Ο Αμερικανός διηγηματογράφος και ποιητής Ρέϊμοντ Κάρβερ (Raymond Carver) συγκαταλέγεται αναμφίβολα στους ειδήμονες της αφηγηματικής ικανότητας και τεχνικής και μάλιστα θα μπορούσαμε να προσθέσουμε ότι δεν βαδίζει απλώς εντός της τέχνης αυτή, αλλά την αναβαθμίζει κιόλας, μέσα από τους ιδιαίτερους λογοτεχνικούς πειραματισμούς του. Η αφηγηματική δεινότητα του Ρέϊμοντ Κάρβερ, έτσι όπως αυτή εκφράζεται στη συλλογή ‘Ελέφαντας’, η οποία περιέχει τα τελευταία διηγήματα που έγραψε, χαρακτηρίζεται από μία σειρά αντιθετικών – φαινομενικά – δίπολων, των οποίων όμως η αγαστή συνέργεια καταφέρνει να κατασκευάσει ένα ιδιαίτερο και γαλήνιο αφηγητικό περιβάλλον. Εξηγώ τι εννοώ.
Η γραφή του Κάρβερ λειτουργεί πολυπρισματικά και πολυμεθοδικά. Δεν είναι στατική, αλλά μεταβάλλεται συνεχώς. Αναλαμβάνει να εκθέσει το περιεχόμενό της αλλά και να εκτεθεί σε αυτό με τρόπους τόσο άμεσους όσο και έμμεσους. Δηλαδή, πότε επικεντρώνεται στο πλάσιμο της προσωπογραφίας κάποιου χαρακτήρα πότε ανοίγεται και διευρύνεται, φωτίζοντας το σύνολο της ιστορίας και το πεδίο δράσης των χαρακτήρων. Ακόμη, οι κινήσεις της γραφής του Κάρβερ, αλλάζουν συνεχώς την χωροχρονική εστίαση, δημιουργώντας ένα λογοτεχνικό ανακάτεμα και μια ενδιαφέρουσα ζάλη στον αναγνώστη.
Θα χαρακτηρίζαμε τις αφηγήσεις του Ρέϊμοντ Κάρβερ και τα λογοτεχνικά θέματα με τα οποία καταπιάνεται ως – πολύ – λεπτά διακριτικά και χαλαρά – πλαδαρά. Ο συγγραφέας βλέπει στη λογοτεχνία (του) την ίδια τη ζωή, την καθημερινή ζωή, με τις χαρές και τις λύπες, τις επιτυχίες και τις αποτυχίες, τα όμορφα και τα προβλήματα. Αποφασίζει να ασχοληθεί με ό,τι συμβαίνει γύρω του αλλά και γύρω μας φυσικά. Δεν αναλώνεται σ’ ένα άγρια ελιτίστικο, ουτοπικό και ναρκισσιστικό κυνήγι εύρεσης «μεγάλων θεμάτων», σκιαγράφησης «σπουδαίων ηρώων και ηρωίδων» και, τέλος, δεν μοιάζει να ενδιαφέρεται ούτε στο ελάχιστο για κάποιο είδος μονόφθαλμης και δογματικής στράτευσης.
Με άλλα λόγια, η λογοτεχνία που κατασκευάζει δεν είναι αφ ̓ υψηλού και δήθεν, απέχει πολύ από κάτι τέτοιο. Αντίθετα, η πρόθεση και η προσέγγιση του συγγραφέα συνίσταται στον αναστοχασμό και το ψυχογράφημα του σύμπαντος της – θεωρούμενης συχνά ως απλής και κοινότυπης (και συνεπώς άχρηστης και αχρείαστης) – καθημερινής ζωής (βλ. χαρακτηριστικά τα διηγήματα ‘Όποιος κι αν ήταν σ’ αυτό το κρεβάτι’ και ‘Οικειότητα’).
Τον Κάρβερ τον αφορά το γίγνεσθαι της ζωής και των ζωών μας, τα επίπεδα και οι διαστάσεις της σκέψης του – όχι με την αρνητική έννοια – ανθρώπου της διπλανής πόρτας. Εκείνο που τον νοιάζει, είναι να μελετήσει – λογοτεχνικά – τους τρόπους με τους οποίους υπάρχουμε και σκεφτόμαστε, τι είναι όλα όσα μας συμβαίνουν και είτε μας χαροποιούν είτε μας θλίβουν και μας ενοχλούν. Αναλαμβάνει δηλαδή – όχι όμως από τη θέση και το ύψος κάποιου δήθεν ειδικού – να διακρίνει, να αντιληφθεί, να τοποθετήσει και να χωροθετήσει το στίγμα του ανθρώπου της καθημερινότητας.
