Τζέιμς Τζόϊς, Οι Δουβλινέζοι, Εκδόσεις Οξύ

“Η πολεμική μίμηση του απογεύματος έγινε τόσο κουραστική όσο η πρωινή ρουτίνα του σχολείου, επειδή εκείνο που στ’ αλήθεια ήθελα ήταν να μου συμβούν πραγματικές περιπέτειες. Αλλά οι πραγματικές περιπέτειες, σκεφτόμουν, δεν συμβαίνουν σε όσους κάθονται σπίτι τους. Πρέπει να αναζητηθούν κάπου έξω” γράφει ο Τζόϊς στη “Μία συνάντηση”. Ποιος να φανταζόταν – μάλλον ο ίδιος το διαισθάνθηκε και το προφήτεψε με τη διορατικότητα της ψυχής του που έβραζε – πως οι περιπέτειες οι οδυνηρές και απρόβλεπτα δυστυχείς του πολέμου δεν είχαν ακόμα ξεκινήσει αλλά βρίσκονται προ των πυλών. Γνωστά ανήσυχος για τα μελλούμενα όπως και στον Οδυσσέα, έτσι και εδώ παλεύει με τις σκέψεις του και χτίζει διηγηματικές πολιτείες ανάστατες, όχι από τον παλμό της ζωής που τις διέπει, αλλά από αυτή τη μελαγχολία που έχει σκεπάσει σαν σύννεφο, τόσο τη δική του ζωή όσο και των ηρώων του, ζωές χαμένες στο μεσοδιάστημα της περιόδου που χαρακτηρίζεται από τη μη αντίδραση στα καθημερινά.

Δουβλίνο, πόλη/φάντασμα

Όλα τα διηγήματα στους Δουβλινέζους χαρακτηρίζονται από μία στασιμότητα, μία αδιόρατη αυθυποβολή σε αυτό που έπεται και δεν γνωρίζουν αλλά αισθάνονται πως έρχεται και εκείνοι μπροστά σε ένα περίεργα πικρό μέλλον για το αναπότρεπτο ζουν στην ζώνη του λυκόφωτος. Το Δουβλίνο θυμίζει πόλη νεκρή ή τουλάχιστον πόλη ανήσυχη, μια πόλη που οι κάτοικοι δεν απολαμβάνουν και όλοι βρίσκονται σαν να έχουν εισέλθει στον καιρό των παγετώνων, μοιάζει να έχουν κοκαλώσει και να μη νιώθουν καμία διάθεση για ζωή. Σκιές των εαυτών τους, οι πρωταγωνιστές του εγγράφονται σε μία πραγματικότητα που απλά περνάει μέρα τη μέρα δίχως ελπίδα, αλλά μόνο σε μία κατάσταση αγωνίας και φόβου. “Πέρασε βιαστικά το διαχωριστικό και της φώναξε να τον ακολουθήσει. Τον έσπρωξαν να προχωρήσει, αλλά εκείνος συνέχιζε να τη φωνάζει. Το λευκό της πρόσωπο τον κοίταξε παθητικά, σαν αβοήθητο ζώο. Το βλέμμα της δεν έδειχνε κανένα σημάδι αγάπης, αποχαιρετισμού ή αναγνώρισης” θα πει ο Φρανκ στο διήγημα “Έβελιν”. Και έχουμε την εντύπωση πως οι ήρωές του στέκονται σαν τους ζωγραφικούς ανθρώπους του Έντουαρντ Χόπερ, παγωμένοι στο χρόνο που ξαφνικά σταμάτησε πέρσι το καλοκαίρι για να θυμηθούμε τον Τέννεσι Ουίλλιαμς.

