Anne-Catherine Riebnitzsky, Η σφαγή των χοίρων, Εκδόσεις Utopia

Πώς να αφηγηθείς μια ολόκληρη ζωή όταν όλα γύρω σου είναι διαλυμένες αναμνήσεις που πασχίζεις να ξεπεράσεις; Πόσα να αντέξει μια μελανιασμένη από τις τραυματικές εμπειρίες ψυχή; Η ζωή της Λίζα είναι ένα μωσαϊκό αναμνήσεων και πληγών που την έχουν στιγματίσει και που προσπαθεί να ξεχάσει, αλλά για να γίνει αυτό οφείλει να καταθέσει όλα αυτά που της δέρνουν και της μαστιγώνουν την ψυχή. Είναι η ψυχή της καταβεβλημένη, όχι μόνο από τη ζωή στο μακρινό Αφγανιστάν, όπου υπηρετεί ως στρατιωτικός, εκεί όπου βιώνει καθημερινές σκιές βίας και ακόμα αντέχει γιατί τα έχει δει σχεδόν όλα. Είναι κυρίως από την παιδική ηλικία ο πόνος της και η εσωτερική της πληγή, σε αυτή την τόσο τρυφερή ηλικία που η χαρά πρέπει να υπερκερνά την λύπη, εκείνη βυθίζεται στη βία του πατέρα της και την αδιαφορία της μητέρας της. Είναι τότε που οι γονείς της, κυρίως ο πατέρας της, αντιμετώπιζαν τα παιδιά όπως και τα γουρούνια που είχαν στην επιχείρησή τους, δηλαδή χωρίς κανένα ίχνος τρυφερότητας και αγάπης. Η σφαγή των χοίρων είναι μεταφορική και κυριολεκτική, είναι μια σφαγή ενός ευαίσθητου κόσμου που έγινε συντρίμμια χωρίς κανένα ίχνος ή ψήγμα ενοχής.

Ένας συνεχής πόλεμος με θύμα την ίδια

“Γεννήθηκα τον χειμώνα, τον καιρό που οι άνθρωποι νιώθουν ότι ίσως να μην έρθει ποτέ η άνοιξη, και ότι ο χειμώνας έχει κρατήσει πιο πολύ από το συνηθισμένος. Γεννήθηκα μετά από μεγάλη αναμονή. Ήμουν ήσυχο κορίτσι, που ακολουθούσε κατά πόδας τον φουριόζο και ζωηρό μεγάλο του αδελφό. Απέκτησα ακόμα δύο αδέρφια: τον Πέτερ, τον μικρό μου αδερφό, και τη Μαρίε, τη μικρή μου αδερφή”. Η Λίζα είναι ένα πρόσωπο που αφηγείται τη ζωή της και λυτρώνεται με αυτήν την διαδικασία από τις αναμνήσεις που την στοιχειώνουν. Μοιάζει η σφαγή των χοίρων να επαναλαμβάνεται με κάποιον περίεργο τρόπο στο Αφγανιστάν, όπου η Λίζα γίνεται μάρτυρας αγριότητας και βαρβαρότητας, επαναφέροντας στην μνήμη της όλα αυτά που ξεπηδούν από τον νου της. Η κατάθεσή της μοιάζει με συνεδρία όπου ο ασθενής καθισμένος στο ντιβάνι του γιατρού ξεριζώνει λίγο λίγο όλα αυτά που τον απασχολούν και τον εξουθενώνουν. Πρόκειται για μία θεραπεία που της κοστίζει ψυχολογικά αλλά που φέρνει στην επιφάνεια όλες τις ανεπούλωτες πληγές, την ταραγμένη σχέση της με τους γονείς της, τα άγχη, τους φόβους, τη δίνη των γεγονότων που έζησε στην οικογενειακή στέγη, αυτό που επιθυμεί διακαώς είναι να ξεφύγει πάση θυσία, να απελευθερωθεί και να βιώσει ένα καλύτερο μέλλον.

