Πέτρος Θ. Πιζάνιας, Η ιστορία των Νέων Ελλήνων. Από το 1400c. έως το 1820, Εκδόσεις Εστία

Φέτος εορτάζονται τα 200 χρόνια από το ξεκίνημα και την συγκινητική απαρχή της Εθνικής παλιγγενεσίας, δηλαδή της προσπάθειας των Ελλήνων να ξαναχτίσουν αυτό που τους έκλεψαν την 29 Μαΐου 1453 όταν η Πόλις εάλω, δηλαδή την ανεξαρτησία τους και την ελευθερία τους. Ο αγώνας των Ελλήνων ήταν προϊόν μακρόχρονης προσπάθειας στο εσωτερικό της επικράτειας αλλά και μέσα από τις παροικίες της Ελληνικής διασποράς που προετοίμαζε χρόνια πριν τον αγώνα για αποτίναξη του τουρκικού ζυγού ύστερα από 400 χρόνια σκλαβιάς. Ανά την χώρα μικρές ομάδες ανθρώπων άρχισαν να οργανώνονται και να συντονίζουν τις δράσεις τους με απώτερο στόχο να κινητοποιήσουν όλο τον πληθυσμό για τον υπέρ πάντων αγώνα. Πόσο όμως γνωρίζουμε τα σκοτεινά χρόνια της Τουρκοκρατίας και πόσο οικείο μας είναι το ιστορικό, κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο αυτής της μακρόχρονης περιόδου;

Οι αιώνες της σκλαβιάς και της αναδόμησης για ελευθερία

Αν πάμε πίσω όμως τον χρόνο θα παρατηρήσουμε πως από το 1400 και κυρίως επίσημα από το 1453 και ύστερα, είναι η απαρχή τριών και πλέον σκοτεινών αιώνων, μία άγνωστη περίοδος της Ελληνικής Ιστορίας που ξαναβγαίνει στο φως χάρη σε αυτή την εξαιρετική μελέτη του ιστορικού Πέτρου Πιζάνια, του συγγραφέα που έχει αφιερώσει τη ζωή του και στη μελέτη της Ελληνικής Ιστορίας. Στο βιβλίο αυτό μαθαίνουμε για τα όσα εκτυλίχθηκαν στην πολύπαθη ελληνική επικράτεια μέχρι το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης που έφερε τη λύτρωση από τον οθωμανικό ζυγό ύστερα από μία περίοδο σχεδόν τετρακοσίων χρόνων. Το ιστορικό αυτό πόνημα εστιάζει στην οθωμανική διοίκηση και τις αντιδράσεις του υπόδουλου Ελληνισμού που αναζητούσε για πολλά χρόνια το φως της απελευθέρωσης. Εκτός όμως από αυτά, μαθαίνουμε και άγνωστες πτυχές και αλήθειες που ίσως να μην είχαν αναδυθεί στην επιφάνεια στο παρελθόν.

Κατά τους χρόνους της Τουρκοκρατίας, όσο και αν μας φαίνεται περίεργο, συνέβησαν θετικά πράγματα για τον ελληνικό πληθυσμό και περιόρισαν κάπως το δύσκολο της συμβίωσης υπό την τουρκική κυριαρχία. Ήταν από τα μέσα περίπου του 18ου αιώνα που ξεκίνησαν ουσιαστικά οι ακρότητες και η αδυναμία των Ελλήνων υπηκόων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας να αντέξουν τους φόρους και τα διάφορα δεινά, από τη μία οι προεστοί και από την άλλη οι Τούρκοι, η επιβίωση ήταν μια δύσκολη άσκηση για τους ανθρώπους του μόχθου. Ο Πιζάνιας περιγράφει με ιδιαίτερη λεπτομέρεια και ευγλωττία  πτυχές αυτής της όχι και τόσο γνωστής περιόδου όταν οι Έλληνες υπήκοοι τότε κλήθηκαν να συνεχίζουν τη ζωή τους υπό νέα κηδεμονία και υπό νέο καθεστώς.

Η ανάδυση της ιδέας για ελευθερία ήδη έκαιγε…

Δεν ήταν όλα μαύρα για τους Έλληνες εκείνη την περίοδο, όπως αναφέρει ο Πιζάνιας σε πολλά σημεία του βιβλίου και ο ιστορικός έρχεται για να φωτίσει με πληροφορίες και πλήθος αναφορών αυτό το συγκεκριμένο διάστημα, τότε που οι ελληνικοί πληθυσμοί προσπαθούσαν αναμφίβολα να κρατήσου ζωντανούς τους δεσμούς με την γλώσσα, την θρησκεία, τα ήθη και τα έθιμα, την παράδοση τόσων αιώνων ελληνικότητας. Είναι σαφές πως δεν θα μπορούσαν να μην επηρεαστούν από τον κατακτητή και τις οθωμανικές συνήθειες, ωστόσο δεν αλλοιώθηκαν και δεν υπέκυψαν σε πολλές μεταλλάξεις. Οι τοπικές κοινωνίες άντεξαν και αντιστάθηκαν στον εξισλαμισμό και παρά τα παιδομαζώματα μπόρεσαν και χάρη σε πεφωτισμένους κληρικούς να κρατήσουν όρθιο το ελληνικό στοιχείο.

