Γυάλινη πόλη, Φαντάσματα, Το κλειδωμένο δωμάτιο: τα τρία έργα της ‘Τριλογίας της Νέας Υόρκης’ που μαζί συνθέτουν ένα ερεβώδες περιβάλλον μυστηρίου, έναν μεταμοντέρνο μύθο που μελετά την ανθρώπινη κατάσταση χωρίς να επαφίεται στις δομές του ρεαλισμού και δίχως να εξαντλεί τη δύναμη της αναπαράστασης. Ο δεξιοτέχνης Paul Auster τυραννά τον αναγνώστη και στήνει παγίδες στην αναγνωστική διαδικασία με αλλεπάλληλους βομβαρδισμούς πολυσημίας και νοηματικών εκρήξεων, διαταράσσοντας έτσι τις ερμηνευτικές του δυνατότητες.
Μια καφκική ατμόσφαιρα είναι το θεμέλιο της ‘Τριλογία της Νέας Υόρκης’ που πάνω σ’ αυτή τη βάση ο συγγραφέας οικοδομεί κόσμους που άλλοτε στέκουν παράλληλοι χωρίς καμία – φανερή – επικοινωνία κι άλλοτε διαπλέκονται και ρευστοποιούν τόσο το ίδιο το είναι τους όσο και ό,τι περιβάλλουν. Στο μυθοπλαστικό αυτό πλαίσιο, τα πρόσωπα πλέκονται, ταυτίζονται, αποδιοργανώνονται, ενώνονται, ανατρέπονται και διαλύονται, ενώ οι συνθήκες και οι καταστάσεις μοιάζουν να προσεγγίζουν – αλλά και να υπερβαίνουν – τα όρια της ψευδαίσθησης.
Οι χαρακτήρες των ιστοριών, τραγικές φιγούρες ενός άλυτου νοήματος, μιας ζωής άνευ νοήματος ή/και δρώντα υποκείμενα σε κόσμους που δεν αξίζει να καταπιαστείς με τα νοήματα που περιέχουν, επεξεργάζονται και αναπαράγουν. Οι προσπάθειές τους, ανεπιτυχείς και επιτυχείς, δεν είναι παρά το άκουσμα του βαδίσματος βαθιά μέσα στο αυτί, η ένταση της στιγμής, η δυναμική της ροής της ζωής, της παράξενης και στοιχειωμένης θαρρείς εμπειρίας που όλο ζητά κάτι ακόμη.
Η γραφή του Auster, αινιγματική αλλά και αναλυτική, σκοτεινή αλλά και διευκρινιστική, παρέχει στον αναγνώστη όχι διαβεβαιώσεις, αλλά μοχλούς θα μπορούσαμε να πούμε ρύθμισης και αλλαγής του τρόπου αντίληψης και κατανόησης των ποικίλων συμβάντων που διαδραματίζονται στη ζωή – και – των τριών ιστοριών της ‘Τριλογίας της Νέας Υόρκης’.
Σινεματικές περιγραφές, ερευνητικές αφηγήσεις και παραδοχές αμφισημίας, δημιουργούν ένα σώμα που κινείται στη βάση μιας ενδεχομενικής πορείας. Ο αναγνώστης θα βρει τον εαυτό του πότε να – επιθυμεί να – συμμετέχει ενεργά στην προσπάθεια διερεύνησης των γρίφων που έρχεται αντιμέτωπος και πότε να – επιθυμεί να – απέχει, αφού αισθάνεται ότι είναι αδύνατο να δικαιωθεί – τόσο ο ίδιος του ο κόπος όσο και η λογοτεχνική ζωή και διάρκεια που πλάθει στο μυαλό του.
Περιπέτειες μεν αλλά διανοητικές, ασκήσεις έκθεσης προβλημάτων ή κάτι σαν επιτραπέζιο παιχνίδι χωρίς πολλές πολλές εξηγήσεις και κυρίως χωρίς το επιτραπέζιο. Περιπέτειες που δεν ικανοποιούν απλώς την απόδοση του ανάλογου κλίματος, που δεν αναλώνονται στην αναπαραγωγή του εαυτού και των χαρακτηριστικών τους, αλλά διεισδύουν στο μυαλό του αναγνώστη και τον προκαλούν να απολέσει την πίστη του στην πραγματικότητα, την ηθική του στάση απέναντι στην ουσία – τον θεσμό εν πολλοίς – του προσώπου.
Καταληκτικά, η ‘Τριλογία της Νέας Υόρκης’ είναι ένα βιβλίο απαιτητικό, με ύπουλα σκαμπανεβάσματα και ξαφνικές εξάρσεις. Πρόκειται για μια πειραματική μυθοπλασία που λέει ευθαρσώς στον αναγνώστη να πάρει την ανάγνωση – κυριολεκτικά – στα χέρια του. Και μάλλον, αυτό είναι που θέλει κι ο ίδιος ο Auster: να νικηθεί απ’ τον αναγνώστη. Με την ‘Τριλογία της Νέας Υόρκης’, ο συγγραφέας μας θυμίζει τον πραγματικό ρόλο της λογοτεχνίας: να καταφέρουμε δηλαδή να την αντιληφθούμε σαν παιχνίδι.
Ο Μιχάλης Κατσιγιάννης γεννήθηκε το 1997 στην Πάτρα όπου και ζει. Κείμενά του για τη λογοτεχνία (θεωρία και κριτική) και την εκπαίδευση κυκλοφορούν σε διάφορα περιοδικά. Έχει εκδώσει (ως ψηφιακά βιβλία) τις ποιητικές συλλογές «μετα-ελεγείες» (Εξιτήριον, 2025), «βλέμματα» (Εξιτήριον, 2025) και «επ’ αυτού» (Ανεξάρτητες Εκδόσεις Γλαρόλυκοι, 2025) και τη μελέτη «Γιάννης Λειβαδάς: ο επιπλέων λόγος» (Εξιτήριον, 2025). Όλα τα βιβλία του κυκλοφορούν ελεύθερα στο διαδίκτυο.