Στο πλαίσιο αυτό, ο αναγνώστης παρατηρεί τον συγγραφέα να βρίσκεται σε άλλους λογοτεχνικούς χώρους, σε άλλα αισθητικά μονοπάτια. Πιο συγκεκριμένα, ο αναγνώστης παρατηρεί τον συγγραφέα να αποφεύγει – ενδεχομένως και να αποστρέφεται – μετά μανίας ίσως τον μελοδραματισμό, τις λυρικές εξάρσεις και τις «μεγάλες φαντασίες και διατυπώσεις» και να καταφεύγει στο ύφος της – όχι λόγω ανεπάρκειας και αδυναμίας – ταπεινότητας και της – όχι λόγω παραίτησης από τον εαυτό – κοινοτυπίας.
Στη συλλογή, ο Ρέϊμοντ Κάρβερ πλάθει τους χαρακτήρες του με υλικά προερχόμενα από την κοινή ζωή, τους εμπλέκει στις αντίστοιχες στιγμές και τους αναθέτει όχι κάποιον διαφορετικό ρόλο από αυτόν που ίσως θα είχαν στην πραγματική ζωή αλλά ακριβώς αυτόν. Με άλλα λόγια, ο συγγραφέας τολμά κάτι πολύ απαραίτητο: θολώνει τα άλλοτε πεντακάθαρα – και πολύτιμα – τζάμια της λογοτεχνίας που συχνά αποφεύγει την άμεση συσχέτιση με την καθημερινή ζωή και τα ποικίλα στοιχεία της και κάνει δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ καθημερινής ζωής και λογοτεχνικής αφήγησης.
Κατά συνέπεια, η δουλειά του αναγνώστη σχετικά με τη συλλογή ‘Ελέφαντας’, δεν είναι η αγωνία μιας περιπέτειας με τη σινεματική – διαστρεβλωμένη στην πραγματικότητα – έννοια που έχει αποκτήσει η συγκεκριμένη λέξη αλλά να εμβαθύνει στη ζωή των χαρακτήρων που ζουν μέσα στη γραφή του Κάρβερ, να αφουγκραστεί τις περιπέτειες του ανθρώπου της γειτονιάς, της πόλης, της πλατείας, της δουλειάς (κλπ.), να ανησυχήσει με τα άγχη τους, να συμπαθήσει ή να αντιπαθήσει τις σκέψεις τους και μέσα από αυτή τη διαδικασία, να καταφέρει να κοιτάξει πιο καθαρά και μάλλον πιο λυτρωτικά την δική του ζωή – καθώς και τους χαρακτήρες που ζουν και δρουν σε αυτή.
Καταληκτικά, στον ‘Ελέφαντα’, ο αναγνώστης βλέπει τον Ρέϊμοντ Κάρβερ – μέσα από κάποια λέξη, κάποια φράση, κάποιο νόημα – να του κλείνει εντόνως το μάτι. Όχι όμως και να του ανοίγει τον δρόμο. Όχι. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να βρει πώς να το κάνει μόνος του.
Ο Μιχάλης Κατσιγιάννης γεννήθηκε το 1997 στην Πάτρα όπου και ζει. Κείμενά του για τη λογοτεχνία (θεωρία και κριτική) και την εκπαίδευση κυκλοφορούν σε διάφορα περιοδικά. Έχει εκδώσει (ως ψηφιακά βιβλία) τις ποιητικές συλλογές «μετα-ελεγείες» (Εξιτήριον, 2025), «βλέμματα» (Εξιτήριον, 2025) και «επ’ αυτού» (Ανεξάρτητες Εκδόσεις Γλαρόλυκοι, 2025) και τη μελέτη «Γιάννης Λειβαδάς: ο επιπλέων λόγος» (Εξιτήριον, 2025). Όλα τα βιβλία του κυκλοφορούν ελεύθερα στο διαδίκτυο.