Ο Διονύσης Σαββόπουλος πλέον ανήκει στο πάνθεον των Ελλήνων δημιουργών μαζί με τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Βασίλη Τσιτσάνη, τον Μάρκο Βαμβακάρη και με όλους εκείνους οι οποίοι σφράγισαν το ελληνικό τραγούδι και την ελληνική μουσική σκηνή. Χωράνε όλες οι λέξεις και όλη η ζωή ενός τέτοιου δημιουργού σε ένα βιβλίο; Σαφώς και όχι, διότι τα χρόνια τρέχουν χύμα όπως άλλωστε ο ίδιος αναφέρει. Είναι όμως μια ευκαιρία για τον αφηγητή και συγγραφέα του βιβλίου να μας αφηγηθεί τα όσα έζησε, όσους γνώρισε, να ονοματίσει τις επιτυχίες του, τα λάθη του, τις παραλείψεις του, τους θριάμβους και τις αποτυχίες του. Είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να δει τον εαυτό του στον καθρέφτη και να μιλήσει για τον ίδιο όχι μόνο ως καλλιτέχνη αλλά και ως άνθρωπο. Δεν είναι εύκολο για κάποιον να μιλήσει για τα σφάλματά του και να δηλώσει πως μετάνιωσε για κάποιες από τις πράξεις του, θέλει τόλμη και θάρρος και ο Διονύσης Σαββόπουλος έχει αποθεματικό. Αναμφίβολα, όσο και αν είναι τετριμμένο ως έκφραση ο Σαββόπουλος, ο Νιόνιος μας, σφράγισε την εποχή της μεταπολίτευσης τόσο με τους ήχους όσο και με τους στίχους, μας καθήλωσε, προκάλεσε, προβλημάτισε, ψυχαγώγησε, μας ανύψωσε.
Η μοναδική πορεία ενός γνήσιου και μοναχικού καβαλάρη της μουσικής και του στίχου
Σε μια εξομολόγηση από καρδιάς ανοίγεται διάπλατα στον κόσμο και περιγράφει τις κυριότερες αλλά και τις πιο άγνωστες και κρυφές στιγμές της ζωής του τόσο καλλιτεχνικά όσο και προσωπικά. Δεν φοβάται και δεν διστάζει να σταθεί στον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισε κάποιες φορές τα παιδιά του, μετανιώνει για κάποιες πράξεις του όπως μετανιώνει για το γεγονός πως όταν τον επισκέφτηκε η Σοφία Βέμπο και ο Μίμης Τραϊφόρος στο κέντρο που τραγουδούσε δεν τους έπλεξε το εγκώμιο και ούτε καν αναφέρθηκε στην παρουσία τους, είναι κάτι το οποίο ακόμα κουβαλάει και για το οποίο δεν συγχωρεί τον εαυτό του. Ποιος όμως όσο μεγάλος και τρανός δεν έχει κάνει λάθη στη ζωή του, δεν είναι ούτε ο πρώτος ούτε και ο τελευταίος, το γεγονός όμως πως το αναγνωρίζει είναι ένα μέγιστο συγκριτικό πλεονέκτημα και ουσιαστικά επέρχεται κάθαρση μόνο και μόνο που το παραδέχεται. Σαν να ήξερε πως θα αφήσει αυτόν τον μάταιο κόσμο, ο ίδιος έρχεται να ξεδιπλώσει το κουβάρι της ζωής του, να πιάσει τον μίτο της προσωπικής του ιστορίας από τα πρώτα χρόνια που κατέβηκε στην Αθήνα με ένα φορτηγό και να αποκαλύψει διάφορες στιγμές του πολυτάραχου βίου του. Από τα βασανιστήρια των χουντικών έως τις μεγάλες συναυλίες όπου ο κόσμος συγκεντρώθηκε για να τον ακούσει.
«Σε τραγουδοποιούς σαν κι εμένα χρειάζονται λίγα μέτρα μουσικής στην αρχή, για να μας υποβάλουν διαισθητικά αυτό που λίγο μετά έρχεται ο στίχος να πει με περισσότερη ακρίβεια. Στη δουλειά μου οι στίχοι και η μουσική είναι ένα. Κι αν υπάρχει κάποια ποίηση σε αυτά που κάνω, αυτή δεν βρίσκεται στα λόγια του τραγουδιού, αλλά στο τραγούδι εν τω συνόλω του». Ο Διονύσης Σαββόπουλος είναι ταυτισμένος τόσο με το τραγούδι όσο και με τον λόγο, είναι συνυφασμένος με την μουσική όσο και με την ανάγκη να καταθέτει τις σκέψεις του μέσα από την μέθεξη αυτή. Δεν ήταν ένας καλλιτέχνης προβλέψιμος, ούτε και βολεμένος, πολλοί τον πολέμησαν, άλλοι τον λοιδόρησαν μα οι περισσότεροι τον αγάπησαν για αυτόν τον λόγο, γιατί μίλησε ειλικρινά και δεν κρύφτηκε πίσω από την ανάγκη για επιτυχία και δόξα. Τα δικά του παράσημα ήταν κάθε φορά η ανάγκη να καταθέσει όσα ο ίδιος πίστευε, να καινοτομήσει, να αρέσει στον ίδιο αυτό που δημιουργούσε, ήταν λοιπόν ένας αυθεντικός δημιουργός και όχι ένας δημιουργός επιτυχιών. Μετά τον Σαββόπουλο, το τραγούδι διαφοροποιήθηκε και ξεπήδησαν διάφοροι ταλαντούχοι τραγουδοποιοί, οι οποίοι ήταν «παιδιά» του, να η μεγαλύτερη παρακαταθήκη και να η συμβολή του στο σήμερα και το αύριο. Οι εκπομπές του στην κρατική τηλεόραση, οι συναυλίες του έγιναν σημείο αναφοράς και η ανάδειξη νέων ταλέντων έγιναν για αυτόν στοίχημα.
