Η ευαισθησία του Ντίκενς για την εποχή του και τους ανθρώπους και η προσπάθειά του να αναδείξει τα κακώς κείμενα αλλά και να παράσχει τη βοήθειά του, καθρεφτίζονται σε ένα ακόμα αριστούργημα που ανέλαβαν να εκδώσουν οι εκδόσεις Sestina, ένας εκδοτικός οίκος που έχει ταυτιστεί με σπουδαία κείμενα αλλά και με ποιότητα μεταφράσεων και επιμελειών. Με τη διαφωτιστική εισαγωγή και την εξαίσια μετάφραση της Ευαγγελίας Κουλιζάκη, ο αναγνώστης δεν έχει παρά να μελετήσει ένα κείμενο από τα λίγο γνωστά στο ευρύ κοινό. Ο Ντίκενς εδραιώνει την κυριαρχία του στον κοινωνικό ιστό και αυτήν τη φορά αντικείμενο και αποστολή του είναι οι έκπτωτες γυναίκες, αυτές που έχουν εξοριστεί από την κοινωνία των στερεοτύπων, αυτές που έπεσαν στα δίχτυα του απάνθρωπου και φρικιαστικού εγκλήματος δια χειρός Τζακ του Αντεροβγάλτη, αυτές που έμεναν απροστάτευτες και εξαθλιωμένες από το ίδιο το σύστημα, μέχρι που ο ίδιος δημιούργησε μια στέγη για εκείνες.
Ένας επίμονος αναζητητής της πραγματικής αλήθειας και της ζωής που πονάει
Η φτώχεια, τα βάσανα, η καθημερινότητα των απλών ανθρώπων, η άδικη εκμετάλλευση των ορφανών, οι περιπολίες των αστυφυλάκων που κάνουν τα στραβά μάτια και άλλα γεγονότα και συμβάντα που συμβαίνουν στα παρασκήνια συγκίνησαν τον Ντίκενς που ασκεί κριτική σε ένα Λονδίνο που οφείλει να γίνει πιο ανθρώπινο, πιο συγκαταβατικό, πιο φιλικό και πιο ευγενές για τους ανθρώπους του. Ευαίσθητη ψυχή και ο ίδιος, αδυνατεί να αποδεχτεί όλη αυτή τη δύστυχη και θλιβερή πραγματικότητα και με την γραφή του είναι σαφές πως βρίσκει μία ευκαιρία, τόσο να εκφράσει ο ίδιος όλα αυτά που διαπιστώνει, αλλά να προσπαθήσει να συνδράμει στη βελτίωση των συνθηκών που επικρατούσαν την εποχή εκείνη. Λειτουργεί κατά κάποιο τρόπο ιεραποστολικά και σταυροφορικά χωρίς να περιμένει και πολλά από αυτή του την αποστολή αλλά επιμένει να προσπαθεί προς όφελος της κοινωνίας.
Η Ευαγγελία Κουλιζάκη αναφέρει χαρακτηριστικά: “Το 1857 υπήρχαν περίπου οκτώμισι χιλιάδες πόρνες γνωστές στην αστυνομία, αλλά ο πραγματικός αριθμός πρέπει να ήταν τουλάχιστον δέκα φορές μεγαλύτερος. Οι βικτοριανοί κατακεραύνωναν την πορνεία και οι απολύτως ανελαστικές αντιλήψεις τους όσον αφορά στη γυναικεία σεξουαλικότητα (την οποία αντιμετώπιζαν στην καλύτερη των περιπτώσεων, ως σύμπτωμα κάποιας μυστηριώδους νόσου που απαιτούσε θεραπεία) δεν τους επέτρεπαν να διακρίνουν κάτι άλλο πέρα από έναν επονείδιστο τρόπο ζωής…”. Ο κόσμος εκείνος λίγο έχει αλλάξει στον τρόπο συμπεριφοράς απέναντι στις γυναίκες αυτές που είναι τίμιες και πιστές στον ρόλο που έχουν επιλέξει να υπηρετήσουν και έχουν κάθε δικαίωμα για αυτό. Είναι όμως αυτές που απλά έχουν την ανάγκη ενός κοινωνικού κράτους να τις προστατεύει από την ασυδοσία, την ανέχεια, τον αποκλεισμό. Αυτό το σπίτι δημιούργησε ο Κάρολος Ντίκενς, με την πίστη να σώσει ό,τι μπορεί να σωθεί από την αξιοπρέπεια αυτών των γυναικών που είχαν γίνει έρμαια και όμηροι κάθε είδους “ανθρώπων” που κοιτούσαν να εκμεταλλευτούν και να επωφεληθούν από την ανάγκη τους συντρίβοντάς τες.