Παραλυμένος και παραδομένος

Είναι σαφές πως τα διηγήματα αυτά αντανακλούν την ψυχολογία του ίδιου τους του συγγραφέα και πως να μη γίνει αυτό όταν ο Τζόϊς αντιμετώπιζε την καχυποψία και την αντίδραση των εκδοτών ως προς την δημοσίευση των εν λόγω διηγημάτων. Τα διηγήματα εκδόθηκαν λίγο πριν ξεσπάσει ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος και ο ταρακουνημένος όσο και προβληματισμένος Τζόϊς καταπιάνεται με ανθρώπους της εποχής του, καθρέφτες της δικής του ψυχοσύνθεσης και alter ego του. “Κεντρικά θέματα και σταθερά μοτίβα των δεκαπέντε ιστοριών είναι κατά συνέπεια η παράλυση, η διαφθορά, ο θάνατος” θα γράψει στον πρόλογο ο μεταφραστής Θάνος Καραγιαννόπουλος υπογραμμίζοντας το γεγονός πως οι ήρωες των Δουβλινέζων είναι έρμαια ενός χείμαρρου ακινησίας και απραξίας, παρασυρμένοι άλλοτε από έναν παραλογισμό στις συμπεριφορές τους και άλλοτε από μία διστακτικότητα που καθίσταται απειλητική και επικίνδυνη για την ζωή τους. Κινδυνεύουν από μία νωχελικότητα και μία μακραίωνη αναμονή σαν κάποιος να έχει ξεκουρδίσει τον μηχανισμό εντός τους και να τους έχει αφαιμάξει από κάθε επιθυμία για δράση.

Έχουν άραγε εγκαταλείψει κάθε προσπάθεια ή διαφαίνεται στον ορίζοντα μία κάποια επανεκκίνηση του εσωτερικού οχήματος μήπως και ξελασπώσει έστω και στο και πέντε; “Πόσο μελαγχολικός ήταν! Μπορούσε άραγε κι εκείνος να γράψει έτσι, να εκφράσει με στίχους τη μελαγχολία της ψυχής του;”. Ο Τζόϊς περνάει και εκείνος την δική του απογοήτευση από την μη αποδοχή του έρωτά του για τη Νόρα, στην οποία αφιερώνει αμέτρητες επιστολές ερωτικού ενδιαφέροντος. Η Νόρα θα πρωταγωνιστήσει ως γυναικείος χαρακτήρας σε πολλά από τα έργα του και στα διηγήματα αυτά δεν γίνεται καμία εξαίρεση. Καταπτοημένος και νωθρός θα προσδώσει στους πρωταγωνιστές του πέρα από την κοινωνική τους καταβαράθρωση και αυτή την υποδόρια απογοήτευση που βιώνει ο ίδιος σε καθημερινή βάση. Βυθισμένοι σε ένα κυκεώνα αυτολύπησης και αυτοκαταστροφής, οι Δουβλινέζοι είναι μια σειρά διηγημάτων που στην προκειμένη περίοδο δείχνουν και περιγράφουν μία γενικότερη αίσθηση λήθαργου που δεν αφήνει περιθώρια για αλλαγή του δυσοίωνου κλίματος που εδραιώνεται στις ψυχές των ανθρώπων στις αρχές του αιώνα και στην αγαπημένη του πόλη. Καθόλου τυχαίο πως το τελικό του διήγημα που είναι και το πιο πολυσέλιδο έχει την ονομασία “Νεκροί”, σαν το τέλος να είναι προδιαγεγραμμένο, δίχως καμία απολύτως σανίδα σωτηρίας, σαν το ναυάγιο να είναι ήδη εδώ.

“Δίκαιε Θεέ, τι τραγικό τέλος! Ήταν προφανώς ανίκανη να ζήσει, χωρίς καμιά δύναμη και σκοπό, εύκολο θύμα των εξαρτήσεων, ένα από τα πολλά άθλια πλάσματα που εκτρέφει ο πολιτισμός”. Από το διήγημα ‘Οδυνηρό γεγονός’.

“Κυρίες και κύριοι, μπορεί η γενιά που βαδίζει πλέον στη δύση της να είχε τα ελαττώματά της, διακατεχόταν όμως από τις αρετές της φιλοξενίας, της προθυμίας και της ανθρωπιάς, αρετές τις οποίες η νέα, πολύ σοβαρή και πολύ μορφωμένη γενιά που μεγαλώνει γύρω μας φαίνεται να στερείται”. Από το διήγημα ‘Οι Νεκροί’.