Τόμας Μόλλεν, Darktown, Εκδόσεις Πόλις

Στην σύγχρονη κοινωνική σκηνή των ΗΠΑ παρατηρούμε καθημερινά, μέσω των ειδήσεων, ανταποκρίσεις για φυλετικές διακρίσεις των αστυνομικών αρχών εναντίον έγχρωμων συμπολιτών με την πρόφαση πως κάποια έκνομη ενέργεια έλαβε χώρα. Δεν είναι λίγες οι φορές που οι αστυνομικοί παραβαίνουν τα ίδια τους τα όρια και εκδηλώνουν αφόρητη αγριότητα, ξεπερνούν τις εντολές και φέρονται εξαιρετικά βάναυσα σε πολίτες έγχρωμους. Μόλις πριν λίγες μέρες, ένας ποδηλάτης έγχρωμος πέρασε με κόκκινο τον φωτεινό σηματοδότη και του ασκήθηκε από λευκούς αστυνομικούς αδικαιολόγητη βία σε σημείο που να απορεί κανείς για το αν οι ΗΠΑ έχουν πραγματικά ξεπεράσει τα όσα άφησε πίσω του ο εμφύλιος πριν από σχεδόν 150 χρόνια. Στις ΗΠΑ επικρατεί ακόμα αυτός ο άγραφος νόμος πως οι λευκοί υπερέχουν έναντι των έγχρωμων, μια λογική παράλογη, μια κατάσταση που τείνει να γίνει κανονικότητα σε μια χώρα πληγωμένη από τα ίδια της τα βιώματα. Το μυθιστόρημα του Μόλλεν αυτά αφηγείται σε μια πόλη, το Νταρκτάουν, όπου τίποτα δεν πάει καλά και η ανορθολογικότητα αγγίζει το κόκκινο με θύματα τους ανθρώπους της.

Στις ανήσυχες γειτονιές της Ατλάντα όπου μυρίζει μπαρούτι και αγριότητα

Βρισκόμαστε λίγο μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο όπου η Ατλάντα, η πολιτεία στην οποία εργάζονται οι αστυνομικοί για τους οποίους γίνεται λόγος στο βιβλίο ανήκουν ουσιαστικά σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα. Από τη μία, οι Μπογκς και Σμιθ, έγχρωμοι ομοσπονδιακοί αστυνομικοί και από την άλλη οι Ντάνλοου και Ρέικ, οι λευκοί αστυνομικοί που συνήθως καλούνται σε περιπτώσεις που οι έγχρωμοι αστυνομικοί εμπλέκονται σε κάποιο επεισόδιο με λευκούς πολίτες. Εμμέσως πλην σαφώς, η εξουσία και η δικαιοδοσία των έγχρωμων περιορίζεται στις συνοικίες των μαύρων ενώ οι λευκοί έχουν δικαίωμα και αναγνωρίζονται παντού. Ο μεταπολεμικός κόσμος στις ΗΠΑ είναι εξίσου τοξικός όσο ήταν και πριν, οι κοινότητες των εγχρώμων και των λευκών συγκρούονται και θα συγκρούονται για πολλά χρόνια ακόμα μέχρι να φτάσουμε στις δολοφονίες του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και του Κέννεντυ όσο και στις τραγικές ένοπλες επιθέσεις με την περίφημη οργάνωση της Κου Κλουξ Κλαν. 

Η πολιτεία της Ατλάντα προσπαθεί να εντάξει στο δυναμικό των αστυνομικών αρχών έγχρωμους αστυνομικούς με τις αντιδράσεις να είναι έντονες και με την αποδοχή να αγγίζει πολύ χαμηλά όρια εμπιστοσύνης, είναι σαν να τους κάνουν χάρη που τους προσέλαβαν. Και όμως αυτοί οι αστυνομικοί είχαν υπηρετήσει στον πόλεμο, είχαν δώσει τη ζωή τους για την χώρα τους και τώρα επειδή το χρώμα τους είναι αυτό που είναι δεν γίνονται αποδεκτοί. Είναι σαν τον Αόρατο άνθρωπο του Ραλφ Έλισον, ο οποίος είναι αόρατος επειδή κανείς δεν θέλει να τον δει. «Από τους οκτώ νέγρους αστυφύλακες, οι επτά είχαν υπηρετήσει στον πόλεμο. Δύο είχαν μετάλλια να επιδείξουν, όπως ο Σμιθ, που του είχε απονεμηθεί ο Αργυρός Αστέρας επειδή είχε μεταφέρει δύο συστρατιώτες τους, με σοβαρά εγκαύματα, από ένα κατεστραμμένο τανκ και κάτω από εχθρικά πυρά. Έξι είχαν πάει στο κολλέγιο και τέσσερις, ανάμεσά τους ο Μπογκς, είχαν πτυχίο».

