Αναζητώντας την αλήθεια στους ανθρώπους στο Δουβλίνο, μια πόλη φάντασμα (Τζέιμς Τζόυς, Οι Δουβλινέζοι, Εκδόσεις Οξύ)

Όλα τα διηγήματα στους Δουβλινέζους χαρακτηρίζονται από μία στασιμότητα, μία αδιόρατη αυθυποβολή σε αυτό που έπεται και δεν γνωρίζουν αλλά αισθάνονται πως έρχεται και εκείνοι μπροστά σε ένα περίεργα πικρό μέλλον για το αναπότρεπτο ζουν στην ζώνη του λυκόφωτος. Το Δουβλίνο θυμίζει πόλη νεκρή ή τουλάχιστον πόλη ανήσυχη, μια πόλη που οι κάτοικοι δεν απολαμβάνουν και όλοι βρίσκονται σαν να έχουν εισέλθει στον καιρό των παγετώνων, μοιάζει να έχουν κοκαλώσει και να μη νιώθουν καμία διάθεση για ζωή. Σκιές των εαυτών τους, οι πρωταγωνιστές του εγγράφονται σε μία πραγματικότητα που απλά περνάει μέρα τη μέρα δίχως ελπίδα, αλλά μόνο σε μία κατάσταση αγωνίας και φόβου. “Πέρασε βιαστικά το διαχωριστικό και της φώναξε να τον ακολουθήσει. Τον έσπρωξαν να προχωρήσει, αλλά εκείνος συνέχιζε να τη φωνάζει. Το λευκό της πρόσωπο τον κοίταξε παθητικά, σαν αβοήθητο ζώο. Το βλέμμα της δεν έδειχνε κανένα σημάδι αγάπης, αποχαιρετισμού ή αναγνώρισης” θα πει ο Φρανκ στο διήγημα “Έβελιν”. Και έχουμε την εντύπωση πως οι ήρωές του στέκονται σαν τους ζωγραφικούς ανθρώπους του Έντουαρντ Χόπερ, παγωμένοι στο χρόνο που ξαφνικά σταμάτησε πέρσι το καλοκαίρι για να θυμηθούμε τον Τέννεσι Ουίλλιαμς.

Είναι σαφές πως τα διηγήματα αυτά αντανακλούν την ψυχολογία του ίδιου τους του συγγραφέα και πως να μη γίνει αυτό όταν ο Τζόϊς αντιμετώπιζε την καχυποψία και την αντίδραση των εκδοτών ως προς την δημοσίευση των εν λόγω διηγημάτων. Τα διηγήματα εκδόθηκαν λίγο πριν ξεσπάσει ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος και ο ταρακουνημένος όσο και προβληματισμένος Τζόϊς καταπιάνεται με ανθρώπους της εποχής του, καθρέφτες της δικής του ψυχοσύνθεσης και alter ego του.