Κωνσταντίνα Αρμενιάκου, Οι ιππότες της ελευθερίας, Εκδόσεις Μεταίχμιο

Ο εθνικός ύμνος της Γαλλίας, η επονομαζόμενη και Μασσαλιώτιδα, είναι η κραυγή αγωνίας ενός λαού που ποθεί την ελευθερία του απέναντι στην ασυδοσία της αριστοκρατίας που απολαμβάνει μόνη της τα οφέλη του πλούτου και ο λαός πίσω απομονωμένος και παραμερισμένος ζει στη φτώχεια και την ανέχεια υπό άθλιες συνθήκες. Μέσα στο πλαίσιο αυτής της ατμόσφαιρας το αίτημα των Ελλήνων ακούγεται πιο δυνατό από ποτέ, αφού όσοι ταξίδευαν στο εξωτερικό ασπάζονταν τις ιδέες του διαφωτισμού. Σε όλη την Ευρώπη οι διανοούμενοι Έλληνες που τόσα χρόνια βλέπουν την πατρίδα τους σκλαβωμένη να ζει κάτω από τον ζυγό του κατακτητή επιταχύνουν τη δράση τους και τις ενέργειές τους ώστε το πνεύμα της αθάνατης Γαλλικής Επανάστασης να διαδοθεί παντού και με αυτό το πνεύμα τροφοδοτείται και η ανάγκη των Ελλήνων για την ανεξαρτησία τους από τους Οθωμανούς.

O απανταχού Ελληνισμός γιόρτασε πέρσι με συγκίνηση την εθνική παλιγγενεσία μέσα σε κλίμα υπερηφάνειας και συλλογισμού για το μέλλον. Ήταν μία πρώτης τάξεως ευκαιρία και συγκυρία για να αναστοχαστούμε εαυτούς και αλλήλους και να επαναπροσδιορίσουμε τη θέση μας στον κόσμο που συνεχώς αλλάζει. Ο αγώνας των Ελλήνων ήταν προϊόν μακρόχρονης προσπάθειας στο εσωτερικό της επικράτειας αλλά και μέσα από τις παροικίες της ελληνικής διασποράς που προετοίμαζε χρόνια πριν τον αγώνα για αποτίναξη του τουρκικού ζυγού ύστερα από 400 χρόνια σκλαβιάς. Ανά τη χώρα μικρές ομάδες ανθρώπων άρχισαν να οργανώνονται και να συντονίζουν τις δράσεις τους με απώτερο στόχο να κινητοποιήσουν όλο τον πληθυσμό για τον υπέρ πάντων αγώνα.

Ο κοινός βίος δύο υπέροχων ταγών και υπηρετών της έννοιας πατρίδα

Σε αυτό το βιβλίο λοιπόν, ένα εξαιρετικό βιβλίο τόσο για τους μικρούς αναγνώστες όσο και για τους πιο μεγάλους που νιώθουν μικροί και θέλουν να εξερευνήσουν την ιστορία μαζί με τους λιλιπούτειους αναγνώστες, καταγράφεται ένα μείζον επεισόδιο, αμιγώς καλλιτεχνικό αλλά και εξίσου εξυψωτικό. Εξιστορείται όλο το σκηνικό και το χρονικό του δικού μας Εθνικού ύμνου, του ύμνου εις την Ελευθερία που έγραψε ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός και μελοποίησε αριστουργηματικά ο Νικόλαος Μάντζαρος. Οι δύο έχουν μείνει χαραγμένοι στην ιστορία όχι μόνο για τον Εθνικό μας ύμνο, στο άκουσμα του οποίου όλοι σήμερα ανατριχιάζουμε ή θα έπρεπε να ανατριχιάζουμε από υπερηφάνεια και δέος, αλλά γιατί αυτοί οι δύο άνθρωποι είχαν από νωρίς πλήθος ερεθισμάτων και δεν δίστασαν να μεταλαμπαδεύσουν αυτό το πάθος για τη γραφή και τη μουσική και στο άμεσο περιβάλλον τους.

