“Επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία!” γράφεται στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο. Μια ευχή που ακόμα και σήμερα, σχεδόν 100 χρόνια μετά την έκδοση του βιβλίου αυτού που αναφέρεται στους νεκρούς του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, δεν έχει γίνει πράξη. Και πώς να γίνει πράξη όταν το ανθρώπινο γένος λυσσαλέα και ματαιόδοξα επιδίδεται σε πολέμους ανθρωποφάγους και βάρβαρους χωρίς κανένα νόημα και ουσία; Ο Τζίνο Τζίνι δημοσιεύει αυτό το βιβλίο/σύγγραμμα/καταγγελία το 1921 για να διατρανώσει την έντονη και σφοδρή αντίθεσή του στον πόλεμο που κατακρεουργεί συνειδήσεις, εξολοθρεύει ανθρώπους και αφανίζει λαούς. Αποτελεί πολύ σημαντική παρέμβαση από έναν άνθρωπο του στοχασμού και των γραμμάτων σε μια εποχή κρίσιμη και επιφέρει τα μέγιστα ως προς τον προβληματισμό και την περισυλλογή σχετικά με αυτό το ανελέητο μέσο που λέγεται πόλεμος. Στην εισαγωγή του βιβλίου, την οποία έχει επιμεληθεί ο μεταφραστής Παναγιώτης Τσιαμούρας, διαβάζουμε: “Η σκέψη του Τζίνι είναι μια σκέψη που χαρακτηρίζεται από μια συνεχή και επώδυνη αναζήτηση, γεμάτη αμφιβολίες και αντινομίες, της μύχιας αλήθειας των πραγμάτων και μάλιστα μια αναζήτηση που τοποθετείται ανοιχτά στην πλευρά της εναντίωσης”.
Ο λόγος των κατακτητών και των εξουσιαστών
Στο πρώτο μέρος του βιβλίου ο Τζίνι με καυστικό ύφος, με προφανή διάθεση να καταδείξει την ωμότητα και βάζοντας στο στόμα φυσιογνωμιών όπως ο Δαντόν, ο Ερνάν Κορτές ή ο Αττίλας, λόγια πολλές φορές σκληρά παραθέτει στον αναγνώστη τη φιλοσοφία και τα επιχειρήματα εκείνων που διέπραξαν εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας έχοντας ως μόνο κίνητρο την κατάκτηση της εξουσίας. Δεν είναι εύκολο να ξεχωρίσει κανείς τους κατακτητές από τους ανθρώπους εκείνους, τους αιμοσταγείς ηγέτες, οι οποίοι εξηγούν και ερμηνεύουν τα φρικιαστικά τους εγκλήματα κατά το δοκούν με το επιχείρημα πως δεν συνέβη κάτι τόσο τραγικό. Ο Τζίνι εμμέσως πλην σαφώς παίρνει θέση σαφή κατά του πολέμου και της κατάκτησης λαών και σε κάθε ευκαιρία μας δίνει να κατανοήσουμε πως το αίμα που χύνεται είναι αίμα ανθρώπινο και άρα δεν έχει καμία λογική ο πόλεμος, η σφαγή και η αλληλοεξόντωση.
Ο καθένας από τους κατακτητές και δημίους με τον τρόπο του και τα επιχειρήματά προσπαθεί να πείσει για τους λόγους που τους οδήγησαν στην θανάτωση και την αιματηρή εξολόθρευση ανθρώπων, άλλοτε με πλήρη συναίσθηση της ολέθριας πλην αναγκαίας πράξης και με διάθεση δικαιολόγησης (Ναπολέων, Αλέξανδρος κτλ) και άλλοτε με την πεποίθηση, που προκαλεί τρόμο, πως ό,τι έγινε καλώς έγινε, όσα θύματα και αν άφησε πίσω της η πράξη αυτή. Για παράδειγμα ο Ερνάν Κορτές με ιδιαίτερη ωμότητα στο λόγο του και με πλήρη έλλειψη ευαισθησίας και δίχως την παραμικρή μεταμέλεια αναφέρει: “Ήμασταν πολύ στριμωγμένοι στην παλιά ισπανική ποντικοφωλιά μας, υπερβολικά πολλοί για μια χώρα ίσαμ’ ένα χωραφάκι. Όπως μας κατάτρωγε ο αμοιβαίος φθόνος και μας βασάνιζε η κοινή μιζέρια, αποχαιρετίσαμε την πατρίδα και ριχτήκαμε στη θάλασσα για την κατάκτηση ενός νέου κόσμου”. Πολλές φορές, ο λόγος τους είναι ειρωνικός και σκωπτικός και ομιλούν σαν ο θάνατος να είναι μια πράξη εκτελεστική που ορθά πραγματοποιήθηκε.