Ο Ντίκενς, εξάλλου, μέσα από όλα τα μεγάλα του μυθιστορήματα ήταν εκείνος που σαν τους ζωγράφους της εποχής του, όπως ο Gainsborough ή ο Turner, έβγαινε έξω από το καταφύγιό του, το σπίτι του δηλαδή, λόγω της αϋπνίας που είχε και παρατηρούσε τον κόσμο γύρω του. Ως ανταποκριτής της νύχτας κυρίως συνέλεγε πληροφορίες για τους απλούς και ανώνυμους ήρωες της καθημερινότητας και τις κατέγραφε όχι μόνο στα μυθιστορήματά του αλλά και στα μικρά διηγήματα όπως είναι η “Έκκληση στις Έκπτωτες γυναίκες”. Ακόμα και σε λίγες σελίδες, ο αναγνώστης έρχεται σε επαφή με το έργο ενός κορυφαίου λογοτέχνη, ενός δεξιοτέχνη της γραφής που συναρπάζει και αιχμαλωτίζει το κοινό με τη λυρικότητα και την ποιητικότητα που τον διακρίνει.
Ο Ντίκενς είχε πρόβλημα με τον ύπνο για πολλά χρόνια και τις νύχτες περιδιάβαινε την πόλη και τα σοκάκια της για να καταγράψει όσα παρατηρούσε. Ο ίδιος μάλιστα αναφέρει χαρακτηριστικά: “Έχοντας ως πρωταρχικό μου σκοπό να βγάλω τη νύχτα και επιδιώκοντας να τον επιτύχω, ανέπτυξα σχέσεις συμπάθειας με ανθρώπους που κάθε νύχτα, όλο τον χρόνο, είχαν μονάχα αυτό τον σκοπό, και κανέναν άλλο”. Ο Τσαρλς Ντίκενς, βάζει τον μανδύα του επιθεωρητή και του δημοσιογράφου, του παρατηρητή και του περιπλανητή και περιδιαβαίνει τους δρόμους και τις περιοχές του Λονδίνου, τις πιο μύχιες και ανεξερεύνητες, για να καταγράψει σε αυτούς τους περιπάτους του την κρυφή ζωή ενός άγνωστου Λονδίνου. Εκεί λοιπόν σε αυτό τον περίπατό του θα συναντήσει και τις έκπτωτες γυναίκες για τις οποίες ενδιαφέρεται πραγματικά, εκτός από τη λογοτεχνική πλευρά της ιστορίας.
Το σπίτι αυτό λειτουργούσε με κανόνες και με αρχές τις οποίες οι ίδιες οι κυρίες όπως τις ονομάζει, καθώς είναι πάνω από όλα κυρίες και δεν έχει καμία σημασία πως λειτουργούν το αρχαιότερο επάγγελμα στον κόσμο, οφείλουν να έχουν προς δικό τους όφελος και για δικό τους καλό. “Η εύρυθμη λειτουργία του Σπιτιού εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το κέφι, την ευστροφία, την καλή διάθεση, την αυστηρότητα και την επαγρύπνηση αυτών των κυριών, καθώς και από την ικανότητά τους να αποφεύγουν τις συγκρούσεις”. Ο ίδιος φροντίζει να συστήσει ένα ίδρυμα όπου θα φιλοξενούνται και θα δέχονται τη φροντίδα ενώ θα έχουν και εκείνες τις συνθήκες διαβίωσης που τους αξίζουν και αυτό τον καθιστά εκτός από μεγάλο λογοτέχνη και ένα μεγάλο ανθρωπιστή. Να σημειωθεί τέλος πως το βιβλίο κοσμούν υπέροχα χαρακτικά σπουδαίων καλλιτεχνών, κάτι που προσδίδει στην έκδοση ακόμα μεγαλύτερη αξία.
“Εάν υπάρχει οτιδήποτε που θα ήθελες να μάθεις ή να ρωτήσεις γι’ αυτό το σπίτι, δεν έχεις παρά να το πεις και θα σου δοθούν όλες οι σχετικές πληροφορίες”
“Αν γλυκαθείς στην ανάμνηση μιας οποιασδήποτε στιγμής τρυφερότητας ή στοργής που μπορεί να σου έδειξαν ή να ένιωσες κάποτε ή ανακαλείς δύο λέξεις καλοσύνης που κάποιος σου είχε πει, δοκίμασε να την ξανασκεφτείς”