Percival Everett, James, Εκδόσεις Ψυχογιός

Πριν από κάποια χρόνια είχε προβληθεί στις κινηματογραφικές αίθουσες η περίφημη ταινία Δώδεκα χρόνια σκλάβος βασισμένη σε βιβλίο το οποίο αφηγείται την αληθινή ζωή του Σόλομον Νόρθαπ, ενός βιολιστή μετέπειτα σκλάβου. Η ιστορία των σκλάβων στην Βόρεια Αμερική είναι πολύ πικρή και σκληρή για τις συνθήκες διαβίωσης σε μια χώρα όπου οι λευκοί κατείχαν και κατέχουν ακόμα, σε πολύ μικρότερο βαθμό βέβαια σε σχέση με το παρελθόν, το αποκλειστικό προνόμιο της ελευθερίας και των δικαιωμάτων ενώ οι έγχρωμοι πολίτες της χώρας ταλαιπωρούνται και βασανίζονται για το γεγονός πως γεννήθηκαν έγχρωμοι. Το κόστος αυτής της διαμάχης έχει πληρωθεί πολλές φορές με δολοφονίες, εγκληματικές ενέργειες παντός τύπου και το βιβλίο του Έβερετ έρχεται απλώς να επιβεβαιώσει όλα τα παραπάνω για μια χώρα που μέχρι και σήμερα δεν έχει καταφέρει να λύσει αυτά τα ενδοφυλετικά προβλήματα. Οι αλήθειες του μυθιστορήματος είναι απόλυτα πραγματικές και ο πρωταγωνιστής περνά τα πάνδεινα για να καταφέρει να βρει την ανεξαρτησία του και τον πολυπόθητο διάδρομο της ελευθερίας μέσα όμως από δοκιμασίες που μπορεί να του κοστίσουν την ίδια του τη ζωή.

Μια ζωή μέσα στην παρανομία, μια ζωή στο δρόμο για την ανάγκη να είσαι ελεύθερος

Ο Έβερετ παντρεύει το παρελθόν της αμερικανικής λογοτεχνίας με το σήμερα καθώς ο ένας εκ των πρωταγωνιστών έχει το όνομα του ήρωα του Μαρκ Τουέιν, αυτού του πυλώνα της αμερικανικής λογοτεχνίας όλων των εποχών. Ο Χακλμπέρι Φιν είναι συνυφασμένος με την περιπέτεια και ο Έβερετ του προσφέρει αυτή τη δυνατότητα σε αυτό το μυθιστόρημα, όντας ο συνοδοιπόρος του άτυχου αλλά πολύ γενναίου έγχρωμου Τζιμ που παλεύει να βρει τον δικό του δρόμο. Το μυθιστόρημα διαδραματίζεται σε μια πολύ κρίσιμη περίοδο και συνθήκη καθώς βρισκόμαστε στο 1861 και ο πόλεμος όπου να ναι θα ξεσπάσει ανάμεσα σε Βόρειους και Νότιους με τις γνωστές σε όλους μας συνέπειες. Πόσες και πόσες οικογένειες έχασαν τα παιδιά τους, τους άντρες, τους αδερφούς σε αυτόν τον άκρως αιματηρό και για μια ακόμα φορά αχρείαστο πόλεμο, συνέπεια του οποίου ήταν πως δολοφονήθηκε και ο ιθύνων νους της ανάγκης για να δοθεί ένα τέλος στο εμπόριο σκλαβιάς, μιλάμε για τον κορυφαίο πολιτικό Αβραάμ Λίνκολν του οποίου το όνομα ποτέ δεν ξεθωριάζει, ποτέ δεν σβήνεται από την ιστορία.

Ο Αμερικανικός εμφύλιος πόλεμος, ο πιο αιματηρός και καταστροφικός πόλεμος για τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, ήταν αποτέλεσμα μακροχρόνιων προβλημάτων μεταξύ των δύο αντιμαχόμενων πλευρών, του Βορρά και του Νότου. Η χώρα είχε από καιρό διασπαστεί στα δύο με τις ανισότητες να προκαλούν από νωρίς, ήδη από την πρώτη δεκαετία του 19ου αιώνα, διαμάχες και συγκρούσεις σε οικονομικό κυρίως επίπεδο. Από την μία πλευρά υπήρχε ο νότος με τις απέραντες εκτάσεις φυτειών βαμβακιού και από την άλλη ο Βορράς, ο οποίος διατηρούσε ένα άλλο παραγωγικό και οικονομικό μοντέλο βασισμένο στη βιοτεχνία και τη βιομηχανία. Και οι δύο εκμεταλλεύτηκαν τους δούλους, οι έγχρωμοι στον Νότο, οι “λευκοί” στον Βορρά, ως το απαραίτητο εργατικό δυναμικό για την ανάπτυξη της οικονομίας τους.