“Το μαρτύριο όλων αυτών των κορμιών, η αγωνία όλων αυτών των ψυχών, είναι το μαρτύριο και η αγωνία του δικού μου Πάθους, που ανανεώνεται δίχως αναπαμό. Μάταια λοιπόν το πρόσφερα στην υπέρτατη δικαιοσύνη, για τη σωτηρίας σας;” Ο άγνωστος
Η σπαρακτική φωνή των ανώνυμων νεκρών
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου διαβάζουμε στο παράρτημα με τίτλο “Χαρακώματα” τον διάλογο μεταξύ των νεκρών του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, έναν έντονο αλλά και τόσο αληθινό διάλογο ανάμεσα σε τρεις στρατιώτες που έχυσαν το αίμα τους για να υπερασπιστούν ο καθένας το δικό του μέτωπο και τη δική του πατρίδα. Ο Τζίνι ξεδιπλώνει όλη του την λαχτάρα να φέρει στην επιφάνεια την αδικία του πολέμου της οποίας θύματα υπήρξαν οι στρατιώτες, αυτοί οι απλοί εκτελεστές καθήκοντος γιατί έτσι τους είπαν και γιατί έτσι θεωρούσαν πως επιτελούσαν την αποστολή τους απέναντι στον εχθρό. Διερωτώνται όμως γιατί και αν άξιζε να σκοτωθούν τόσοι πολλοί και τόσο νέοι για να υπηρετήσουν έναν ακατανόητο σκοπό. “Να παρηγορηθούμε τουλάχιστον στη σκέψη ότι τούτη εδώ η αθλιότητα, τούτος εδώ ο πόνος και τούτο εδώ το βίαιο μαρτύριο, ημών και των άλλων, που υποχρεωθήκαμε να βιώσουμε, χρησίμευσαν σε κάτι, εξυπηρετούσαν κάποιον σκοπό;”. Και προφανώς είναι έκδηλη η απορία και απόλυτα λογικό το ερώτημα τους: γιατί θυσιάστηκαν και για ποιο σκοπό ρίχτηκαν σε μία μάχη δίχως απτό αντίκρισμα, ποια η αιτία της απώλειας της ζωής τους σε έναν πόλεμο με τόσα αθώα θύματα; Τελικά, στον κόσμο των νεκρών όπου τώρα βρίσκονται αντιλαμβάνονται πως δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν, ο ένας δεν έχει τίποτα να προσάψει στον άλλο και όλα έγιναν στο βωμό της απόφασης εντολών ανωτέρων που δεν τους εξήγησαν τους λόγους οδηγώντας τους σαν πρόβατα στη σφαγή.
Είναι ισχυρός ο προβληματισμός του γράφοντος Τζίνι, ο οποίος δεν χάνει την ευκαιρία να καταφερθεί ενάντια στην πολεμική ιαχή που χτυπά κατά ριπάς τον άνθρωπο και τον οδηγεί σε πράξεις δίχως σκέψη, δίχως λογική, δίχως σύνεση καμία. Ο Τζίνι, πολέμιος των εχθροπραξιών και βαθιά ειρηνιστής γράφει αυτό το σύγγραμμα λίβελο και σκεπτόμενος τις συνέπειες ενός τέτοιου μάταιου κόσμου που διψάει για αίμα, ορθώνει στεντόρεια φωνή ενώ αντιστέκεται με το λόγο του καταθέτοντας την δική του ελπιδοφόρα άποψη: “Απευθύνοντας την προσευχή του σ’έναν Θεό της ειρήνης και της δικαιοσύνης, ο άνθρωπος σιωπηρά αποδέχεται τη στέρεα πίστη του ότι μια αρχή δικαιοσύνης, ανθρώπινης αδελφοσύνης και ειρήνης μέλλει να θριαμβεύσει κάποια μέρη πάνω στη γη. Δεν έχει σημασία αν ολόκληρη η ιστορία των αιώνων που παρήλθαν, δεν πειράζει αν η βάναυση πραγματικότητα του παρόντος διαψεύδουν με τον πλέον ωμό τρόπο αυτό το ιδανικό και φαίνεται να καταδεικνύουν τον πλανερό χαρακτήρα αυτής της θείας ελπίδας”.
“Οφείλουμε να πιστεύουμε και οφείλουμε να πράττουμε ως εάν το καλύτερο πράγμα, το αγαθότερο που ο άνθρωπος έχει την ικανότητα να σκεφτεί, να είναι πάντοτε εφικτό”
“Κανείς, ο οποίος προηγουμένως είχε αποδεχθεί τη ζωή, τους όρους της, που με κάποιον τρόπο και σε κάποιον βαθμό είχε ενθαρρύνει την ανάπτυξη δεν μπορεί σήμερα καλή τη πίστει να δηλώνει την αθωότητά του. Όλοι είμαστε ένοχοι, σε διαφορετικό μέγεθος, με διαφορετικό βαθμό συνείδησης, στο τρομερό αυτό έγκλημα”.