Τόσο η συγγραφέας Κωνσταντίνα Αρμενιάκου όσο και η εικονογράφος του βιβλίου Δέσποινα Μανωλάρου έχουν κατορθώσει να σαγηνεύσουν με την απλότητα, την ταπεινότητα αλλά και την εξαιρετική προσέγγιση στο θέμα ελευθερία και στις δύο αυτές ξεχωριστές προσωπικότητες που δεν έχουν τιμηθεί όσο τους αξίζει. Θαρρώ πως ο Εθνικός μας ύμνος με την πάροδο του χρόνου έχει μετατραπεί σε κάτι τετριμμένο για τον περισσότερο κόσμο ενώ θα έπρεπε να είναι μόνιμα μια αφορμή για εθνική ανύψωση. Οι δύο δημιουργοί ξόδεψαν χρόνια, ώρες και απόλυτη αφοσίωση στο στόχο να γράψουν ποίηση και μουσική για ένα ζήτημα ιερό και τόσο πολύτιμο όπως ήταν η αποτίναξη του ζυγού μέσω της ενθάρρυνσης του κόσμου. Η ελευθερία της πατρίδας είναι ένα υπέρτατο επίτευγμα που ήδη αριθμεί διακόσια χρόνια ιστορίας και τα οποία γιορτάσαμε πέρσι με πλήθος εκδηλώσεων. Οφείλουμε να διατηρούμε στη μνήμη μας αυτή την υπέροχη ιστορία των δύο φίλων που ξεκινώντας από διαφορετικές αφετηρίες κατέληξαν να γίνουν τα σύμβολα ενός λαού που υπερασπιζόταν την αποδέσμευσή του από τον κατακτητή.

Το βιβλίο ξεκινάει να μας αφηγείται τα παιδικά τους χρόνια και τα πρώτα τους σκιρτήματα ο καθένας με την τέχνη του, ο Σολωμός με την ποίηση και ο Μάντζαρος με τη μουσική. Ο ένας ορμώμενος από την Κέρκυρα και ο άλλος από λίγο πιο κάτω, από την περίφημη Ζάκυνθο, εκκίνησαν για άλλες πολιτείες μακρινές, παιδεύτηκαν και εκπαιδεύτηκαν, απορρόφησαν σαν σφουγγάρι τα ερεθίσματα των τόπων όπου μετοίκησαν και επέστρεψαν στην πατρίδα που τόσο λαχταρούσαν να δουν απελευθερωμένη και περήφανη. Άρχισαν να φαντάζονται λόγια και νότες, μουσικές και στίχους, μέσα σε έναν πυρετό που δεν σταμάτησε ποτέ να καίει για καλό σκοπό μέσα στις καρδιές τους. Ήδη από έφηβοι υπήρξαν ένθερμοι και παθιασμένοι, έχοντας μέσα τους το μικρόβιο της έκφρασης και της εξωτερίκευσης των συναισθημάτων τους.

Η συγγραφέας, με τη βοήθεια της εικονογράφησης, ζωντανεύει στα μάτια μας τους στίχους και τις στιγμές τους, τότε που και οι δύο πάλευαν να βρουν τις κατάλληλες λέξεις και τα μουσικά κλειδιά για να ανορθώσουν το ηθικό και προφανώς δεν ήξεραν τότε πως αυτό που πέτυχαν με ιδρώτα, μόχθο και αγάπη πραγματική ήταν να συνθέσουν ένα έργο που έχει εδραιωθεί στις συνειδήσεις. Η γαλανόλευκη που κυματίζει δεν έπαψε να μας γεμίζει με όσα εκείνοι άφησαν παρακαταθήκη για την αιωνιότητα. Ο Διονύσιος Σολωμός και ο Νικόλαος Μάντζαρος, από μικρά παιδιά που δοκίμαζαν τις πρώτες προσπάθειές τους μακριά από τα φώτα του κόσμου, ξαφνικά μετατράπηκαν σε δυο κορυφαίους πρωταγωνιστές, σε δύο φυσιογνωμίες που ξεπερνούν τα σύνορα μας και σήμερα αποτελούν πρότυπα ορθολογικού πατριωτισμού.

“Το έθνος πρέπει να θεωρεί εθνικόν ό,τι είναι αληθές” Διονύσιος Σολωμός