Η ναυτιλία υπήρξε ένα πολύ ισχυρό εργαλείο ως προς την διάδοση της γνώσης και την επαφή με τον υπόλοιπο κόσμο. Οι Έλληνες υπήρξαν εξάλλου δαιμόνιοι έμποροι και έτσι δεν αποκόπηκαν εντελώς με το ελληνικό στοιχείο που είχε σκορπίσει ανά την Ευρώπη αλλά και πέρα από αυτή. Χαρακτηριστικά ο Πιζάνιας αναφέρεται στο κομμάτι που αφορά στη ναυτιλία, έναν τομέα όπου οι Έλληνες κυριαρχούσαν για πολλά χρόνια από την αρχαιότητα μέχρι και εκείνα τα χρόνια και γράφει: “Οι Έλληνες έμποροι της Σμύρνης και της Κωνσταντινούπολης που χρηματοδοτούσαν μεταξύ άλλων τις εκδόσεις με αποκλειστικά εμπορικό ενδιαφέρον, είχαν αναγνωριστεί επισήμως ως συντεχνία με διαπιστεύσεις που τους είχε παραχωρήσει ο σουλτάνος Σελίμ Γ’ το 1806, και έκτοτε αποτελούσαν μπεράτληδες εμπόρους (διαπιστευμένους), ένα είδος ισχυρού εμπορικού κατεστημένου.”

Ο ρους της Ιστορίας είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρων όταν στο παιχνίδι της ανάλυσης προκύπτουν συγκρίσεις ή παρόμοιες περιπτώσεις. Το όνειρο των Ελλήνων για ελευθερία δεν θα μπορούσε να μην επηρεαστεί από τις ιδέες του Διαφωτισμού που οδήγησε στην περίφημη Γαλλική Επανάσταση και οι λόγιοι Έλληνες, οι περισσότεροι εκ των οποίων ζούσαν εκτός της σκλαβωμένης ελληνικής επικράτειας, δεν θα μπορούσαν να μην αντλήσουν σκέψεις από την εδραίωσή του, η φλόγα είχε ήδη ανάψει. Σε αυτό βοήθησε το εμπόριο και το γεγονός πως η ελληνική ναυτιλία ταξίδευε στην Ευρώπη και αντλούσε από εκεί γνώσεις και ιδέες, οι οποίες αν μη τι άλλο μεταφέρονταν στην σκλαβωμένη Ελλάδα. Το γεγονός πως πολλοί Έλληνες ζούσαν ανά τον κόσμο και κυρίως σε ευρωπαϊκές πόλεις όπου αναπτύσσονταν οι ιδέες αυτές μας βοηθάει τα μέγιστα να κατανοήσουμε τις βάσεις του αγώνα. Πλέον, απέμενε οι ιδέες αυτές να εμποτίσουν το όνειρο αυτό για διεκδίκηση και θέσπιση ενός Έθνους δικαίου με δικούς του νόμους και δικές του πολιτικές βάσεις.

“Έως τη δεκαετία του 1780 είχαν διαμορφωθεί στο Αιγαίο και σε παράλιες αστικές συγκεντρώσεις κάποιες τοπικές ναυτιλιακές ελίτ, επικεφαλής αντίστοιχων ναυτικών κοινωνιών. Επρόκειτο για νέου τύπου τοπικές κοινωνίες, άγνωστες μέχρι πριν από εκατό χρόνια στα Βαλκάνια. {…} Οι ελληνικές ναυτικές κοινωνίες, όλες εμπορικού χαρακτήρα και όχι απλώς μεταφορικού, βρίσκονταν πλέον κατά τη δεκαετία του 1780 σε πολύ στενή συνάφεια με τις μικρές αλλά και με τις ισχυρότερες ελληνικές ηγετικές κοινωνικές ομάδες, αυτές τους προμήθευαν εμπορεύματα”.

“Στους Έλληνες αστούς εμπόρους των πόλεων εύκολα διαπιστώνεται αυτή η πεποίθηση από τις ενέργειές τους υπέρ της μόρφωσης με την ίδρυση σχολείων, έκδοση βιβλίων και τα σχετικά. Μπορούμε όμως να εξακριβώσουμε την ίδια ιδεολογία του Διαφωτισμού αποτυπωμένη σε απλό, συμβολικό και ρητό τρόπο σε επιλογές αστικών πληθυσμών περιορισμένου εγγραμματισμού, όπως οι ελληνικές ναυτικές κοινωνίες”.