“Δεν είμαι συνηθισμένη γυναίκα. Δουλεύω, επινοώ, δημιουργώ, χύνω αίμα και ιδρώτα, τους χυμούς του σώματός μου, το περιεχόμενο του εγκεφάλου μου, και οι άλλοι περιφρονούν την προσφορά μου. Χωρίς δεύτερη σκέψη. Κάθε φορά που έχω να προσφέρω κάτι, με αναγκάζουν να περνώ από αυστηρό έλεγχο, από κρησάρα. Δύο κριτές ικανοτήτων εξέτασαν μετά προσοχής το αίτημά μου, την προσφορά μου, και την απέρριψαν. Απέρριψαν τη ζωγραφιά μου. Απέρριψαν τα λουλούδια μου. Τα βρήκαν κακόγουστα, άτεχνα, ασήμαντα. Εμένα απέρριψαν δηλαδή. Εμένα βρήκαν κακόγουστη, άτεχνη, ασήμαντη. Ο άνεμος θα σκορπίσει τις στάχτες μου και ουδείς θα γνωρίζει ποια υπήρξα στ’ αλήθεια. Ποιες ήταν οι ζωγραφιές μου. Τα άνθη του ταλέντου μου”. Αυτά είναι τα λόγια της ζωγράφου Γκέρτρουντ Φλεκ, της γυναίκας που ήταν έγκλειστη για πολλά χρόνια σε ψυχιατρική κλινική και τελικά θανατώθηκε όπως πολλοί άλλοι ασθενείς καθώς το ναζιστικό καθεστώς αντιμετώπιζε τις ψυχικές ασθένειες ως στίγμα, ως κάτι μιαρό και ανάξιο ζωής. Είναι τόσα πολλά και δυστυχώς ανεξάντλητα τα επεισόδια, τα γεγονότα και οι ιστορίες που ξεπηδούν από τον ολέθριο σε απώλειες Β’ Παγκόσμιο πόλεμο.
Είναι συγκλονιστικά τα όσα καταγράφονται από τη Μαρία Γαβαλά για τα πεπραγμένα των εγκληματιών του Τρίτου Ράιχ, είναι όμως άλλο τόσο συναρπαστική η θέληση για ζωή της ηρωίδας της. Μέσα από την αφήγηση των ηρωίδων της, τόσο της ζωγράφου/θύματος Γκέρτρουντ Φλεκ όσο και της Αριάδνης Χόπε, της φοιτήτριας που έχει αναλάβει μέσω της μεταπτυχιακής της διατριβής να ρίξει φως στην προσωπικότητα της ζωγράφου και να αναδείξει την ιδιαιτερότητα της καλλιτεχνικής της φύσης, ξετυλίγεται το κουβάρι ενός κόσμου σε ηθική αποσύνθεση. Μέσα στον πυρετό της ακατάπαυστης δίψας για θάνατο από τις ορδές των αρρωστημένων μυαλών που έχουν καταλάβει την Ευρώπη και επιβάλλουν αδυσώπητες και απάνθρωπες πολιτικές, φυσιογνωμίες όπως αυτή της Γκέρτρουντ Φλεκ χαρίζουν ελπίδα στον κόσμο πως η τέχνη μπορεί να επουλώσει πληγές.
