Οι μάρτυρες του τζόγου και ο παίκτης του Ντοστογιέφσκι

Στην εποχή της οικονομικής κρίσης που ελπίζουμε ότι μας εγκαταλείπει σιγά σιγά, αν και η φυγή από αυτήν φαίνεται να γίνεται με αργούς ρυθμούς, ήρθε πιο πολύ από ποτέ η ανάγκη για το κυνήγι του εύκολου χρήματος μέσω στοιχημάτων και τυχερών παιχνιδιών. Άνθρωποι αιχμάλωτοι των επιθυμιών τους, “φλεγόμενοι” ταύροι έτοιμοι να ευνουχίσουν όποιον σταθεί στο διάβα τους, παίκτες σε κατάσταση πανικού και τρέλας λαχταρούν να στοιχηματίσουν όσο γίνεται πιο γρήγορα σε αναζήτηση ενός εύκολου κέρδους. Και μόνο η φαντασίωση της νίκης, της απόκτησης του τυχερού δελτίου που θα τους βγάλει από το αδιέξοδο και θα τους δώσει την χαρά του κέρδους είναι μεγάλη υπόθεση και δεν συγκρίνεται με τίποτα. Και όμως αυτό δεν τους φτάνει, με την έλευση μιας κάποιας νίκης, η όρεξη μόλις άνοιξε και το πουγκί έγινε κουρέλι μιας και τίποτα δεν έμεινε μέσα σε αυτό.

Στο βωμό αυτής της ονειρικής και ιδεατής κατάστασης, ο σύγχρονος παίκτης βρίσκεται δίχως άλλο έρμαιο των παθών του, όμηρος των φαντασιώσεών του και φυλακισμένος στο κάστρο των αριθμών που φαντάζεται και που χορεύουν με ξέφρενους ρυθμούς μπροστά του. Όντας πραγματικά αδύναμος ο ίδιος να τιθασεύει την πορεία του χορού αυτού και να διαχειριστεί την ενδεχόμενη νίκη του, πόσο μάλλον την ήττα του, επενδύει συνεχόμενα και με μένος τα χρήματά του δίχως να υπολογίζει τίποτα, θυσιάζει τα πάντα, πουλάει μέχρι και τα ρούχα του προκειμένου να παίξει, με κάθε κόστος, παραδίνεται και ένας κυκεώνας αντίρροπων σκέψεων τον κατακλύζει, όπου τελικά και με λευκή σημαία υποκύπτει στον πειρασμό. Αυτό συμβαίνει σε κάθε στοιχηματικό κέντρο, είτε αυτό λέγεται πρακτορείο είτε καζίνο, είτε πλέον ηλεκτρονικός στοιχηματικός τόπος, τόποι κολάσεως και οι τρεις, σίγουρα θα υπάρχουν και άλλοι. Τόποι κολάσεως γιατί η αρρώστια του τζόγου πάντοτε υπήρχε και πάντοτε θα υπάρχει, άλλοτε πιο έντονη, άλλοτε λιγότερο.

Σε καιρούς όμως δύσκολους και δυσβάσταχτους όπως οι σημερινοί και όπως εκείνοι του Ντοστογιέφσκι, ο παίκτης θα βρίσκεται δραματικά δέσμιος και γαντζωμένος στο άρμα του πόθου του να παίξει όλο και πολύ, να νιώσει όλο και περισσότερο τον πυρετό της παρτίδας στο χαρτί, της κούρσας του αλόγου, της ρουλέτας στο καζίνο, στο γύρισμα της τύχης των αριθμών που δεν μπορεί κάτι θα αποφέρουν, έναν πυρετό που δεν σταματά παρά με δραστικό και επώδυνο τρόπο. Αυτό το βασανιστικό όργιο, αυτή η ακατάσχετη αιμορραγία, αυτή η ανίατη μανία, αυτό το αθεράπευτο καρκίνωμα της κάθε μορφής τζόγου περιγράφεται τόσο γλαφυρά από έναν λογοτεχνικό παίκτη που δοκίμασε και ξαναδοκίμασε, που έχασε κα ξαναέχασε, που κέρδισε λίγα και έχασε πολλά, που δεν σταμάτησε να παίζει παρά μόνο όταν δεν είχε άλλα και όταν δεν μπορούσε άλλο να δανειστεί.