Μια αλληλουχία γεγονότων κλονίζουν τη ζωή της με κυριότερο την απόπειρα αυτοκτονίας της μικρής αδερφής Μαρίε, αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που επιστρέφει εσπευσμένα στην Δανία. Μοιάζει αυτό το συμβάν να ήταν ένα αναγκαίο κακό για εκείνη ώστε να βάλει σε τάξη όλα όσα την είχαν στοιχειώσει τόσα χρόνια και δεν μπορούσε να τα αποβάλλει. Είναι η ώρα της ωριμότητας ώστε οι δραματικές εμπειρίες της οικογενειακής συνύπαρξης να έρθουν στο φως και εκείνη να γεφυρώσει το χάσμα μέσα της. Είναι μια επώδυνη διαδικασία και ο λόγος της σε όλη τη διάρκεια της κατάθεσής ψυχής που επιστρατεύει είναι ένα μέσο για να γίνει η κάθαρση των “μολυσμένων” στιγμών της ζωής της. Οι εικόνες και τα συμβάντα που περιγράφει αποδεικνύουν εκ μέρους των γονιών της μία σκληρότητα και μια ανάγκη για πρώιμη ωρίμανση των παιδιών, τόσο εκείνης όσο και των αδερφών της. Ο πατέρας και η μητέρα παίζουν τον ρόλο θηριοδαμαστή που θέλει να προετοιμάσει τα θηρία να βγουν όσο πιο γρήγορα και έτοιμα στην αρένα που λέγεται ζωή.

Η ανάγκη για τρυφερότητα και ασφάλεια

Ο πόλεμος στο Αφγανιστάν είναι για την Λίζα ένα απάγκιο και ένα καταφύγιο, είναι ένας τρόπος να ξεφύγει το μυαλό της από όσα της έτυχαν στη ζωή της και κυρίως στην παιδική της ηλικία. Έχει γίνει πια πιο δυνατή, όχι λιγότερο τρωτή αλλά εκεί μακριά από την Δανία μπορεί και αντιμετωπίζει πιο γενναία τις καταστάσεις που εμφανίζονται σαν το οικογενειακό μέτωπο να ήταν η χειρότερη έκφανση ενός δράματος που μάλλον δεν θα επανέλθει. “Ποτέ στη ζωή μου δεν έχω νιώσει τόσο προστατευμένη, όπως τώρα που είμαι στον πόλεμο. Οι εχθροί είναι εχθροί και οι φίλοι είναι φίλοι. Χωρίς πιθανότητες σύγχυσης”. Η αποστολή της στο Αφγανιστάν είναι για εκείνη μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να ξεφύγει από το θλιβερό οικογενειακό περιβάλλον και από την άλλη να δοκιμάσει τις αντοχές και τις δυνάμεις της, να βγει νικήτρια από την αναμέτρηση με τον ίδιο της τον εαυτό.

Στο αεροπλάνο θα μιλήσει για τη ζωή της και θα βρει στον γιατρό Αντρέας το πρόσωπο εκείνο στο οποίο μπορεί να μιλήσει ανοιχτά και να γευτεί για λίγο μια κάποια νηνεμία μακριά από βόμβες, πραγματικές και εσωτερικές, που της κλονίζουν το είναι. Είναι ο κατάλληλος άνθρωπος την κατάλληλη στιγμή ώστε να νιώσει την θαλπωρή και την ασφάλεια πως κάποιος την ακούει και μπορεί να στηριχτεί κάπου. Είναι όμως και η σχέση με τα αδέρφια της ένας ισχυρός δεσμός που την κράτησε και την κρατάει όρθια όλα αυτά τα χρόνια, μια σχέση ιδιαίτερη που δεν μολύνθηκε ποτέ από την ενδοοικογενειακή βία του πατέρα της. Τα αδέρφια της, ο Πέτερ, η Μάριε και ο μεγάλος Ιβάν είναι η απόδειξη πως και οι τέσσερις πορεύονται μαζί και ανήκουν σε μια αλυσίδα που δύσκολα σπάει και τους κρατάει γερά να βοηθούν ο ένας τον άλλο.

“Κάποιες φορές ξυπνάς στο σκοτάδι και με κοιτάς τρυφερά. Δεν μπορώ να καταλάβω ότι κάτι τέτοιο συμβαίνει, ότι μπορείς να είσαι γλυκός μαζί μου. Περιμένω να πάει κάτι στραβά. Περιμένω να καταλάβεις πόσο λίγη είμαι”.

“Από το κορμί μου δεν θα γεννηθεί ανθρώπινο πλάσμα που θα κληθεί να υπομείνει την κόλαση της μητρικής αγάπης”