια καθώς οι πρέπουσες συμπεριφορές είναι αυτά τα στοιχεία τελικά που μπορούν να καταξιώσουν και να εδραιώσουν κάποιον σε μια θέση, όποια και αν είναι αυτή. Ο Βασίλης Σερέτης του Κουμανταρέα είναι μια μορφή τόσο οικεία γιατί είναι ένας από εμάς, σάρκα εκ της σαρκός της ελληνικής κοινωνίας, στην οποία άλλωστε ο συγγραφέας τον εντάσσει για να μας αφηγηθεί την ιστορία του. Ο αναγνώστης δεν διαβάζει κάτι ξένο μα κάτι τόσο γνώριμο που σχεδόν ταυτίζεται και συμπονά τον νεαρό σε σημείο ίσως να επιθυμεί και να τον παρηγορήσει παρασυρόμενος από τα τραγικά πάθη του και τα αμαρτωλά λάθη του.