Ο κόσμος του παίκτη Ντοστογιέφσκι

Ο Ντοστογιέφσκι ήταν φτωχός ανάμεσα στους φτωχούς, παίκτης ανάμεσα στους παίκτες, ταπεινός και καταφρονεμένος ανάμεσα στους πολλούς που συναντούσε γύρω του. Ποτέ δεν απόλαυσε την ευτυχία και την επιτυχία, σαν επαίτης και σαν παίκτης προσπάθησε να σταθεί μέσα στα θηρία που ήταν έτοιμα να τον κατασπαράξουν. Το παιχνίδι υπήρξε αναμφίβολα το καταφύγιό του, η μοναδική χαρά του σε μια ζωή που δεν του χαρίστηκε παρά μόνο ως προς την θεία έμπνευση που του χάρισε και αυτό ήταν το μεγαλύτερο δώρο, ένα δώρο όμως που δεν απόλαυσε υλικά παρά μόνο ηθικά. Αιχμάλωτος λοιπόν των αδυναμιών του, μετουσίωσε αυτές σε έμπνευση για να αποδράσει από τις ανείπωτες μάχες με τον ίδιο του τον εαυτό, που τελικά τον έχανε και τον κέρδιζε σαν τα χρήματα που έπαιζε και έχανε στο καζίνο όπου κατέφευγε κρυφά για να μην τον δουν. Ό,τι χρήματα συγκέντρωνε και κέρδιζε, μικρά ποσά επί το πλείστον, τα έπαιζε στον τζόγο, τα στοιχημάτιζε και απολάμβανε την χαρά της πράξης αυτής.

Όπως σε κάθε παίκτη, έτσι και σε εκείνον υπήρχε αυτή η ανυπομονησία, αυτή η ανείπωτη αδημονία να γευτεί έστω και για μία φορά την απόλαυση του κέρδους, που μόνο πρόσκαιρο θα ήταν μιας και δεν θα έμενε για πολύ, τα χρήματα έμοιαζαν στα χέρια του με φύλλα που τα έπαιρνε ο αέρας με το πρώτο φύσημά του. Στο βιβλίο του, όπου είναι η απολογία ενός άρρωστου ανθρώπου καταγράφει όλο αυτό το ιστορικό της νόσου του παιχνιδιού από την οποία έπασχε και ποτέ δεν κατάφερε να βρει θεραπεία. Το μικρόβιο, καλά εγκατεστημένο μέσα του, τον οδηγούσε σε απονενοημένα βήματα, τον παρέσυρε σε αμήχανες καταστάσεις, τον καταβαράθρωνε και τον γκρέμιζε από το δωμάτιό του. Αλλόφρων και εξουσιασμένος, παραδομένος στην απόλαυση του επικίνδυνου παιχνιδιού στοιχημάτιζε ό,τι χρήματα έπιανε στα χέρια του στερώντας από την οικογένειά του, την γυναίκα του και το παιδί του, ακόμα και τα βασικά. Μα ποιος μπορεί να κατηγορήσει μια μεγαλοφυΐα που είχε ήδη φύγει από αυτόν τον κόσμο και ζούσε ως γήινος κάποιες λίγες του τελευταίες στιγμές; Ποιος μπορεί να τα βάλει με τον Θεό που τον δημιούργησε;

Με το βιβλίο του ύμνησε κάθε παίκτη και ο κάθε παίκτης τότε και σήμερα βρίσκει σε αυτήν την εξιστόρηση το ζωγραφικό του πορτραίτο, την με λόγια κατάθεση ενός βαριά πληγωμένου, ενός ανθρώπου σε τελευταίο στάδιο κρίσης. Ο παίκτης παραμένει ένα από τα συγκλονιστικά κείμενα του Ντοστογιέφσκι και στην σημερινή εποχή της ατέρμονης και ασίγαστης στοιχηματικής πραγματικότητας, ο λόγος του Ντοστογιέφσκι μπορεί να αποτελούσε και φάρμακο για αυτούς που θα ήθελαν να ζήσουν μια περίοδο αποτοξίνωσης, να σώσουν τον εαυτό τους και να χαρούν τη ζωή όπως ο Ντοστογιέφσκι δεν μπόρεσε. Το μόνο βέβαιο για αυτόν είναι πως για όλους εμάς η ανάμνηση του ήταν και είναι τα κείμενά του που «προδίδουν» τον πλούτο που ίσως ακόμα να μην έχει ολοκληρωτικά εκτιμηθεί. Αν το έγκλημα και η τιμωρία του ήταν τα χειρόγραφά του, αυτή ήταν παράλληλα και η συγχώρεσή του.

“Ίσως τα πολλά συναισθήματα όχι μόνο δεν χορταίνουν την ψυχή, αλλά αντίθετα, την ερεθίζουν και ζητά καινούργια, όλο και περισσότερα, ώσπου να εξαντληθεί ολοκληρωτικά”

“Σας ορκίζομαι κύριοι, ότι να σκέφτεσαι υπερβολικά είναι μια αρρώστια, μια πραγματική ασθένεια”