Ο Μόλλεν περιγράφει δύσκολες καταστάσεις και μάλιστα έναν φόνο, της Λίλι Έλσγουορθ για τον οποίο γίνονται συνεχώς έρευνες ώστε να βρεθεί ο υπαίτιος. Είναι μια δυσχερής συγκυρία να εμπλέκεται αστυνομικός και μάλιστα λευκός στην δολοφονία ενώ οι δύο έγχρωμοι αστυνομικοί προσπαθούν να διαλευκάνουν την υπόθεση και να αποδώσουν τα του Καίσαρος τω Καίσαρι. Η απόδοση δικαιοσύνης σε μια κοινωνία μεροληπτική όπως αυτή των ΗΠΑ της τότε περιόδου αλλά και της σύγχρονης σε έναν βαθμό, αποτελεί καρκίνωμα και στίγμα, είναι μια συνεχής καταβαράθρωση των ηθικών κανόνων, μια φθορά των κοινωνικών ισορροπιών και μια διάβρωση της ηρεμίας στον κοινωνικό ιστό. Ο Μόλλεν περιγράφει δίχως ωραιοποιήσεις όλα αυτά που συμβαίνουν στην μεταπολεμική Αμερική και οι εικόνες που μας μεταφέρει εκπέμπουν μια βαρβαρότητα όχι μόνο των πράξεων των ίδιων μα και των συμπεριφορών που προηγούνται των πράξεων. Διότι όταν οι λευκοί αστυνομικοί θεωρούν υποδεέστερους εκείνων τους συναδέλφους τους και τους χαρακτηρίζουν με υποτιμητικές εκφράσεις, τότε κάτι δεν πάει καλά στο όργανο που οφείλει κατά τα άλλα να επιβάλλει την τάξη.

Ο Μόλλεν περνάει και ένα άλλο κοινωνικό μήνυμα που έχει να κάνει με τους έγχρωμους, οι οποίοι δεν μπορούν εύκολα να διεισδύσουν σε θέσεις που κατέχουν λευκοί και αναγκάζονται να κάνουν δουλειές λιγότερο αξιόλογες, ελέω χρώματος. Και όμως υπάρχουν φωνές από λευκούς που θέλουν να δουν τους μαύρους να προοδεύουν και να γίνουν ίσοι, παρόλο που αυτές οι φωνές δεν είναι σίγουρα η πλειοψηφία και πολλές φορές δεν ακούγονται όσο οι άλλες οι ρατσιστικές και κραυγαλέες που κάνουν φασαρία. «Θέλουμε να φτάσουμε πέρα από τους προικισμένους ομοφύλους μας που αποτελούν το Δέκα τοις Εκατό, συνέχισε ο Τίμονς, καταλαβαίνεις, να προσεγγίσουμε ανθρώπους σαν εσένα κι εμένα, και όλους όσοι είναι σ’ αυτή τη γιορτή. Θέλουμε να βελτιώσουμε την εκπαίδευση των λιγότερο τυχερών, των παιδιών που είναι κολλημένα στα χειρότερα σχολεία της πόλης, ή τα παρατάνε επειδή δεν υπάρχει χώρος γι’ αυτά. Εκείνους στην επαρχία που δουλεύουν στους αγρούς όλη μέρα αντί να μορφώνονται».

Ο Μόλλεν αφουγκράζεται τις ενδοκοινοτικές διενέξεις, ανατρέχει στο παρελθόν για να μας δώσει το στίγμα των όσων εκτυλίσσονταν τότε αλλά και να δηλώσει εμμέσως πλην σαφώς πως όταν οι σύγχρονες κοινωνίες απαλείψουν την μισαλλοδοξία και το μίσος γενικότερα, τότε λευκοί και μαύροι, κίτρινοι και ιθαγενείς θα μπορούν να ζουν κάτω από την ίδια σκέπη, με διαφορετικές ιδέες και απόψεις αλλά με τον προσανατολισμό σε μια υγιή συμβίωση που δεν θα υποτιμά τις απόψεις του άλλου και θα είναι επικαλυμμένη με τον απαραίτητο σεβασμό, δηλαδή θα έχει όλα εκείνα τα στοιχεία που θα αποτελούν εγγύηση γαλήνης και ειρήνης.

«Το κακό εκτίθεται τόσο κραυγαλέα εδώ, δεν υπάρχει κανένα μυστήριο σ’ αυτό. Λιάζεται μπροστά μας, και θα χτυπήσει αν τολμήσεις να το πλησιάσεις»