Ωστόσο, οι οικονομικές διαφορές ήταν αδιαμφισβήτητα εντονότατες και ο Βορράς, που έπαιρνε κυρίως τις πολιτικές αποφάσεις και για το Νότο, επιθυμούσε να εφαρμόσει μία πολιτική που βάρυνε φορολογικά τον Νότο με βαριές εισφορές και απαίτηση για ανακατανομή πλούτου προς όφελος των Βόρειων Πολιτειών. Ο πόλεμος ξέσπασε το 1861 και έλαβε τέλος με τη νίκη των Βορείων το 1865. Είναι κοινός τόπος πως η δουλεία ευνοούσε και τους δύο στην εδραίωση των οικονομιών τους, εν τούτοις ο Αβραάμ Λίνκολν που κυβερνούσε τον Βορρά είχε την μύχια επιθυμία να την καταργήσει και αν όχι τουλάχιστον να την περιορίσει. Σε αυτό αντιδρούσε σφόδρα ο Νότος, ο οποίος και απολάμβανε με ευνοϊκότατους όρους τις υπηρεσίες των μαύρων σκλάβων. Η χώρα σύρθηκε σε έναν πόλεμο που άφησε πίσω του διχασμό, ερείπια και ανεπούλωτες πληγές και το θέμα της δουλείας να κυριαρχεί.

Τα λόγια του Τζιμ είναι χαρακτηριστικά της κατάστασης που επικρατούσε στον δικό του κόσμο, αυτόν της μάχης για ένα καλύτερο αύριο με κίνδυνο κάθε φορά να βρεθεί πως είχε ξεφύγει από τα δίχτυα της σκλαβιάς: «Η αναζήτηση τροφής δεν ήταν και τόσο δύσκολη. Σκλάβος ήμουν. Ήξερα πώς να δουλεύω με νύχια και με δόντια. Και είχα συνηθίσει τη ζωή στο ποτάμι. Γατόψαρα κι άλλα ποταμόψαρα και μούρα. Κανείς δεν περνούσε από το σημείο που είχα διαλέξει για να κατασκηνώσω. Αφουγκραζόμουν μήπως ακούσω σκυλιά, μα αυτός ο φρικτός ήχος δεν ακούστηκε ποτέ. Πέρασαν δύο μέρες, και σκεφτόμουν πιθανές στρατηγικές για το πώς να αναζητήσω τον Χακ, αλλά καμία δε φάνταζε λογική. Διάβαζα. Ποτέ μου δεν είχα νιώσει περισσότερο εκτεθειμένος ή ευάλωτος απ’ όσο μέρα μεσημέρι με ένα ανοιχτό βιβλίο». 

Η λογοτεχνία που παρακολουθεί πάντα τις ιστορικές εξελίξεις και αντλεί θέματα από τις ιστορικές συγκυρίες έχει και πάλι τον λόγο. Τα μυθιστορήματα που παρουσιάζονται εδώ θίγουν τόσο το ζήτημα της ανθρώπινης απώλειας, της πολιτικής αστάθειας όσο και της οδυνηρής κατάστασης της απεχθούς σκλαβιάς και της ανελευθερίας ανθρώπων που αγωνίζονται για τα δικαιώματά τους. Η παρακάτω δήλωση του Λίνκολν είναι χαρακτηριστική του κλίματος: «Πρωταρχικός αντικειμενικός σκοπός μου σε αυτόν τον αγώνα είναι να διασώσω την Ένωση και όχι να διατηρήσω ή να καταργήσω την δουλεία. Αν μπορούσα να σώσω την Ένωση χωρίς να ελευθερώσω ούτε έναν σκλάβο θα το έκανα. Κι αν μπορούσα να τη σώσω ελευθερώνοντας όλους τους σκλάβους, θα το έκανα. Κι αν μπορούσα να τη σώσω ελευθερώνοντας μόνο μερικούς και αφήνοντας κάποιους άλλους, και πάλι θα το έκανα». Χρειαζόμαστε βιβλία σαν αυτό του Έβερετ για να μας θυμίζουν τα γεγονότα κάθε φορά υπό άλλο πρίσμα με την σκέψη πάντα να μην ξαναζήσουμε αντίστοιχες καταστάσεις σε κανένα σημείο του πλανήτη.

«Αυτό είναι η ισότητα, Τζιμ. Είναι η ικανότητα να γίνεις ίσος. Με τον ίδιο τρόπο που ένας μαύρος στη Μαρτινίκα μπορεί να μάθει γαλλικά κι έτσι να γίνει Γάλλος, μπορεί και να κατακτήσει επίσης τις δεξιότητες της ισότητας κι έτσι να γίνει ίσος. Επαναλαμβάνομαι όμως»