Thomas Mann, Η απατημένη, Εκδόσεις Κριτική

Οι άνθρωποι, όσα χρόνια και αν περάσουν, δεν θα σταματήσουν να διακατέχονται από το πάθος, τον πόθο και τον ερωτικό οίστρο, τον οποίο μάλιστα πολλές φορές πολύ δύσκολα μπορούν να ελέγξουν και να χαλιναγωγήσουν. Ο Τόμας Μαν, ο συγγραφέας του Μαγικού βουνού και του Θανάτου στη Βενετία, πραγματεύεται για μία ακόμα φορά αυτές τις φορτισμένες στιγμές της αδύναμης ανθρώπινης φύσης που δύσκολα υπόκειται σε κανόνες όταν η καρδιά ορίζει τις δικές της επιθυμίες και παρασύρεται από αυτές, είναι η ίδια η φύση που εδώ γίνεται το κυρίαρχο θέμα. Ο κόσμος που παρουσιάζει ο Τόμας Μαν δεν είναι ένας κόσμος μακρινός και άγνωστος, είναι σάρκα εκ της σαρκός του ανθρώπου που θέλει να ξεπερνά τα όριά του και να υπερπηδά όλα αυτά που φιμώνουν την ελευθερία του, ακόμα και όταν η ηθική είναι αντίθετη προς τις πράξεις αυτές.

Τα διλήμματα στη ζωή και τον έρωτα

“Η κατάρτιση πάνω στο σύνολο της ανθρωπιστικής παράδοσης, την οποία υπηρετείτε εδώ ως ο πιο δικός της φορέας, είναι μεγαλειώδης. Πιστεύω πως μόνο με τον καιρό θα φανερωθεί εκείνο που κρύβεται μέσα σ’ αυτή την πράγματι ασύγκριτη παραγωγή”. Αυτά γράφει ο κορυφαίος φιλόσοφος Αντόρνο σε ένα γράμμα που απευθύνει στον φίλο του Τόμας Μαν, αναφερόμενος συγκεκριμένα στην νουβέλα αυτή. Η απατημένη αποτελεί ένα από τα τελευταία κείμενα του Τόμας Μαν και διαφαίνεται η κορύφωση στην σκέψη του Γερμανού συγγραφέα που ναι μεν αναφέρεται στην εποχή μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο, ωστόσο ταιριάζει περισσότερο σε μία αφήγηση για μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, όπως ισχυρίζεται ο Αντόρνο.

Η ιστορία της πρωταγωνίστριας κυρίας Φον Τίμλερ είναι μία μάχη και μία πάλη κατά των ηθών και των προτύπων, είναι η προσωποποίηση του ερωτικού σκιρτήματος μπροστά στα πρέπει και τα μη που υπαγορεύουν την ανθρώπινη συμπεριφορά μιας καθώς πρέπει κυρίας, χήρας ενός ένδοξου αξιωματικού του στρατού. Όταν εκείνη όμως ερωτεύεται τον δάσκαλο της κόρης της και κατά πολύ νεότερό της Κεν, τότε όλοι οι περιορισμοί και όλα τα δεσμά με τα οποία οφείλει να διέπεται η κοινωνική ζωή μιας τέτοιας κυρίας λυγίζουν και οι αλυσίδες σπάνε. Τα ερωτικά σκιρτήματα μιας καρδιάς και μιας ψυχής που εκλιπαρεί για έρωτα και πάθος αδυνατούν να μπουν σε στεγανά και να υπακούσουν στις ανθρώπινες επιταγές, ο συγγραφέας πραγματεύεται δύσκολα ζητήματα και δεν διστάζει να βάλει το χέρι στη φωτιά.

Ο κόσμος και οι άνθρωποι είναι ανήθικοι ή μήπως είναι στενά τα όρια και οι άνθρωποι οι ίδιοι πολύ σκληροί όταν πρόκειται να κρίνουν άλλους; Ή μήπως τελικά όντως η καρδιά μας απατά και εμείς αδυνατούμε να το αποδεχτούμε και για αυτό οδηγούμαστε σε χίλια μύρια σφάλματα; Το μυστικό κάποτε αποκαλύπτεται και η κόρη της κυρίας Φον Τίμλερ μαθαίνει την κρυφή σχέση και όλα παίρνουν έναν δρόμο ανηφορικό και δύσβατο. Αγαπάει τη μητέρα της και επιθυμεί την ευτυχία της αλλά από την άλλη μεριά δεν ξέρει πως να αντιδράσει στο άκουσμα μίας τέτοιας είδησης. Ωστόσο, οι δυο τους σαν σε θεατρική σκηνή αρχαίας ελληνικής τραγωδίας οδηγούνται σε ένα διάλογο μέσα από τον οποίο θα προσπαθήσουν να ανταλλάξουν απόψεις και να πείσει η μητέρα την κόρη για το μεγαλείο της ευτυχίας που προσφέρει ένας τέτοιος έρωτας.