Συναναστράφηκε σημαντικούς και σπουδαίους ανθρώπους της εποχής, έζησε σε μια περίοδο άστατη και πολιτικά κρίσιμη, ωστόσο ζυμώθηκε μέσα από τα γεγονότα και με αριστοφανική διάθεση εμπνεύστηκε από τις μούσες και τον Απόλλωνα και μας χάρισε τραγούδια που αντέχουν και θα αντέχουν στον χρόνο. Ο ίδιος αναφέρει χαρακτηριστικά: «Αν λοιπόν τραγουδώ σημαίνει τραγουδώ μια θυσία, τότε εγώ όταν τραγουδώ, ποια θυσία τραγουδώ; Το ρώτησα αυτό μια φορά στον Ράμφο, που είναι σοφός άνθρωπος. «Τη θυσία που δεν έκανες», μου απαντά! Σωστός. Διότι πόσες φορές στη ζωή μας δεν ήρθε η στιγμή που έπρεπε να δοθούμε, να πέσουμε στη φωτιά αλλά δεν το κάναμε, γιατί δεν είχαμε τα κότσια, γιατί φοβηθήκαμε;» Ο Σαββόπουλος μέσα από αυτές τις σελίδες επιχειρεί να μιλήσει για όλα και για όλους ή σχεδόν για όλα και για όλους, σαν να ήξερε πως πλησιάζει το τέλος και να μην ήθελε να αφήσει πίσω του εκκρεμότητες του παρελθόντος και ανοιχτούς λογαριασμούς. Ζήτησε για παράδειγμα συγγνώμη από τον θανόντα Θάνο Μικρούτσικο στον οποίο όπως αναφέρει δεν φέρθηκε σωστά, ιδού το μεγαλείο του ανδρός να γνωρίζει τι θα πει η λέξη συγγνώμη, δεν είναι κάτι δεδομένο.
Η απώλεια του Διονύση Σαββόπουλου δεν είναι απλά μια καλλιτεχνική απώλεια, είναι η απώλεια της ορθολογικής φωνής, της ίδιας της λογικής που πολλές φορές λείπει από την ελληνική πραγματικότητα. Στα δύσκολα χρόνια των μνημονίων είχε υπερασπιστεί την έννοια Ευρώπη και τότε τον χλεύαζαν επειδή εκφράστηκε λογικά. Για εκείνον το να πει τα πράγματα με το όνομά τους είναι εκ των ων ουκ άνευ και αυτό το βιβλίο είναι ένα κληροδότημα πέρα από τις θεσπέσιες καλλιτεχνικές δημιουργίες του. Είναι ένα βιβλίο γραμμένο από καρδιάς, με την ψυχή του που χορεύει μέσα από τις λέξεις και με την υπογραφή του φίλου του Αλέξη Κυριτσόπουλου με τον οποίο συμπορεύτηκαν μέχρι το τέλος σαν αχώριστοι φίλοι που ήταν. Ο ίδιος ανήκει πια στην ιστορία έχοντας γράψει την δική του ιστορία – ο εμβληματικός στίχος του Μάνου Λοΐζου -επίσης επιστήθιος φίλος του – και εμείς καλούμαστε πλέον να μην τον ξεχάσουμε και να τον ευχαριστήσουμε για όσα μας προσέφερε. Καλή αντάμωση Νιόνιο μας!
«Αν έχεις κάτι να πεις, θα βρεις τον τρόπο να το πεις. Με καλή καρδιά και φρόνημα ελεύθερο».
«Είναι η μουσική ιδιοφυία του Μάνου Χατζιδάκι που με έκανε να διαλέξω τον προσωπικό δρόμο και με βοήθησε να δω με καινούρια ματιά μια παράδοση αιώνων ελληνικής τραγουδοποιίας, από τα σωζόμενα εκείνα σπαράγματα μουσικών κειμένων της αρχαιότητας μέχρι τα 9/8 του Τσιτσάνη»