“Ναι, αγαπημένο, ακριβό μου παιδί, αυτή η καρδιά – ξέρω, δεν σ’ αρέσει να μιλάς ή ν’ ακούς συχνά για την “καρδιά” -, η καρδιά μου όμως έχει φουσκώσει απ’ την περηφάνια και τη χαρά, απ’ τη σκέψη τού πόσο διαφορετικά θ’ αντικρίσω τα νιάτα του, με πόση αυτοπεποίθηση. Φουσκωμένη είναι η καρδιά της μητέρας σου απ’ την ελπίδα για ευτυχία και ζωή!” Αυτή είναι η πραγματικότητα που ζει η μητέρα και αυτό προσπαθεί να εξηγήσει στην κόρη της, είναι τέτοια η χαρά της που νιώθει σαν να έχει ξαναγεννηθεί και βέβαια καμία άλλη σκέψη δεν μπορεί να την απασχολεί παρά μόνο να φιλήσει το αντικείμενο του πόθου της και να βρεθεί στην αγκαλιά του.

Ο εμπνευσμένος και στοχαστικός Τόμας Μαν

Σε αυτό το σκηνικό που ο Τόμας Μαν έχει μεταφέρει τον αναγνώστη του, η ζωή και ο θάνατος είναι εκεί ως δύο πρόσωπα του ίδιου νομίσματος και αυτό το επιβεβαιώνει η ίδια η κυρία Φον Χίμλερ στο τέλος του βιβλίου όταν αναφέρεται και απευθύνεται με δραματικό αλλά και ευαίσθητο τόνο προς την κόρη της για να καθησυχάσει και να απαλύνει τον πόνο της. “Άννα, να μην μιλάς για την απάτη και τη χλευαστική σκληρότητα της φύσης. Μην τη βρίζεις, όπως ούτε και εγώ τη βρίζω. Δεν θέλω που φεύγω – από εσάς, απ’ τη ζωή και την άνοιξή της. Πώς θα υπήρχε όμως ζωή δίχως θάνατο; Αφού ο θάνατος είναι το μεγάλο φάρμακο της ζωής, κι αν για μένα πήρε τη μορφή της ανάστασης και της χαράς της ζωής, τότε αυτό δεν ήταν ψέμα, αλλά καλοσύνη και ευσπλαχνικότητα”.

Ο Αντόρνο καλεί τον Τόμας Μαν να θαυμάσει τους πίνακες του Αντρέ Μασόν και να δει την σχέση των δύο καθώς η Απατημένη μοιάζει στα μάτια του ο ιδανικός κόσμος που μπορεί να ντύσει με λέξεις τα ζωγραφικά έργα του Γάλλου πρώην σουρεαλιστή που τώρα επιδίδεται σε αφηρημένα έργα γεμάτα νόημα μα δίχως αντικείμενα. Ο συγγραφέας μοιάζει και αυτός με τη σειρά του να μιλάει με παραβολές και αφαιρετική διάθεση. Μήπως αυτή η απατημένη είναι η προσωποποίηση της απάτης της μεταπολεμικής εποχής που ανοίγεται πια μπροστά μας; Ας μην ξεχνάμε και το περίφημο κείμενο Αυτός ο Πόλεμος ή ακόμα και το Δόκτωρ Φάουστους, κείμενα με τα οποία ο Μαν δεν έπαυε να καλεί για σύνεση και σωφροσύνη, να μιλά για έναν κόσμο σε αποδρομή που πρέπει να αναζητήσει μονοπάτια λογικής.

Σε κάθε περίπτωση, ο Τόμας Μαν εγείρει πολλά ερωτήματα και αφήνει πολλές απορίες, μας προκαλεί να σκεφτούμε το μήνυμά του και να βγάλουμε εμείς οι ίδιοι τα δικά μας συμπεράσματα, να προβούμε στις δικές μας ερμηνείες για όλα αυτά που ο ίδιος εξιστορεί. Είναι άραγε η επίσκεψη του μαύρου κύκνου, όπως η Ροζαλί Φον Χίμλερ τον αναφέρει λίγο πριν αφήσει την τελευταία της πνοή, το αντίβαρο για την ευδαιμονία που της χάρισε η ζωή λίγο πριν κλείσει τα μάτια της και είναι αυτή της η αντίδραση όπως είδαμε παραπάνω ένα μήνυμα ελπίδας και παρηγοριάς σε αυτούς που μένουν πίσω; Η ίδια φεύγει πρόωρα από τη ζωή όμως δεν νιώθει απατημένη όπως διαφαίνεται από την παραίνεση στην κόρη της και θα πει τελειωτικά και πολύ γλαφυρά: “Τη φύση… πάντα την αγαπούσα, κι αγάπη… χάρισε στο παιδί της”.

“Η καρδιά είναι μια συναισθηματική απάτη. Δεν πρέπει να λέμε κάτι καρδιά, ενώ είναι κάτι άλλο. Επειδή η καρδιά μας στην πραγματικότητα μιλάει μόνο με τη συναίνεση της κρίσης και της λογικής”.

“Η νεότητα είναι θηλυκή κι η σχέση του γήρατος μ’ αυτήν είναι αρσενική, μα ο πόθος του δεν είναι χαρούμενος και σίγουρος, αλλά γεμάτος ντροπή και δισταγμούς μπρος σ’ αυτήν και μπρος σ’ ολόκληρη τη φύση, εξαιτίας της ανικανότητάς του”.